Tα παιχνίδια ήταν και είναι απαραίτητα για τα παιδιά, διότι με αυτά καλλιεργούν την αντίληψή τους και γυμνάζουν το σώμα τους, ώστε να είναι ανθεκτικό και ευλύγιστο, να μπορούν να ισορροπούν, να εκτιμούν σωστά διάφορες αποστάσεις και κινήσεις και να αντέχουν σε διάφορα αθλήματα.

Θυμάμαι μερικά παιχνίδια και τα αναφέρω πιο κάτω για να τα μάθουν τα σημερινά παιδιά και να τα θυμηθούν οι μεγαλύτεροι. Πριν από μερικές ημέρες είδα στην εφημερίδα την κυρία Ομπάμα, σύζυγο του αμερικανού Προέδρου να παίζει σε κάποια χώρα ξυπόλυτη τον κουτσονήλιο επί σχεδίου, που ήταν παρόμοιο με εκείνο που φτιάχναμε εδώ. Εξ αυτών συμπέρανα ότι ο κουτσονήλιος παίζεται και σε άλλες χώρες.

Ο ΚΟΥΤΣΟΝΗΛΙΟΣ: Δεν γνωρίζω ποιος και πότε πρωτοσκέφτηκε τον κουτσονήλιο. Το όνομα είναι φανερό ότι προέρχεται από την αιτιατική πτώση των δύο λέξεων που αποτέλεσαν το σύνθετο όνομα. Παίζουνε τον κουτσόν ήλιον. Φαίνεται δε, ότι το αρχικό σχήμα που έφτιαχναν στο έδαφος ήταν κύκλος, όπως το σχήμα του ήλιου. Στις ημέρες μας το σχήμα που χαράσσετο ήταν ένα μεγάλο ορθογώνιο παραλληλόγραμμο του οποίου οι δύο μικρές πλευρές αποτελούσαν διαμέτρους ημικυκλίων. Είχαμε λοιπόν δύο ημικύκλια. Η επιφάνεια των ορθογωνίων παραλληλογράμμων χωριζόταν με ευθείες γραμμές σε έξι ή οχτώ τομείς, με μια μεγάλη γραμμή στην μέση ίση με το μήκος των μεγάλων πλευρών του παραλληλογράμμου και δύο ή τρεις γραμμές παράλληλες προς τις μικρές πλευρές του. Χρειαζόταν μετά μια μικρή πλακούλα πέτρινη ή κάποιο κομμάτι κεραμιδιού. Ο κανόνας ήταν να σηκώσει από το έδαφος ο παίχτης το αριστερό του πόδι και να προχωρεί με αναπηδήσεις, στηριζόμενος στο δεξιό, με το οποίο έπρεπε να κλωτσάει την πλακούλα για να κινείται από τον ένα τομέα στον άλλο, χωρίς να σταματήσει η πλακούλα επάνω σε διαχωριστική γραμμή. Ξεκινώντας από το ένα ημικύκλιο έπρεπε κουτσαίνοντας να κάνει το γύρω όλων των τομέων και να επανέλθει. Όποιος ακούμπαγε το αριστερό του πόδι στο έδαφος ή έστελνε την πλακούλα επάνω σε διαχωριστική γραμμή έχανε.

Ο ΤΟΚΑΣ: Δεν γνωρίζω από πού προέρχεται το όνομα Τόκας. Ποιο είναι το έτυμον της λέξεως. Ο τόκας είναι μια στρογγυλή πέτρα περίπου σαν τον στούμπο. Υπάρχει και ως ρήμα, Τόκα το, κόλλα το, όταν τείνουμε το δεξί μας χέρι για χειραψία. Σε όλα τα χωριά μας, το παιδικό αυτό παιχνίδι ελέγετο τόκας. Αλλού όμως το λένε αμάδες. Δεν ήξερα τι είναι οι αμάδες, όπως δεν ήξερα ότι το γαρδέλι το λένε καρδερίνα και το μύρισμα άνηθο. Και τη μάπα λάχανο. Τα παιδιά στένανε τον τόκα, την περίπου σφαιρική πέτρα, σε μια βάση από κεραμίδι ή άλλη πλάκα. Μετά καθορίζανε τη γραμμή αποστάσεως από την οποία θα έρριχναν τον τόκα. Ο καθένας έπαιρνε μια πλακουτσή λεία πέτρα και την πετούσε από την καθορισμένη απόσταση με σκοπό να ρίξει τον τόκα από τη βάση του ή να φτάσει η πλακούλα του όσο πιο κοντά γινόταν στον τόκα. Χαμένος ήταν εκείνος του οποίου η πλακούλα θα σταμάταγε στη μεγαλύτερη απόσταση από τον τόκα.

Η ΓΟΥΡΟΥΝΙΤΣΑ: Παιζόταν από πολλά παιδιά και το κάθε παιδί κράταγε από μια ξύλινη ράβδο. Ένα παιδί έκανε τη μάνα και καθήκον είχε να φυλάει μια γουβίτσα, όπου θα έπεφτε γουρουνίτσα. Η γουρουνίτσα ήταν μια μικρή μπάλα ή κουτί κονσέρβας ή άλλο κατάλληλο αντικείμενο. Τα παιδιά έπαιρναν θέσεις σε ίσες αποστάσεις γύρω από τη λακκούβα. Το παιδί που έκανε τη μάνα πέταγε τη γουρουνίτσα και τα άλλα προσπαθούσαν μόνο με τη ράβδο του το καθένα να χτυπήσει τη γουρουνίτσα έτσι, ώστε να πάει να πέσει στη λακκούβα. Εάν κάποιος παίκτης δεν πρόσεχε και η γουρουνίτσα τον ακουμπούσε σε οποιοδήποτε σημείο έχανε. Προσπαθούσαν όλοι ταυτόχρονα αλλά μόνο με τη ράβδο τους να ελέγξουν και να σπρώξουν τη γουρουνίτσα. Νικητής ήταν αυτός που θα την έρριχνε στη μικρή γούβα.

ΤΣΙΟΜΑΚΑ-ΤΣΙΛΙΚΙ. Μερικοί τη λέξη τσιλίκι την έλεγαν ξυλίκι. Το τσιλίκι ήταν σαν παλούκι μήκους περίπου 30 εκατοστών. Η τσιομάκα ράβδος περίπου 70 εκατοστών. Τα παιδιά άνοιγαν μια μικρή γούβα. Στο άνοιγμα της γούβας τοποθετούσαν μια πέτρα ως υπομόχλιο. Η μία άκρη του τσιλικιού ακουμπούσε στο βάθος της γουβίτσας, ενώ η μέση του στο υπομόχλιο. Με την τσιομάκα ο παίκτης χτυπούσε την άνω άκρη του τσιλικιού το οποίο αναπηδούσε. Κατά τη στιγμή που ήταν μεταίωρο πάνω από το έδαφος το πλευροκοπούσε με σκοπό να το εξαποστείλει σε πολύ μεγάλη απόσταση ή σε μεγάλο ύψος, ώστε κατά την πτώση του να το ξαναχτυπήσει και με αλλεπάλληλα τέτοια χτυπήματα να το πάει όσο μπορούσε πιο μακρυά. Νικητής ήταν εκείνος που θα έστελνε με ένα δυνατό ή με περισσότερα χτυπήματά του στον αέρα το τσιλίκι στη μακρύτερη απόσταση.

Ο ΒΕΖΥΡΗΣ: Ο βεζύρης είναι το γνωστό κόκκαλο από το γόνατο του γουρουνιού ή του αρνιού. Μερικοί το λένε κότσι. Στις δύο πλευρές του οστού αυτού βρίσκονται στη μία ο βασιλιάς (ο σουλτάνος δηλαδή) και στην άλλη ο βεζύρης. Ο βεζύρης έχει σχήμα περίπου τελικού σίγμα, που είναι ελαφρώς κοίλο. Η επιφάνεια του βασιλιά είναι κατά τι πλατύτερη και πιο στρωτή. Ψωμάς λέγεται η μεγάλη κυρτή επιφάνεια του κόκκαλου. Η κάτω απ’ αυτήν κοίλη επιφάνεια λέγεται κλέφτης (ο αγωνιστής). Κάποιοι ανέφεραν ονομασίες και για τις τυχόν περιπτώσεις που το κότσι θα στεκόνταν όρθιο. Δεν θυμούμαι τώρα πώς έλεγαν το επάνω μέρος και πώς τα κάτω. Τον βεζύρη τον έριχναν τα παιδιά σαν το ζάρι παίζοντας τις πενταροδεκάρες κατά τις γιορτές. Δεν υπήρχε βέβαια περίπτωση να χάνουν πολλούς παράδες, διότι δεν είχαν. Οι ονομασίες των εδρών του κόκκαλου φανερώνουν ότι ο βεζύρης παιζόταν και επί τουρκοκρατίας. Σημειωτέον εδώ ότι τα παιδιά όταν στις γιορτές έλεγαν τα κάλαντα τους έδιναν ένα σύκο, δύο καρύδια, ένα αυγό, πέντε αμύγδαλα, λίγες σταφίδες, ένα μελομακάρονο ή δίπλα και σπανίως δεκαρούλες από τα πολύ γνωστά και φιλικά σπίτια.

ΤΟ ΜΠΙΖ: Κατόπιν κληρώσεως ένα παιδί στεκόταν στη μέση βλέποντας σε ένα σταθερό σημείο. Μετά έφερνε τη δεξιά του παλάμη στο ύψος του δεξιού του ματιού, ούτως ώστε να μη βλέπει προς τα δεξιά. Εν συνεχεία έφερνε την αριστερή παλάμη του κάτω από τη δεξιά του μασχάλη και την ανύψωνε, εκθέτοντας την κάτω επιφάνεια της σε ραπίσματα των άλλων παιδιών. Ένα από τα λοιπά παιδιά με τη δεξιά του παλάμη ράπιζε την εκτεθειμένη παλάμη του παιδιού που δεν έβλεπε πίσω του. Αμέσως όλα τα παιδιά που στέκονταν από πίσω σήκωναν τον δείκτη του δεξιού τους χεριού και έλεγαν μπίιιζ, ενώ ο δεχθείς το ράπισμα στην παλάμη του προσπαθούσε να αναγνωρίσει και να προσδιορίσει τον αίτιο. Εάν τον αντιλαμβανόταν τότε ο αίτιος έπαιρνε τη θέση του και δεχόταν αυτός τα ραπίσματα στην παλάμη του.

Η ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ: Ένα παιδί έκλεινε τα μάτια μου με κάποιο πανί. Όπως ο στραβός άνθρωπος απλώνει τα χέρια του και προσπαθεί δια ψαύσεως να καταλάβει τα διάφορα πράγματα έτσι και η τυφλόμυγα εκινείτο προς διάφορες κατευθύνσεις τριγύρω της και ψηλάφιζε όποιο παιδί έπιανε προσπαθώντας να το αναγνωρίσει από τα χαρακτηριστικά του, τη φωνή ή το γέλιο του. Εάν τελικά αναγνώριζε κάποιον αυτός έχανε και έπαιρνε τη θέση της τυφλόμυγας…

ΤΑ ΠΕΝΤΟΒΟΛΑ: Για το παιχνίδι αυτό χρειαζόντουσαν πέντε πετραδάκια σαν βόλοι. Ο παίχτης διάλεγε από το έδαφος ένα από τα πέντε για μάνα και το πέταγε σε κάποιο ύψος προσπαθώντας πριν αυτό πέσει κάτω κάθε φορά να πιάσει ένα ένα τα λοιπά πετραδάκια και μετά δυο δυο και ύστερα όλα μαζί. Πριν αρχίσει να πέφτει η μάνα με το δεξί χέρι ο παίχτης έσπρωχνε τα βότσαλα να περάσουν σε μια καμάρα που έφτιαχνε με τον αντίχειρα του αριστερού χεριού του και με τον δείκτη και τον μέσον δάκτυλον της παλάμης του.

Γιάννης Μπεκιάρης
(από το “Αργειακόν Βήμα”)

(891)