H δημοτική γλώσσα είναι η φυσική εξέλιξη της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας και ως όρος χρησιμοποιείται από το 1818. Ήταν η γλώσσα του λαού, η γλώσσα των καθημερινών συναλλαγών και της αγοράς. Η γλώσσα των διανοούμενων ήταν η καθαρεύουσα. Μια διαρκής εργασία λογίων που προσπαθούσαν να κρατήσουν ζωντανούς δεσμούς με την αρχαία γλώσσα.

Με την δημιουργία του νέου Ελληνικού κράτους το πρόβλημα της πολυγλωσσίας των Ελλήνων ήταν αιτία δημιουργίας πολλών καθημερινών αστείων καταστάσεων. Ο Δημήτρης Βυζάντιος πολύ επιτυχημένα έχει μεταφέρει αυτό το φαινόμενο στο θέατρο με το εξαιρετικό έργο του «Βαβυλωνία».

Τα «ευαγγελιακά» σε μία λιθογραφία της εποχής, έτσι όπως δημοσιεύεται στην εγκυκλοπαίδεια «Μαλλιάρης-παιδεία» και δείχνει την σύγκρουση των φοιτητών με την έφιππη αστυνομία, στο χώρο του Πανεπιστημίου Αθηνών, τον Νοέμβριο του 1901.
Σύγκρουση των φοιτητών με την έφιππη αστυνομία, στο χώρο του Πανεπιστημίου Αθηνών, για το γλωσσικό ζήτημα.

Από το 1910 μια ομάδα λογοτεχνών, εκπαιδευτικών και πολιτικών κάτω από τη σκέπη του σωματείου «Εκπαιδευτικός Όμιλος» άρχισε την προσπάθεια αναμόρφωσης της ελληνικής παιδείας και χρήσης της δημοτικής γλώσσας την εκπαίδευση.
Οι «εξτρεμιστές» αυτής της προσπάθειας ήταν οι ακραίοι δημοτικιστές τους οποίους το κατεστημένο της καθαρεύουσας ονόμαζε «Μαλλιαρούς».
Ο «Μαλλιαρισμός» ως όρος σταδιακά εξαφανίστηκε καθώς η δημοτική κέρδιζε έδαφος στο γραπτό και στον ομιλούμενο λόγο.
Δείγματα ακραίας δημοτικής έχουν μείνει ως τις μέρες μας και προκαλούν πολλές φορές «ευθυμία» ακόμη και τώρα που η δημοτική έχει εδραιωθεί και εξελιχθεί περισσότερο μετά από τόσα χρόνια χρήσης της.
Από την γλώσσα των μαλλιαρών, λοιπόν το ακόλουθο κείμενο:
«ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΟ
Έχω πιστεύο κανακάρη Θεό, μπάρμπα με τα ούλα του,
μάστορα στα ψηλά και δω χάμου, στα φανερά και στα απόκρυφα.
Έχω πιστεύο και κανακάρη Γισού Χριστό, Γυιό του Θεού,
που τον σκάρωσε ο Θιός μπρός σ’ ούλους τους αιώνες,
ντόμπρο Θιό, που σκαρώθηκε και δε φκιάχτηκε,
παρόμοια ράτσα του αφέντη του που τα έφκιασε ούλα.
Που για μας κατέβηκε από τα ψηλά και εκρεατώθηκε
και σκαρώθηκε από τη Μαρία την Απάντρεφτη σαν και μας.
Που για χατήρι μας και θέλοντας να μας γλυτώσει
σταυρώθηκε από τον Πόντιο Πιλάτο και έπαθε χάλια
και θάφτηκε και στο τριήμερο ξανάζησε σύμφωνα με τα Κιτάπια.
Και ανέβηκε ψηλά και βολεύτηκε στα δεξιά του Μπάρμπα
και που θα μας έρθει ντακάπο και με τρανή παράτα
για να μας διαφεντέψει ζωντανούς και πεθαμένους
και θα μείνει πια Ρήγας αράδα στους αιώνες.
Και στο Άγιο Πνέμα το Αφεντικό,
που ζωντανεύει και βγαίνει από τον Μπάρμπα και αντάμα με τον Μπάρμπα
και προσκυνιέται και καμαρώνεται, και μίλησε με τις πλάτες των Προφητάδων.
Χουγιάζω ένα Βάφτισμα για γλύτωμα στα στραβοπατήματα.
Καρτεράω ν’ αναστηθούν οι πεθαμένοι
και ναχω ζήση τ’ αποταχιά και τράβα πέρα κι αράδα πέρα. Ναίσκε.»

Το δε «τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνομεν» μεταφράστηκε από τους μαλλιαρούς ως «Σκύφτε στον Αφέντη τις κούτρες σας» και το «Κύριε ελέησον» ως «Αφέντη λυτρωσιάρη, λύτρωσέ μας»

ΘκΤ

(365)