Ο κάθε επισκέπτης της μεσαιωνικής Ανδρίτσαινας εντυπωσιάζεται από τα ψηλά πέτρινα σπίτια της, τόσο στην αγορά, όσο και στις γύρω συνοικίες που αποτελούν πραγματικό κόσμημα της πόλης. Σ’ αυτά οφείλει και την ονομασία της: «Πέτρινη Πολιτεία».

Την παλαιά εποχή τα διώροφα κτίρια με τα περίτεχνα μπαλκονάκια, αραδιασμένα στη σειρά και χωρισμένα μεταξύ τους με μεσοτοιχίες, έδιναν ξεχωριστό παραδοσιακό τόνο στην τότε πολυσύχναστη αγορά της Ανδρίτσαινας. Στο ισόγειο λειτουργούσαν πάσης φύσεως μαγαζιά κι εργαστήρια, όπως παντοπωλεία, κουρεία, βιβλιοπωλεία, τυπογραφεία, ξυλουργεία, υφασματοπωλεία, ραφτάδικα, καφενεία, εστιατόρια κ.λ.π.

Ο επάνω όροφος των κτιρίων της αγοράς είχε διαμορφωθεί σε κατοικία όπου αναπαύονταν οι μαγαζάτορες τα μεσημέρια ή αποθήκη και γραφείο. Σε ορισμένα κτίρια λειτουργούσαν και ξενοδοχεία, δικηγορικά γραφεία και ιατρεία.

Οι καταστηματάρχες είχαν τοποθετήσει πολύχρωμες καλλιτεχνικές ταμπέλες στα μαγαζιά τους που έκαναν εντυπωσιακή την αγορά όπως: «Κουρείο Ξένης Μάρκου»», «Καφενείον η Νιρβάνα», «Εφημερίδα Νέος Ορίζων», «Ξενοδοχείον ύπνου Αι Βάσσαι», «Φανοποιείον», «Παντοπωλείον Π. Σταθόπουλου» κ.λ.π.

Τα μαγαζιά της Ανδρίτσαινας είχαν και υπόγειο που χρησίμευε σαν αποθήκη ή εργαστήριο. Μάλιστα ορισμένα παντοπωλεία, όπως του αείμνηστου Ξουραφά, είχαν και καταπακτή στο ξύλινο πάτωμα για ν’ ανεβάζουν με καλάθι τα προϊόντα από το υπόγειο, όπου διατηρούνταν πάντοτε σε άριστη κατάσταση λόγω της καλής μόνωσης που εξασφάλιζαν οι πέτρινοι τοίχοι. Σ’ ένα βαθύ υπόγειο -2,5 μέτρα κάτω από το οδόστρωμα του κεντρικού δρόμου της Ανδρίτσαινας- είναι εγκαταστημένο και το παλιό πιεστήριο Gutemberg της ιστορικής εφημερίδας «Νέος Ορίζων». Το κτίριο της εφημερίδας έχει κριθεί διατηρητέο λόγω της ξεχωριστής αρχιτεκτονικής του και της συμβολής του στην ενημέρωσή του τόπου.

Ιδιαίτερα όμορφο ήταν και το πέτρινο σπίτι με το μεγάλο ξύλινο χαγιάτι ακριβώς πάνω από την περιώνυμη «Τρανή Βρύση» της Ανδρίτσαινας που τώρα δεν υπάρχει. Κάτω από το χαγιάτι του και τις καταπράσινες φυλλωσιές τού παρακείμενου αιωνόβιου πλάτανου συγκεντρώνονταν οι κοπέλες της Ανδρίτσαινας για να γεμίσουν τις στάμνες τους με κρυστάλλινο νερό.

Λίγο πιο πάνω φαντάζει επιβλητικό το πανύψηλο (τριώροφο) πέτρινο σπίτι των Κανελλοπουλαίων, όπου σήμερα στεγάζεται το Λαογραφικό Μουσείο. Στο θολωτό ισόγειό του που χρησίμευε ως αποθήκη και κελάρι, λειτουργούσε την παλιά εποχή φημισμένη ταβέρνα και καπηλειό.

Το γραφικό στενό δίπλα από την «Τρανή Βρύση», ανάμεσα στα πανέμορφα πέτρινα κτίρια με τα ξύλινα χαγιάτια και τους τσατουμάδες, όπου την εποχή της αίγλης της Ανδρίτσαινας λειτουργούσαν το Δικηγορικό Γραφείο του φημισμένου για το ήθος, την εντιμότητα και την επαγγελματική ικανότητά του, Δικηγόρου Μίμη Πρίγγουρη και ονομαστό ραφτάδικο ακριβώς απέναντι, οδηγεί στο επιβλητικό πέτρινο αρχοντικό του Φιλικού Παναγιώτη Δημητρακόπουλου που μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Πρωτοφιλικό Ανδριτσάνο Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο.

Στον Παναγιώτη Δημητρακόπουλο ανατέθηκε από την Αρχή της Φ. Εταιρείας η δύσκολη αποστολή της τιμωρίας του προδότη Ιθακήσιου Νικόλαου Γαλάτη. Μετά την απελευθέρωση χρημάτισε και μέλος της Διοικητικής Επιτροπής (προσωρινής Κυβέρνησης) της Ελλάδος με Πρόεδρο τον Ανδρέα Ζαΐμη. Αυτό το ιστορικό σπίτι του Φιλικού Παναγιώτη Δημητρακόπουλου με την ωραιότατη μεγάλη ξύλινη τζαμαρία ανήκει σήμερα στους κληρονόμους του αξέχαστου εκδότη του «Νέου Ορίζοντος» και μαχητή της Δημοσιογραφίας Νικολάου Κωστόγιαννη.

Απέναντι από την ιστορική εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας όπου έγινε η σύναξη των οπλαρχηγών και αγωνιστών πριν την πρώτη μάχη του 1821 κατά των Τούρκων στα Στενά του Αγιο-Θανάση Δραγουμάνου, και κολλητό στον πέτρινο τοίχο του παμπάλαιου Γυμνασίου της Ανδρίτσαινας, βρισκόταν το σπίτι του Πρωτοφιλικού Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου (1790-1854). Σήμερα έχει γκρεμιστεί και ένα μπαούλο με τα αρχικά Π.Α. που τώρα βρίσκεται στο Λαογραφικό Μουσείο είναι η μόνη υλική κληρονομιά που απέμεινε να θυμίζει τον μεγάλο αγωνιστή. Όμως ο ανδριάντας του με το αιώνιο σταθερό και διαπεραστικό βλέμμα συνεχίζει να ατενίζει το μακρινό ορίζοντα της λευτεριάς, πέρα από τ’ Αρκαδικά βουνά, επίτευγμα της δικής του πάλης.

Στα παραδοσιακά σπίτια της Ανδρίτσαινας που εντυπωσιάζουν τους περιηγητές είναι φανερά τα χνάρια της ιστορίας, των βαρβάρων κατακτητών και των μακροχρόνιων εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων.

Τέτοιο είναι και το εντυπωσιακό σπίτι των Πετροπουλαίων (Άγγελου, Δημήτρη και Κώστα), δίπλα από την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας με τη νεοκλασική αρχιτεκτονική του και την πλακοστρωμένη αυλή με το πέτρινο μεγάλο πηγάδι. Τα σκληρά χρόνια της κατοχής επιτάχθηκε βίαια από τους Ιταλούς κατακτητές και είχε εγκατασταθεί σ’ αυτό Καραμπινιερία.

Ξεχωριστής ομορφιάς ήταν και το αρχοντικό του Ιατρού Νεονέλλη Φραγκαντώνη που είχε κτισθεί το 1870 με πελεκητές πέτρες από την «Καμενίτσα». Το εσωτερικό του είχε διακοσμηθεί από τον Ιταλό καλλιτέχνη Βενεβέτη, ο οποίος είχε φιλοτεχνήσει και τους τρούλους των Ιερών Ναών Αγίου Νικολάου και Αγίου Θεράποντος. Ο ίδιος είχε διακοσμήσει και πολλά άλλα αρχοντικά της Ανδρίτσαινας. Μαθητής του Βενεβέτη υπήρξε ο αείμνηστος πατέρας του συμπατριώτη μας Πέτρου Γουρνά που βρίσκεται στην Αυστραλία.

Το αρχοντικό περιέβαλε μανδρότοιχος ψηλός, στην κορυφή του οποίου είχαν φυτευθεί πολύχρωμα άνθη. Σε κάθε πέτρινη βεράντα του αρχοντικού υπήρχαν ανθώνες και πολλά κλουβιά με σπάνια ωδικά πουλιά, όπως καναρίνια, καρδερίνες, κότσυφες, παπαγάλοι, φλώροι κ.α. που το μελωδικό κελάηδημά τους ακουγόταν σ’ όλη τη συνοικία. Σύμφωνα με τους παλιούς σαν έβγαινε ο ήλιος και σκορπούσε χρυσές αχτίδες στα πάμπολλα άνθη του αρχοντικού, στα μπαλκόνια και στα παράθυρα με τις κεντητές κουρτίνες, το θέαμα ήταν άκρως ονειρικό.

Μα και σε κάθε γωνιά της Ανδρίτσαινας από την πλατεία Αγίου Νικολάου μέχρι τον Άγιο Θεράποντα και τον Αγιάννη κι ακόμα ως το Πανωχώρι και τα Σανηλέικα υπάρχουν παραδοσιακά σπίτια που αφήνουν άφωνους τους επισκέπτες με την ομορφιά τους. Οι τουρίστες δεν χορταίνουν να φωτογραφίζουν τα παλιά αρχοντικά της «Πέτρινης Πολιτείας», ιδιαίτερα εκείνα που οι σημερινοί ιδιοκτήτες τους τα συντηρούν και τα ανακαινίζουν σεβόμενοι την παράδοση, διατηρώντας έτσι τη λάμψη της παλιάς ρομαντικής και ειδυλλιακής εποχής.
Π.Ν.Κ. (από την εφημ. “Νέος Ορίζων”)

(381)