Μάγκες γειά και χαρά….

Το λοιπόν σήμερις είμαι βαριά σεκλετισμένος καθότι πολλά έχουνε μαζευτεί στην κούτρα μου και με το ζόρι τα κουσουμάρω.

Απεφάσισα το λοιπό να τα ειπώ …. καθότι και μεις οι μαγκίτες φωνή έχουμε και πολύ καιρό, ναπούμε είμαστε παραπεταμένοι και μας έχουνε στην απόξω… Η κενωνία μας έχει κάνει απόπαιδα και ποσώς νοιάζεται για την γνώμη  μας…

Ένα – ένα θα σας τα λέω και αγάλια –αγάλια, για να τα σακουλευόσαστε και σεις, γιατί κομμάτι δυσκοίλιους σας κόβω και σα να δουλεύει κάρβουνο στο τσερβέλο σας.

Ψες βράδυ αδερφάκι, ήμανε καλεσμένος, ναπούμε, στο Κατινάκι και φίνα η περιποίησις, καθότι στο τσαρδάκι της δε κακοπερνάει κανένας … Εξηγήθηκε πολύ μόρτικα η μανίτσα, με τα κεφτεδάκια της και το κοκκινιστό της και το σχετικό σαλατικό για να δουλέψουν τα εντός μας… Καθότι το Κατινάκι σπουδαγμένο στη νομική, αλλά ξέρει να τιμάει τον άντρα το σωστό και μεις, να πούμε, δεν είμαστε ο πάσα ένας…  Παράπονο δεν έχει, και το λουλουδικό της το παίρνει και ενίοτε πέφτει και μάλαμα και ασήμι, άμα κονομάω κανένα ευρωπουλάκι…..

Το λήξαμε νωρίς το παιχνίδι με τη μανίτσα, ένεκα του ότι την επαύριο έπρεπε να πάει για τον επιούσιο και πουρνό να σούρει για το γραφείο καθότι ασκούμενη ακόμα και το αφεντικό ζόρικο…

Την έκανα από το τσαρδάκι της και κυκλοφόρησα κατά κέντρο μεριά, ποδαράτος. Είχα όρεξη για να βρέξω τον καταψιόνα μου με κανένα καθαρό… να σπάσει τη σάλτσα που με βάρυνε και να σβήσω το μπαχαρικό που μου ρχότανε στο ρουθούνι.

Είπα να κινηθώ κατά πλατεία Πετρινού μεριά, περί ώρα εντεκάτη… Ημίφως και ησυχία…. Στη γούβα το ύδωρ στάσιμο και το βενζινάδικο έρημο….

Μπουκάρω στο μπαράκι… στο προαύλιο πεντέξι παρεάκια…. Μόρτες με τα γκομενάκια τους και ψουψου και τα τοιαύτα… Εισέρχομαι στο κατάστημα και πιάνω μπάρα γωνία.

Ο μπάρμπαν μ’  έκοψε σβέλτα και ήρθε για τα καθέκαστα.
– Καλησπέρα. Τι θα πάρετε;
– Βάλε ένα καθαρό καλό ρε τσίφτη, του λέω, και μερικά ξηροκάρπια…
– Τι προτιμάτε από μάρκα;
– Το Τάδε του εξηγώ το δωδεκάρι το παλιό, ένεκα του ότι δεν είμαι και κανένας φτηνιάρης και η τσέπη άντεχε.

Ο τσίφτης έκανε πέρα και έπιασε το μπουκάλι από το ράφι.

Εγώ ρε μάγκες το ποτό πολύ το εκτιμάω, να πούμε, και του αποδίδω τον δέοντα σεβασμό… Τελετή το ποτό και το συνοδεύω με καπνό για να δέσει η απόλαυση.. Μέχρι να ρθει το ποτήρι, έβγαλα τον καπνό να στρίψω ένα τσιγάρο, καθότι το πακέτο και το ετοιματζίδικο δεν το πάω. Πολύ φλωρία ρε μάγκα το πακέτο και μεις δεν είμαστε τοιούτοι.

Κοζάρω δεξιά-ζερβά να βρώ τασάκι, …. Τίποτα. Του ξέφυγε του μαγκίτη του σερβιτόρου, είπα, και μέχρι να το επεξεργαστώ το θέμα, ήρθε και το καθαρό….

– Ορίστε κύριε… στην υγειά σας, λέει ο τσίφτης, και σπρώχνει το ποτήρι το χαμηλό και τα ξηροκάρπια.
– Κι ένα τασάκι ρε μόρτη, του λέω, και είσαι πρώτος.
– Απαγορεύεται το κάπνισμα κύριε, μου λέει
– Μπαρδόν και συγγνώμη, του λέω, ένεκα η μουσική…. Δε σε ανθίστηκα…
– Το τσιγάρο απαγορεύεται….. φώναξε ο τύπος
– Τι είπες ρε μάγκα του λέω, αμα σε ενοχλεί ο καπνός να αλλάξεις δουλειά, να γένεις νοσοκόμος…
– Βγήκε νόμος κύριε…. Τσιγάρο τέλος, Αν θέλετε να καπνίσετε έξω…..

Αμάν Βαγγελίστρα μου, προσβόλα… Ο μάγκας, ο πρώτος της πιάτσας, ο δερβίσης να βγει στην αυλή να καπνίσει. Ούτος ειπείν να πιάσω μοναχός τραπεζάκι και μάλιστα χαμηλό, στην όξω μεριά και να χαζεύω με τους λελέδες και τα γκομενάκια την τέντα… Δεν κάνει ρε μάγκα…. έχουμε και μια υπόληψις…

– Άκου ρε μάγκα, το τσιγαράκι θα το στρίψω και θα το κάψω στη μπάρα… μη κάνεις το ζόρικο και πάρτο αλλιώς γιατί πολλά σεκλέτια έχω και δε με παίρνει για πολλές κουβέντες και τσιριμόνιες….
– Θα φωνάξω το αφεντικό κύριε, μου λέει….
– Δε μπα να φωνάξεις και τον Αβραάμ Πάπα… του λέω… Τσούλα τώρα και κάνε μόκο γιατί πολύ με σκότισες….

Ρούφηξα  μια γουλιά ποτό και έστριψα το τσιγαράκι μου… και πάνω που πάω να κάνω φόκο έρχεται ο μαγαζάτορας….

– Ρε φίλε, δε σου είπε το παιδί ότι απαγορεύεται το κάπνισμα; …. Βγές έξω….
– Τι είπες μωρή λινάτσα, του λέω, και ρίχνω κατά μεριά το σακάκι, έτοιμος για τα περεταίρω…. Ποιος να βγει έξω. Δεν είμαι της πιτσιρικαρίας και χλεχλές …
– Πάμε μαζί έξω μου λέει… το ποτό σου κερασμένο… μαζί θα καπνίσουμε…

Πολύ ξηγημένο το παλικάρι … Βγήκαμε και πιάσαμε τραπεζάκι απόμερο…. Έφερε το ποτό του, ανάψαμε τα τσιγαράκια μας και λακριντέψαμε…
Ρε μάγκες, το πρόβλημα σοβαρό, καθότι στο μπαράκι πας για να ξεσκάσεις να πιεις και να φουμάρεις, στην εκκλησία να ανάψεις κερί και στο γιατρό για το κόψιμο…
Δε λέω, στη ταβέρνα που ο άλλος τρώει με τη φαμελιά του, δε μπορεί να πετάς τον καπνό στη μούρη του πιτσιρίκου που πάει να φάει το μπριζολικό του….
Αλλά στα νυχτομάγαζα ρε μάγκα, γιατί το απαγορεύεις να πούμε…. Και δυσκολεύεις και τον τύπο τον ιδιοκτήτη… καθότι δεν είμαι ο μόνος μάγκας στη πιάτσα που γουστάρει τσιγαράκι μαζί με το ποτό του… και άμα εμείς δεν πάμε στο μπαράκι…. τα τσιφτάκια τα καλόπαιδα που δουλεύουνε για τρεις κι εξήντα θα πάνε σπίτι τους.

Δεν κάνει ρε μάγκα…. Σε τέτοιες εποχές ανέχειας και αφραγκίας να χάνουν τις δουλίτσες τους οι μαγκίτες οι σερβιοτόροι και οι μαγαζάτορες….. δηλαδή κλέφτες να γενούνε;

Ρε σεις οι αποπάνω.. που θέτε να κουμαντάρετε την κενωνία, για στίψτε τις κούτρες σας και βρείτε καμια λύση για το πρόβλημα, γιατί ψιλοάδικο μου μοιάζει και δεν τις σηκώνω τις αδικίες…

Αυτά για σήμερις…. Γεια χαραντάν και τα κουκιά μπαγλάν

Θ. Τζιμάνης

(32)