Η παρέα παίζει στο καφενείο κουν-καν…· η διπλανή παρέα πόκα… Και οι δυο συντροφιές παίζουν, όχι αγνά, αλλά “με συμφέρον”… Κοινή επιδίωξη το χρήμα… Να παίξω και να κερδίσω χρήμα… Δεν γράφουμε για τις βάρβαρες 10ετίες του ’70, ’80 κι ’90 που επάνω σ’ ένα τραπέζι ή επάνω σ’ ένα κρεβάτι ή επάνω σ’ ένα κιβώτιο μπύρας ή και στο χώμα… «σφάζονταν παλικάρια»…· όχι, δεν μιλάμε γι’ αυτά τα χρόνια που ‘παιζαν ανεγκέφαλοι -κυρίως «αγράμματοι»- εκατομμύρια επί εκατομμυρίων… στο μπαρμπούτι και στην πάστρα… πότε μέσα σε καταγώγια και πότε σε πύργους της Μηλιάς, σε διαμερίσματα κι ακόμη σε τροχοφόρα ψυγεία… για να μην τους πιάνει η Αστυνομία… Όχι· δεν μιλάμε γι’ αυτές τις «βάρβαρες εποχές της μπουρζουαζίας» αλλά για τις «νορμάλ»… δηλ. του κουν-καν και της πόκας… που, όμως, είχαν κι έχουν αντικείμενο, το συμφέρον -το χρήμα! Όχι, λοιπόν, γι’ αυτές… αλλά

Για τις, αμέσως μεταπολεμικές 10ετίες… του ’50 κι ’60… τότε, που, στα καφενεία της Τρίπολης παιζότανε η ξερή κι η κολτσίνα, η αβησσυνία, η πρέφα, το τάβλι…. Ήταν κι εδώ, συμφέρον, το αντικείμενο κέρδους… όμως, όχι το χρήμα αλλά κάποια κομμάτια μπακλαβάδες ή κι ολόκληρο το ταψί! Ίσως ν’ απορήσουνε κάποιοι…· μα, παίζανε για μπακλαβάδες; βεβαίως· διότι έπασχε ο κοσμάκης από γλύκα…! Εδώ, δεν υπήρχε ζάχαρη στο σπίτι και ρίχναμε αλάτι στο γάλα! Μεγάλη υπόθεση, λοιπόν, να πας στο σπίτι σου, στη γυναίκα σου και στα παιδιά σου 10 ή 20 μπακλαβάδες ή ένα ολόκληρο ταψί… όταν, σπάνια μία νοικοκυρά έφτιαχνε ταψί μπακλαβά στο χρόνο… λόγω έλλειψης οικονομικών…! Γίνονταν μάχες στα μαρμαρένια τραπέζια… κι όχι καθημερινές… που εργαζόταν ο κόσμος -δεν έκλειναν τα μαγαζιά, όπως σήμερα, το απόγευμα του 3ημέρου Δευτέρας-Τετάρτης-Σαββάτου…- αλλά τις Κυριακές, από τις 11 το πρωί μέχρι τις 11 το βράδυ! Οι μάχες, δεν δίνονταν από τους “εκλεκτούς”… δικηγόρους, μηχανικούς, γιατρούς…· οι μάχες του ταβλιού και της αγνής χαρτοπαιξίας διεξάγονταν από τους βιοπαλαιστές… κυρίως τους επαγγελματίες… τους μικρομαγαζάτορες… τους ράφτες και τους τσαγκάρηδες, τους υδραυλικούς και τους υφασματέμπορους, τους μαραγκούς και τους ελαιοχρωματιστές, τους ψιλικατζήδες και τους κουρείς…

Όπως είπαμε έπαιζαν τάβλι, κολτσίνα, ξερή, πρέφα… Συμφωνούσαν, εκ προοιμίου, για τον αριθμό των μπακλαβάδων… και κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, διπλασιάζονταν κ.λ.π. από τον ηττημένο για να ρεφάρει… οπότε φεύγοντας ο νικητής έπαιρνε 10, 20 μπακλαβάδες μέσα σε κερόχαρτο ή όπως είπαμε ένα ταψί… το οποίο ταψί έφτιαχνε το καφενείο…!

Σε όλα τα καφενεία; όχι, βέβαια… Αναμφίβολα, ήταν καφενεία Β’ και Γ’ κατηγορίας… όπως στου Γιώργη και της Αρετής Παρασκευόπουλου, στα Κλωνατζίδικα (οδός Χρυσοστόμου Σμύρνης), στου Καραφωτιά (γωνία Ταξιαρχών και Β. Δεκάζου), στου Καραμήτζου (οδός Βασ. Όλγας), σε κάποια καφενεία της Ψαραγοράς, στου Καραβία και στου Λυμπερόπουλου της Κεντρικής πλ…. Εάν δεν είχε μπακλαβάδες το καφενείο, τότε, οι μπακλαβάδες μεταφράζονταν σε μεγάλα λουκούμια!

Πλησιάζοντας τα Χριστούγεννα, σταματούσε το «βαρύ πυροβολικό» της χαρτοπαιξίας και του μπαρμπουτιού… οι οποίοι έπαιζαν ολοχρονίς, όμως, όχι αυτό το 20ήμερο των Γιορτών αφού, αυτές τις μέρες έπαιζαν οι πρωτάρηδες και ατζαμήδες και οι “των ελαφρών βαρών”… έπαιζαν 31 και μπακλαβάδες…!

(153)