Με την έναρξη της επαναστάσεως και, συγκεκριμένα, στις 26/5/1821, συστήθηκε η Πελοποννησιακή γερουσία. Το επαναστατημένο έθνος είχε άμεση ανάγκη από κάποια αρχή-κεφαλή, που να εκπροσωπεί και να κατευθύνει τον πολύ δύσκολο αυτόν αγώνα.
Η Ιερά Συμμαχία των Μ. Δυνάμεων και το πνεύμα αυτής, ο ανθέλληνας Mέτερνιχ, δεν επέτρεπαν ανατρεπτικές επαναστάσεις του status των συνόρων ανατροπές.
Ως εκ τούτου η Ελληνική Επανάσταση είχε ν’ αντιμετωπίσει αντιδράσεις σοβαρές, από σοβαρούς και δυνατούς αντιπάλους.
Η σύσταση της Πελ/κής Γερουσίας έλαβε χώρα την 26/5/1821 στις Καλτεζές, το πρώτο δε συνέδριό της εγένετο στη Στεμνίτσα 7/6/1821 υπό την προεδρία του Π. Μαυρομιχάλη, Πετρόμπεη.

Κατά τον Μ. Οικονόμου «Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας», δεν εκπροσωπούσε τον Λαό της Πελοποννήσου ούτε το στράτευμα «αυτοχειροτόνητος και αυθαίρετος» και εκ τούτου δεν διέθετε την γενική παραδοχή και αναγνώριση και την κάλυψη των Καπεταναίων του ένοπλου Λαού.

Όταν έφθασε, στην Πελοπόννησο ο Δημ. Υψηλάντης, ως πληρεξούσιος του αδελφού του Αλέξ. Υψηλάντη, επιτρόπου της “Υψηλής Αρχής”, την 9/6/1821 στα Βέρβενα, έδωσε (11/6/1821) προς την Πελοπον. Γερουσία, εκπροσωπούμενη, από τον Θάνο Κανακάρη, τα συστατικά έγγραφα δια των οποίων προέκυπτε η επιθυμία-εντολή του, όπως ο αδελφός του, Δημήτριος, αναλάβει την ηγεσία του Αγώνα.
Η θέση της Πελ. Γερουσίας ήταν διλημματική αλλά και ασύμφορος αφού θα αναγκαζόταν να διαλυθεί, πράγμα αντίθετο προς κάθε Αρχή και Αρχηγό. Δεν αποδέχθηκε και την απειλή του Δ. Υψηλάντη πως εάν δεν ηγηθεί θα αναγκασθεί να φύγει· του είπαν «εάν δεν συμβιβασθείς μαζί μας, κάτω από εμάς, μπορείς να φύγεις».
Έτσι ο Δ. Υψηλάντης ανεχώρησε για τη Μεγαλόπολη, όπου πολλοί τον παρότρυναν να μείνει.

Ο Στρατός των επαναστατημένων, στα Βέρβενα, πληροφορήθηκε τα συμβάντα και περί της αναχωρήσεως του Υψηλάντη, και όρμησαν εναντίον των Αρχηγών και προκρίτων που συσκέπτονταν, απειλούντες να τους σκοτώσουν αποκαλώντας τους «Τουρκοκοντζαμπάσηδες και Τουρκολάτρες». Επενέβη αμέσως ο παρευρισκόμενος Κολοκοτρώνης, κατόπιν και παρακλήσεως των προκρίτων, ο οποίος μεγαλοφώνως απευθύνθηκε στα πλήθη λέγοντας “Έλληνες! Με τη δική τους γλώσσα τούς διαβεβαίωσε και τούς συμβούλευσε, πως όλα θα τακτοποιηθούν και πως ο Υψηλάντης δεν θα φύγει κι αυτό απασχολεί τους συσκεπτόμενους».
Η θέα και ο λόγος του Κολοκοτρώνη ηρέμησε τη φουρτουνιασμένη λαοθάλασσα.

Οι προσπάθειες για την εξεύρεση λύσης συνεχίσθηκαν αλλά δεν κατέληξαν σε καμιά συμφωνία, γιατί και οι δύο πλευρές παρέμεναν ανυποχώρητοι. Ο Υψηλάντης, δεν ήταν αποδεκτό να υπαχθεί υπό τη Γερουσία και εκείνη δεν ήταν επιτρεπτό να παραδώσει τη Διοίκηση σε ανθρώπους ευρισκόμενους μακράν των Πελοποννησιακών προβλημάτων και του αγώνα.
Εν τω μεταξύ, ο Δ. Υψηλάντης βρισκόταν στα Τρίκορφα και η Γερουσία στο χωριό Ζαράκοβα.
Ο Στρατός ανήσυχος κι ανυπόμονος και μη έχοντας εμπιστοσύνη στα πρόσωπα της Γερουσίας στασίασε και πάλι και όρμησε να φονεύσει τους Γερουσιαστές και τους προύχοντες.
Τότε ο Κολοκοτρώνης ανέβηκε στην πέτρινη σκάλα ψηλού πύργου της Ζαράκοβας και μίλησε προς τ’ αγριεμένα πλήθη του οπλισμένου λαού: “Έλληνες, γιατί μαζωχτήκατε; τι ζητάτε; να τους φονεύσετε θέλετε; ακούσατέ με πρώτα κι αν δεν εγκρίνετε τη γνώμη μου, σκοτώστε τους και μένα μαζί. Κλεισμένους τους έχουμε στον πύργο σαν τα πουλιά στο κλουβί· ησυχάστε, λοιπόν, να μ’ ακούσετε· ας σκεφτούμε πρώτα και μετά, εγώ θα σας τους παραδώσω…».

Τους διηγήθηκε μια ιστορία, πραγματική ή δική του εμπνεύσεως, έτσι τους απασχόλησε και γαληνεύοντας τα αγιασμένα πάθη του θυμού και της ορμής διδάσκοντας το σωστό και φρόνιμο.
Η ιστορία του αξίζει, νομίζω, τον κόπο να την ακούσουμε, διαβάζοντας. «Λοιπόν στο Άκωβο ήταν ένας προεστός ονομαζόμενος Κάρτσονας· είχε φίλο τον Μπουλούμπαση της Επαρχίας· εκεί ήταν κι ένας ανυπόταχτος άνδρας, ο Γιάννης, που δεν παραϋπολόγιζε τον προεστό, και του έμπαινε στη μύτη, και ο Κάρτσονας το έβαλε σκοπό να τον βγάλει από τη μέση… Παρακάλεσε, λοιπόν, τον Μπουλούμπαση να σκοτώσει το ανυπότακτο και επίβολο παλικάρι.
Ο Μπουλούμπασης άκουσε και είπε: «Όταν ξαναπεράσω τότε βλέπουμε».
Όταν ξαναπέρασε ο Μπουλούμπασης, δεν φέρθηκε φιλικά στον Γκάρτζονα αλλά προσποιήθηκε τον μεθυσμένο και άγριο και του γύρευε γυναίκα να κοιμηθεί.
Ο Κάρτσονας του είπε πως δεν ευρίσκεται καμιά τέτοια γυναίκα· τότε του ζήτησε τη δική του γυναίκα!

Ο Κάρτσονας τα έχασε! Βγήκε σιωπηλός στο χωριό και κάλεσε τους γέροντες του χωριού κι αφού τους διηγήθηκε, τι του συμβαίνει, τους ζήτησε τη γνώμη τους.
Ένας αφού σκέφθηκε λίγο του είπε:
«Μεθυσμένος είναι, θέλει να βγάλει τον κόρακα να κοιμηθεί με γυναίκα, γυναίκα να είναι… Εδώ πιο κάτω είναι τρεις ορφανές, οι Καρουτσοπούλες, η μικρότερη είναι σαν ξεπεσμένη… και ομορφούλα και στ’ ανάστημα της γυναίκας σου.
Να της δώσουμε πενήντα εκατό γρόσια να πάει εκείνη.
Στέλνεις και τα φορέματα της γυναίκας σου να στολιστεί, και τη δική σου διώχτην απ’ το σπίτι.
Όταν θα μπει ο Μπουλούμπασης θα κοιτάει κατά τον τοίχο και το λυχνάρι κι αυτό γυρισμένο στον τοίχο με λίγο φως.
Ο μεθυσμένος Μπουλούμπασης θα βγάλει τον κόρακα και θα περάσει και τούτο το κακό.
Η γνώμη φάνηκε καλή κι άρεσε κι αμέσως το έβαλαν σε ενέργεια.

Επέστρεψε ο Κάρτσονας ζαρωμένος σπίτι του και ο Μπουλούμπασης με προσποιητή ανυπομονησία ρώτησε, τι έκαμε για γυναίκα. Κι εκείνος του απάντησε, θα γίνει…
Το βράδυ έδειξαν στον Μπουλούμπαση που του ετοίμασαν να κοιμηθεί, εκείνος πλησίασε την πόρτα, την άνοιξε, είδε τη γυναίκα στραμμένη στον τοίχο, ένα μισοπεθαμένο λυχνάρι που κι αυτό κοιτούσε τον τοίχο, έκλεισε την πόρτα και έπεσε να κοιμηθεί κοντά στους συντρόφους του. Η Καρουτσοπούλα περίμενε όλη τη νύχτα η δύστυχη ξάγρυπνη και φοβόταν μη χάσει τα γρόσια.
Το πρωί βγήκε μόνη της και όταν τη ρώτησαν, τι έγινε τη νύχτα, τους είπε πως δεν την πείραξε κανείς.
Ο Κάρτσονας, όταν έμαθε έτρεμε από το φόβο του, πως ο Μπουλούμπασης δεν έμεινε ευχαριστημένος και θα ξεσπάσει επάνω του.
Σε λίγο δειλά δειλά επισκέφθηκε τον Μπουλούμπαση, ρωτώντας πώς τα πέρασε!
Εκείνος του είπε:

«Φίλε μου…. θα σου μιλήσω σαν πραγματικός φίλος. Κατάλαβα και ξέρω τι κάματε. Σε κάθε χωριό είναι καλό να βρίσκεται απ’ όλα και ένας παλαιός γέρος για μια γνωστική συμβουλή, και καμιά ξεπεσμένη, για να γλυτώνει η τιμή των τίμιων γυναικών, κι ένα δυο και περισσότερα παλικάρια σαν τον Γιάννη να φυλάνε το χωριό, όπως οι σκύλοι το μαντρί και τέτοια παλικάρια ο προεστός να τα έχει φίλους και να τα ταγίζει, όπως ο τσοπάνος τα σκυλιά της στάνης.
Εάν έχεις φίλους σαν τον Γιάννη, κανά δυο, θα το σκεφθεί πολύ κάποιος κακός που θα θελήσει να κάμει κατάχρηση σε βάρος σου. Γι’ αυτό κι ο Γιάννης σου χρειάζεται.
Αυτά συμβούλεψε ο ξένος ο Τούρκος τον φίλο του, γιατί ήταν αληθινός φίλος.

Ακούτε, ρε Έλληνες, έτσι κι εγώ σαν πραγματικός φίλος σας και φίλος της Πατρίδας, σας λέω, «ό,τι κι αν είναι τούτοι που γυρεύετε να σκοτώσουμε, θα έλθει η ώρα να μας χρειασθούνε ή αν τους σκοτώσουμε δεν θα τους έχουμε και θα λυπούμεθα γιατί τους σκοτώσαμε. Τούτοι ξέρουν ψέμματα που δεν ξέρουμε εμείς, και έρχεται ώρα που και τα ψέμματα χρειάζονται.

Με την ατελείωτη ιστορία του και τη φρόνιμη ομιλία του ο νεότερος και τελευταίος “Νέστορας” της πολιτικής και σοφός ηγέτης του αγωνιζόμενου Λαού ηρέμησε και τιθάσευσε τα εξαγριωμένα πλήθη, γλυτώνοντας από βέβαιο και εξευτελιστικό θάνατο τους Κοτζαμπάσηδες.
Βέβαια, ποτέ δεν αναγνώρισαν την προσφορά του σοφού κι άκακου καπετάνιου και αντί, μάνα χολή τον πότισαν.
Εκείνος γνώριζε καλά τι κάνει, γιατί το κάνει και τι περίμενε…
Κι αν οι παρούσες και ερχόμενες γενιές, προσπαθήσουν να ξεθωριάσουν τη θεϊκή απαστράπτουσα εικόνα του γέρου των Ελλήνων-Ελευθερωτή, ματαίως θα προσπαθήσουν.
Ο Λαός και τα φαράγγια των βουνών θ’ αντιβοούν ανά τους αιώνες, εκείνου του γέροντα τη γενναιότητα και τη σπάνια πρωτόγονη πηγαία και φρόνιμη Σκέψη!

Πολύβιος Μαργιάς

(132)