Πρώτα έρχεται η μνήμη μιας εικόνας. Κατά τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια θυμάμαι μια πολύχρωμη αφίσα που έβλεπα σε πολλά και διαφορετικά καταστήματα στερεωμένη στον τοίχο με πινέζες ή, άλλοτε ήταν κορνιζαρισμένη και κρεμασμένη στον τοίχο. Η εικόνα είχε δύο παραστάσεις. Στη μια πλευρά έβλεπες έναν μικροκαμωμένο, αδύνατο, περίλυπο ανθρωπάκο, με σκυμμένο κεφάλι, που το κρατούσε ανάμεσα στα χέρια του. Στο πλάι του και πίσω φαινόταν ένα χρηματοκιβώτιο ξεκλείδωτο, γεμάτο αράχνες. Τέσσερις λέξεις επεξηγούσαν την εικόνα: «Ο πωλών επί πιστώσει».

Στην άλλη μεριά της αφίσας η αντίθετη εικόνα. Ένας εύσωμος, γελαστός, καλοντυμένος κύριος ήταν η προσωποποίηση της ευτυχίας. Καθισμένος στην πολυθρόνα του, με το πούρο στο χέρι του, είχε πίσω του το ανοιχτό χρηματοκιβώτιο του, το οποίο ήταν γεμάτο δεσμίδες χαρτονομισμάτων -δε θυμάμαι αν υπήρχαν και μασούρια με λίρες. Η επεξηγηματική πινακίδα έγραφε «Ο πωλών τοις μετρητοίς». Μπαίνοντας σ ‘ ένα μαγαζί με αυτή την αφίσα ήξερες ότι δεν μπορούσες να έχεις πίστωση, δηλαδή, κατά τη γλώσσα των λαϊκών ανθρώπων της εποχής, ότι δεν μπορούσες να ψωνίσεις βερεσέ.

Οι λέξεις και τα παράγωγα
«Πήγα στον μπακάλη και ψώνισα βερεσέ μία οκά λάδι και μια οκά φασόλια». Ήταν μια συνηθισμένη φράση στις συζητήσεις της γειτονιάς κατά τις μέσες δεκαετίες του προηγουμένου (20ού) αιώνα. Η λέξη είναι τουρκική (verecek) και, στο παράδειγμα που αναφέραμε, είναι γραμματικώς επίρρημα. Το ίδιο ισχύει και στην παροιμιώδη φράση, σε στίχο ρεμπέτικου: «Αυτά που λες, εγώ τ’ ακούω βερεσέ», δηλαδή δεν τα παίρνω υπ’ όψιν μου. Επίρρημα είναι το βερεσέ και στη φράση «Κοκκινίζει βερεσέ» που λέγεται σκωπτικά «επί φιλαρέσκου γραίας δήθεν αιδουμένης», που κάνει δηλαδή ντροπούλες.

Στη Ζάκυνθο αντί για τη λέξη βερεσέ χρησιμοποιούν τη λέξη μπιστιού, με την ίδια ακριβώς έννοια.
Υπάρχει και η παροιμιώδης φράση.
Μπιστιού και χάρισμα
που δηλώνει ότι πολλές φορές αυτά που δίνονται με πίστωση δεν εξοφλούνται. Ανάλογο είναι το πνεύμα και στη φράση
Τζάμπα και βερεσέ
που σημαίνει βερεσέ και τζάμπα, δηλαδή με πίστωση που δεν θα πληρωθεί. Η φράση χρησιμοποιείται για την κάθε θυσία που πάει χαμένη, που μένει χωρίς δικαίωση: «Τζάμπα και βερεσέ πήγε ο άνθρωπος» ή «Τον φάγανε τζάμπα και βερεσέ».

Ο βερεσές ως ουσιαστικό αρσενικού γένους, δηλώνει την πώληση ή παροχή με πίστωση, αλλά και την αγορά ή κατανάλωση με πίστωση. Σε πολλά μαγαζιά ακόμα και σε πολύ μικρά χωριά ή σε λαϊκές συνοικίες των πόλεων, έβλεπες συχνά έντυπες ή αυτοσχέδιες επιγραφές που έθεταν υπό διωγμό τον βερεσέ:
Ο βερεσές απέθανε κι έθαψε το δεφτέρι
Και διαθήκη άφησε με τον παρά στο χέρι.
Και για όποιον “δεν καταλάβαινε”, υπήρχε επεξηγηματικό σχόλιο:
Όλα τα είδη τοις μετρητοίς
Άλλο:
Ο βερεσές απέθανε κι έθαψε το δεφτέρι,
Και τα κορίτσια να ‘ρχονται με τον παρά στο χέρι.
Και το σχόλιο: Βερεσές από αύριον.
Το οποίο αύριο δεν ερχόταν ποτέ, καθώς όταν ρωτούσες, ήταν πάντα… σήμερα.
Υπήρχε και ανεξάρτητο σχόλιο απαγορευτικό του βερεσέ:
Σήμερα βερεσέ δεν έχει, αύριο έχει,
που κατά τα προηγούμενα, αυτό το αύριο δεν ερχόταν ποτέ.
Άλλος στίχος που αποθάρρυνε τους ενδιαφερόμενους για πίστωση λέει ότι:
Ο βερεσές απέθανε κι ο γιος του πάει στην Πόλη,
Οπότε, αφού λείπει, δεν υπάρχει πίστωση.

Τα βερεσέδια είναι τα οφειλόμενα σε έμπορο από κατανάλωση με πίστωση. Υπάρχουν βερεσέδια του καταναλωτή, τον ίδιο όρο όμως χρησιμοποιούμε και για όσα ο έμπορος έχει να παίρνει. Ενδεικτικές φράσεις «Χρωστάω ένα σωρό βερεσέδια» (καταναλωτής) αλλά και «Με βούλιαξαν τα βερεσέδια» (έμπορος).

Όμως οι πραγματικές ανάγκες σε καιρούς δύσκολους ανάγκαζε πολλούς να αποδεχθούν την εφαρμογή της πίστωσης. Οι άνθρωποι κάλυπταν τις καθημερινές τους ανάγκες βερεσέ, καθώς τα λιγοστά μετρητά χρήματα ήταν διαθέσιμα μόνο για ορισμένες ημέρες λ.χ. Σάββατα οι χειρώνακτες με εξαρτημένη εργασία, ή 1η και 16η κάθε μήνα οι (δημόσιοι και ιδιωτικοί) υπάλληλοι. Αλλά και οι έμποροι ήταν αναγκασμένοι να δεχθούν την πληρωμή με πίστωση, καθώς διαφορετικά δεν θα ήταν σε θέση να λειτουργήσουν τις επιχειρήσεις τους.

Το δεφτέρι ή μπακαλοδέφτερο
Με τους συναλλασσόμενους και τόσες συναλλαγές, συχνά επί αρκετά μακρύ χρονικό διάστημα, θα υπήρχε πρόβλημα να θυμάται κάποιος λεπτομερώς το χρέος του. Πολύ πιο δύσκολο θα ήταν, βέβαια, για τον καταστηματάρχη που δεν είχε ένα και δύο, αλλά δεκάδες και εκατοντάδες πελάτες. Γι’ αυτό υπήρχε ένα μικρών διαστάσεων τετράδιο στο οποίο καταγραφόταν το κόστος των αγορασμένων αγαθών ή της κατανάλωσης, όπως σε καφενεία, ταβέρνες κλπ. Συχνά μάλιστα η καταγραφή γινόταν με το μολύβι που είχε τοποθετήσει ο καταστηματάρχης στο αυτί του. Το μικρό αυτό σημειωματάριο ήταν γνωστό ως δεφτέρι, τεφτέρι ή διφτέρι.

Πρόκειται και πάλι για τούρκικη λέξη (defter) που σημαίνει κατάστιχο και την οποία οι Τούρκοι είχαν προηγουμένως δανεισθεί από την αρχαιοελληνική λέξη διφθέρα. Η αρχική έννοια δήλωνε το κατεργασμένο δέρμα πάνω στο οποίο έγραφαν (διφθέρα βίβλος, διφθέραι ιεραί κλπ). Αργότερα ονομάστηκαν έτσι τετράδια και από άλλα υλικά (λ.χ. διφθέραι χαλκαί). Η ρίζα της λέξης έμεινε και σε ένα ιατρικό όρο, τη διφθερίτιδα, επειδή αμυγδαλές και παρίσθμια καλύπτονται με μεμβράνες. Η τουρκική λέξη εκτός από κατάστιχο, δηλαδή καταγραφή αριθμών, σημαίνει και κατάλογος ονομάτων και αρχείο, ό, τι δηλαδή καταγράφεται στο τετράδιο αυτό. Με τη λέξη defterdar εννοείται ο οικονομικός έφορος και με το defterdarik το αξίωμα του εφόρου ή και ακόμα υψηλότερου οικονομικού αξιωματούχου3.

Συχνά το δεφτέρι των βερεσέδων λεγόταν και μπακαλοδέφτερο, επειδή η κύρια χρήση του (αλλά όχι η μόνη) ήταν στα μπακάλικα. Bakkal είναι στα τούρκικα το παντοπωλείο, που ήταν ο κύριος προμηθευτής κάθε είδους φαγώσιμου αλλά και ποικίλων ειδών. Έτσι, λοιπόν, μετά την αγορά επί πιστώσει έπρεπε να γραφτεί μπροστά στον πελάτη το είδος και το ποσόν που χρεωνόταν. «Γράφτα» ήταν η οδηγία του πελάτη. «Γράφτα και κλάφτα», ήταν η γκρίνια του εμπόρου, που φοβόταν μήπως η συμφωνία αθετηθεί και δεν καταβληθεί το ποσόν. Γιατί υπήρχε δυσπιστία και από τις δύο πλευρές. Ο πελάτης φοβόταν το φούσκωμα του λογαριασμού είτε κατά το γράψιμο (συχνά δυσανάγνωστο) είτε κατά την άθροιση πριν την πληρωμή, γι’ αυτό και άφηνε απλήρωτο ένα μικρό υπόλοιπο. Ο έμπορας από την άλλη πλευρά φοβόταν το «φέσι». Άλλωστε δεν ήταν σπάνιες οι μετακομίσεις των οφειλετών σε άλλες γειτονιές, οι μεταθέσεις των υπαλλήλων, οι πραγματικές ή οι προσχηματικές διενέξεις ώστε να βρεθεί αφορμή αποχώρησης και … μονομερούς διαγραφής του χρέους.

Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, οι διαδικασίες εξελίσσονταν ομαλά. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο έμπορος μετά την πληρωμή έδειχνε την ικανοποίηση του κερνώντας τους πελάτες: ένα τσιπουράκι με ελιά ή με ξερό σύκο, για τους άνδρες, ένα λουκούμι ή άλλο κέρασμα για τις γυναίκες. Όσοι δεν πλήρωναν, υποχρεώνονταν αργά ή γρήγορα να αλλάξουν κατάστημα, ξεκινώντας νέα βερεσέδια. Βεβαίως και οι καταστηματάρχες δεν παραιτούνταν από τα δικαιώματα τους, τα οποία διεκδικούσαν σταθερά, κάποτε και μετά πολύ καιρό, αναλόγως και προς τις ανάγκες τους. Μας το θυμίζουν σχετικές παροιμίες:
Ο διάολος σαν μουφλουζέψει τα παλιά δεφτέρια πιάνει.
Όταν δηλαδή κάποιος πτωχεύσει, θυμάται τα παλαιά χρωστούμενα και τα διεκδικεί. Μουφλουζεύω σημαίνει κάνω στάση πληρωμών, χρεοκοπώ. Μουφλούζης είναι αυτός που έχει πτωχεύσει, ο χρεοκοπημένος αλλά και ο αναξιόχρεος. Υπάρχουν μάλιστα και σχετικά επώνυμα που κληροδοτούν (αντί άλλης κληρονομιάς) χρεοκοπημένοι πρόγονοι: Μουφλούζης, Μουφλουζέλης κ.α.

Ανάλογη της πιο πάνω παροιμίας βρίσκουμε και στην Κρήτη, που θέλει τον έμπορο Εβραίο:
Ο Εβραίος σαν φτωχάνει
τα παλιά δεφτέρια πιάνει,
μήπως και μπορέσει ο άνθρωπος να διασωθεί, αν του καταβληθούν κάποια από τα βερεσέδια. Υπάρχει και σχετική μαντινάδα που εμπνέεται από την παροιμία:
Πολλές φορές ο άνθρωπος σαν τύχει και φτωχάνει
για να παλαίψει τη ζωή παλιά δεφτέρια πχιάνει. (Καν. Γερωνυμάκης, 2002)4 .

«Πονεμένες ιστορίες». Βερεσές και διενέξεις
Πολλοί καταστηματάρχες απέφευγαν ή αρνούνταν σθεναρά να δώσουν βερεσέ. Οι πελάτες προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τους μεταπείσουν, κάποτε και με το ζόρι, ήταν δε συχνές οι σχετικές αφορμές καυγά. Γράφει στο κείμενο του «Το θυμητικό» ο Σταύρος Ιντζεγιάννης5 για διάφορες αφορμές των καυγάδων γενικώς:
«Το πιο πολύ ωστόσο ήταν τα βερεσέδια. Σωστός βραχνάς. Το τεφτέρι πήγαινε κι ερχότανε. «Γράφτα Κώστα μ’ και με την άλλη τα πληρώνω».

{ }Δεν υπήρχε μπακάλικο, μανάβικο, χασάπικο ή φούρνος, ακόμα και ψιλικατζίδικο, που να μην πήγαινε η μικρή του σπιτιού με το τεφτέρι στα χέρια της. Ο ίδιος στο αφηγηματικό του κείμενο καταγράφει και την ιδιόρρυθμη εντιμότητα και των δύο πλευρών:
« – Κλέβεις, βρε, είπα κάποτε.
– Δε βαριέσαι, λες και πρόκειται να τα πάρω ποτέ.
Χρωστάνε 20, σου δίνουν έναντι 15 και ξαναπαίρνουν 30, σου δίνουν τις 20 και αυξάνεται και όλο μέσα σ’ έχουν. Τουλάχιστον γράφοντας πού και πού περισσότερο έχω το κεφάλαιο σωστό.
Το ίδιο έλεγε και η άλλη πλευρά. Ξέρω που πανωγράφει, αλλά άστον, λες και θα τα πάρει ποτέ».

Ο Ιντζεγιάννης αφηγείται μια αμίμητη ιστορία. Κάποιος παίρνει από τον φούρνο το ταψί με φασόλια γίγαντες που είχε πάει η γυναίκα του «και κατά τη συνήθεια του «Γραψ’ τα μπαρμπα-Κώτσου. Μι τ’ν άλλη πληρώνω». Αγανάκτησε ο κουμπάρος μου ο Πίσπερης.
– Άκου Γώγο. Βαρέθ’κα πια. Δεν ξαναγράφω.
– Μπα τι μ’ λες. Και θα τα θ’ μάσαι απέξω. Μπράβο θυμητ’κό πο’ χεις.
Ωραίος τύπος { }, πέρασε λέγανε μια ζωή στο βερεσέ».

Αν όμως εδώ η «τιμωρία» εξαντλείται σε μια αποτελεσματική ειρωνεία, σε άλλες ιστορίες τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα. Στην κρητική ιστορία «Ανακατώματα» του Πριναράκη6 «ο πλια φτωχός νοικοκύρης του χωριού μπαίνει στο μπακάλικο να πουσουνίσει (= να ψωνίσει) και κρατεί στη χέρα ν-του ένα σακί». Ζητά πέντε οκάδες «φασούλες» και να του τις βάζουν στο σακί που είχε μαζί του. Ζητά και πέντε οκάδες ρύζι, πάλι στο σακί και πέντε οκάδες ρεβίθια και πέντε οκάδες ζάχαρη, όλα χύμα στο σακί.
«Σηκώνει ο άλλος το σακί στη ράχη ν-του και πάει να φύγει, οπότε του φωνάζει ο μπακάλης:
– Που πας μωρέ;
– Είντα θα πει πού πάω, στο σπίτι μου πάω.
– Έλα μωρ’ επαέ, δε θα πλερώσεις;
– Γράψε τα, τ’ απαντά.
– Δε γράφω βερεσέδια, μον’ άσε τις μπουνταλές… Πλέρωνε.
– Άμα δε ν-τα γράψεις, δε ν-τα θέλω και φεύγω κι όλας…
Οπότε, είντα να κάμει ο κακομοίρης ο μπακάλης, εβγάλενε το μπακαλοτέφτερο κι αρχίξενε να γράφει».

Επίλογος 2016
Ήμουν βέβαιος ότι η ιστορία του βερεσέ με την πιο πάνω μορφή είχε τελειώσει οριστικά. Υπήρχε άλλωστε η σύγχρονη εκδοχή του βερεσέ με τις πιστωτικές κάρτες. Όμως η οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων ακύρωσε και αυτή τη βεβαιότητα –όπως και πολλές άλλες.

Μου έλεγε κουρέας πως αρκετοί ηλικιωμένοι, παλαιοί του πελάτες, του ζητούν να περιποιηθεί το κεφάλι τους και να τον πληρώσουν μετά δέκα δεκαπέντε μέρες, όταν θα πληρωθούν τη σύνταξή τους. Δικηγόροι μου λένε ότι πληρώνουν οι ίδιοι τα παράβολα ώστε να προχωρήσουν οι δίκες των πελατών τους και να πληρώσουν αργότερα το ποσό μαζί με τη δικηγορική αμοιβή -αν …

Ακούω ότι σε μικρά μπακάλικα –όσα έχουν απομείνει στις ακραίες γειτονιές– εμφανίστηκαν και τα δεφτέρια.
Σε μικρό παντοπωλείο στα Άνω Ιλίσια είδα πριν λίγες μέρες πινακίδα, που όπως έμαθα προϋπήρχε, η οποία έγραφε: ΕΠΕΙΔΗ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΧΕΙ ΞΕΦΥΓΕΙ, ΠΑΝΤΟΣ ΕΙΔΟΥΣ ΒΕΡΕΣΕ ΤΕΛΟΣ. Ασφαλώς θα είναι λιγοστές περιπτώσεις: το φαινόμενο όμως δεν είναι ποσοτικός δείκτης, είναι ουσιαστικά ένας ακόμα ποιοτικός δείκτης των νέων οικονομικών συνθηκών.

Βιβλιογραφία
1. Δημητράκος Δ.: Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης. Εκδοτικός Οργανισμός Ελληνική Παιδεία. Αθήνα 1964.
2. Ζώης Λ. Χ.: Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου. Τομ. Β’ Λαογραφικόν Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήναι 1962.
3. Δημητριάδης Μ.: Λεξικόν Ελληνο-Τουρκικόν και Τουρκο-Ελληνικόν. [Θεσσαλονίκη] 1962.
4. Γερωνυμάκης Κ.: Κρητική Λαϊκή Ποίηση, Λαογραφικές Εκδόσεις Κρήτης, Χανιά 2002.
5. Ιντζεγιάννης Στ.: Το θυμητ’κό Περιοδικό «Σκουφάς», Τομ. ΙΔ’, τεύχ, 101 σελ. 122-126. Άρτα 2009.
6.Πριναράκης Μ. Ε.: Κρητικά Ανέκδοτα. Πριναρότσιτες. 3η έκδ. συμπληρωμένη. Εκδ. Κρητικά Γράμματα/ Σμυρνιωτάκης. Αθήνα, αχρονολόγητο, σελ. 56-157
Του Γεράσιμου Α. Ρηγάτου
από τις “Συλλογές”

(831)