Μέτρησα τους παλιούς παραδοσιακούς καφενέδες, στη σήμερον Τριπολιτσά…· άντε να ‘ναι έξι εφτά…: δύο στην Κεντρική πλ., δύο στην πλ. Πετρινού, ένα στην κατεδαφισθείσα Ν. Αγορα, ένα στη Γρ. Λαμπράκη, ένα στη Μεταμόρφωση… Ναι· τη σήμερον ημέρα, τα παλιά παραδοσιακά Καφενεία τείνουνε να σβήσουνε και δικαιολογημένα αφού, παντού, υπάρχει εξέλιξη… εξέλιξη «από τα έξω προς τα μέσα»… Οι Καφετέριες τα ξεπάστρεψαν… οι οποίες καφετέριες είναι «εισαγόμενο φρούτο» εκ της Δυτικής Ευρώπης… Ξεπάστρεψαν τα παραδοσιακά Καφενεία… τα καφενεία της ψάθινης καρέκλας και του μαρμάρινου τραπεζιού, του «υποβρύχιου» και της γκαζόζας, της δηλωτής και της καπνίλας… Φαντασθείτε, σήμερα, πόση και τΙ δουλειά θα είχανε οι Παραδοσιακοί Καφενέδες με την τόση ανεργία των Νέων την οποία, ανεργία, εισπράττουνε οι Καφετέριες… οι Καφετέριες που, σήμερα, δεν κερδίζουνε μόνο το 100% του κόστους… –ένας παραδοσιακός καφές πουλιότανε στα Γ’ Κατηγορίας Καφενεία 1,20 δηλ. μία δραχμή και 20 λεπτά όταν κόστιζε το υλικό 0,60… Αν αφαιρέσεις από αυτά φως, νερό, ενοίκιο… δεν κέρδιζες ούτε το 50% της πώλησής του! Σήμερα, λοιπόν, υπάρχει τρομερό κέρδος από τις Καφετέριες –ίσως και 1000%- οι οποίες σερβίρουνε, βέβαια, και τον τούρκικο, αν τους ζητηθεί –ουδεμία Καφετέρια γνωρίζει την παρασκευή του Τούρκικου καφέ… Σερβίρουνε, συνήθως, τους ξενόφερτους, Αμερικάνικους και Ευρωπαϊκούς, όπως τον Εσπρέσο (γρήγορος), το Καπουτσίνο (περίπου σαν τον ελαφρύ εσπρέσο), τον Αμερικάνικο (ο λεγόμενος φίλτρου), το Φραπέ (χτυπιέται σε σέικερ)… και τα παρελκόμενά τους για τους πολύ ειδικούς όπως Εσπρέσο Μανταρίνο (με μανταρίνι), Εσπρέσο γάλα, Καφέ φλότ σοκολάτας, Βέλγικος καφές, Βραζιλιάνικος καφές…

Η εσωτερική εμφάνιση των τότε Καφενείων με τα σημερινά δεν είχανε καμία σχέση αφού, σήμερα, έχουνε αναγάγει σε «μέγα ντεκορασιόν επίτευγμα» τη διακόσμηση (εσωτερική κι εξωτερική) μιας Καφετέριας ενώ τότε, τότε, πλην, του Μ. Καφενείου που διέθετε έπιπλα Βιενέζικα με μάρμαρο και κουρτίνες βελούδινες… τα λοιπά «ήτανε για κλάματα»…

Υπήρχανε καφενεία, αν ήτανε δυνατόν, που δε διέθεταν ούτε αποχωρητήριο (ο όρος τουαλέτα είναι η εξέλιξη από το ’70 και μετά)… Έτσι, ο θαμώνας, έτσι κι έπαιζε με τις ώρες κολιτσίνα και ήτανε και κάποιας ηλικίας, «προς νερού του» έβγαινε απόξω και την αμόλαγε πίσω από Κολώνες, πίσω από κάρα, σ’ αθέατες γωνίες… Ήτανε σημεία της πόλης σε πολυσύχναστα μέρη που, έτσι και περνούσες, σ’ έπαιρνε η μπόχα του κάτουρου! Τα καθίσματα του Καφενείου ήτανε ψάθινα και μετρούσανε από 10 και 20 χρόνια μέχρι… Αντιλαμβάνεται κανείς, τι βρώμα είχε πάνω το ψαθί που γυάλιζε πλέον από την πολυκαιρία και την πολύ χρήση…

Όλα τα Καφενεία είχανε καθρέφτες… Πλην του Μεγάλου που είχε πελώριους γύψινους –κι όχι ξύλινους που λένε, κάποιοι- όλα τ’ άλλα Καφενεία είχανε μικρούς καθρέφτες, έναν, δύο, τρεις… Ο λόγος ήτανε, στο μεν μεγάλο καθρέφτη να κοιτάζονται ολόσωμοι στο δε μικρό μόνο το κεφάλι… οπότε διόρθωναν το σακάκι, χτενίζονταν… Στο σπίτι υπήρχανε κάτι μικρά καθρεφτάκια… Ο έξυπνος Θοδόσης Ψιμούλης είχε ολόσωμους καθρέφτες, στις δύο πόρτες, δηλ. τέσσερις… οπότε ξεκίναγες από του Μπασιάκου και του Σέχι, τη Μεταμόρφωση ή το Μπιζάνι για να πας, ειδικά, να κοιταχτείς και καθρεφτιστείς, πώς δηλ. είσαι ολόσωμος… Εκεί έβλεπες το παντελόνι που «έκανε γόνατα» ή το ξεθωριασμένο πουλόβερ…

Ο Ταμπής ήτανε νευραλγικό πρόσωπο στο καφενείο… Ήτανε περιζήτητοι οι καλοί ταμπήδες γι’ αυτό και το κάθε Καφενείο είχε συνδεθεί με τον ταμπή του (αυτός που δούλευε πίσω από τον μπάγκο κι έψηνε τους καφέδες)… Το ίδιο και κάποια γκαρσόνια (Τσίφτης, Δενεδιός, Βλαστάρης…) δεν άλλαζαν εύκολα στέκια και ήτανε συνδεδεμένα μ’ αυτά τα καφενεία…

Ο Μπερνορίτης ήτανε ο προπολεμικός ταμπής του Μ. Καφενείου και κάποιο φεγγάρι και ιδιοκτήτης του (ενοικιαστής του από τον Αθανασιάδη). Ήτανε άνθρωπος ετοιμόλογος, χιουμορίστας, κοινωνικός… Έχουνε μείνει τα ανέκδοτά του (ανέκδοτα που συνέβησαν) όπως, όταν βρήκε μύγα στον καφέ του ο δικηγόρος κι έβαλε τις φωνές στο γκαρσόνι οπότε κάλεσε και τον Μπερνορίτη να του κάνει παράπονα· ο χιουμορίστας κι ετοιμόλογος ταμπής του απάντησε «με μια δραχμή που δίνεις για τον καφέ, κυρ-από τέτοιε μου, τ’ ήθελες νάβρεις, μπεκάτσα»; Ή το άλλο με τη γυναίκα του που είχε την κόρη της στην Κέρκυρα και δεν έλεγε να γυρίσει –είχε γεννήσει η κόρη… Πέρασε ο ένας μήνας, ο δεύτερος… κι ήθελε να της στείλει τηλεγράφημα περί επιστροφής… Τότε πληρώνονταν, με τις λέξεις, τα τηλεγραφήματα… Κάθε μέρα ανάθετε σε δικηγόρους και γιατρούς πελάτες του καφενείου για να του γράψουν το τηλεγράφημα μ’ ελάχιστες λέξεις· όμως, τίποτα οπότε, ο ίδιος, έγραψε το αμίμητο «νισάφι, έλα»!

Η αλήθεια είναι πως, τους καλοκαιρινούς μήνες, οι πελάτες του γωνιαίου καφενείου της κεντρικής πλ., Τσαρουχά-Καμαριώτη (σήμερα φαρμακείο Φράγκου), είναι αλήθεια ότι δεινοπαθούσανε γιατ’ ήτανε εκτεθειμένοι στις πελώριες κοτσιλιές των κορακιών! Κειδά στη γωνία (μισός επί του δρόμου και μισός επί του πεζοδρομίου) ήτανε ο «γνωστός» πλάτανος! Κούρνιαζαν επάνω οι κάργιες και τις πρωινές και απογευματινές ώρες… Οι ιδιοκτήτες του καφενείου είχανε τοποθετήσει ένα πλέγμα τροκανιών στα κλαδιά και, από καιρού εις καιρόν, τραβούσαν τα σχοινιά και, υποτίθεται, ότι έφευγαν τα κοράκια τα οποία επέστρεφαν μετά ένα λεπτό βομβαρδίζοντας περισσότερο από το φόβο τους!

Υπήρχανε Καφενεία που οι Κολιτσίνες τους είχανε τέτοια λέρα επάνω που δεν πιανόντουσαν! Για ν’ ανοίξει καινούργια ο καταστηματάρχης, έπρεπε να πληρώσει κάποιο αντίτιμο η παρέα… όπως και οι λοιπές παρέες που έπαιζαν με τα καινούργια χαρτιά, τουλάχιστον για κανά δυο εβδομάδες που μισοπάλιωνε!

Η πλ. Άρεως διατηρούσε πάντα ένα καφενείο, χειμώνα καλοκαίρι, αυτό του «Μαινάλου» που σήμερα στεγάζεται το «Τριανόν»! Για πολλά χρόνια το είχε ο Βασίλης Καλασούντας και ο Γούλας… με μπιλιάρδο… Όμως, ενώ όλο το χειμώνα η πλατεία ήταν έρημη, από 21-5 (Αγ. Κωνσταντίνου) μέχρι 23-9 (Άλωση Τριπολιτσάς) ήτανε ανοιχτή· άνοιγε για καλοκαίρι και, βέβαια, μόνο την Κυριακή το απόγευμα αφού τις άλλες μέρες δεν κατέβαινε κόσμος στην πλ. Άρεως! Κοντά στο «Μαίναλον» άνοιγε ένα καφενεδάκι υπαίθριο με μια μάντρα ξερολιθιά στη γωνία του κινηματογράφου «Έσπερος» (γωνία Μπρακούλια) και μετά ένα άλλο δίπλα στον κινηματογράφο «Αύρα» δηλ. δίπλα στη σημερινή «Αλέα». Απέναντι, δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνο το εστιατόριο του Μαρτιώνου (θείου του Οδοντιάτρου Θεόδωρου) ενώ το Τουριστικό περίπτερο κι αυτό δεν υπήρχε.

Κάθε Κυριακή, λοιπόν, απόγευμα, θα φαντασθούμε μια πλ. Άρεως με χιλιάδες καρέκλες μπροστά στο «Μαίναλον» από την αρχή της πολυκατοικίας Δαβλάντη μέχρι κάτω στην Πλατεία! Την Κυριακή το απόγευμα δε σερβιριζότανε καφές αλλά μόνο γκαζόζα, κερασάκι, λουκούμι, βανίλια (υποβρύχιο) και γαλακτομπούρικο!

Ο χώρος εδώ, καταβρεχότανε, νωρίτερα, από νερό που βγάζαμε από τα πηγάδια… από το υπάρχον, σήμερα, επί της Πλατείας, και αυτά που είχαμε μέσα στα δύο Σινεμά, «Έσπερος και Αύρα», αλλά και αυτό που υπήρχε δίπλα από την «Αύρα»… Εδώ δούλευαν επαγγελματίες γκαρσόνια ενώ, ο ξύλινος δίσκος του τσίφτη, έμοιαζε σε χωρητικότητα όσο ένα ορθογώνιο μικρό τραπέζι!

Κάθε Κυριακή βράδυ η πλ. Άρεως ήτανε κατάμεστη από κόσμο! Άλλοι κάθονταν, άλλοι έψαχναν για τραπέζι και χιλιάδες βολτάριζαν! Ομηρικές μάχες δίνονταν για ένα τραπέζι! Η Φιλαρμονική, κάτω από την μπαγκέτα σπουδαίων Μαέστρων, άνευ ηχητικών, ψυχαγωγούσε τον κόσμο που, κατά την εκτέλεση, πρόσεχαν μην ενοχλήσουν! Επικρατούσε απόλυτη ησυχία! Ουκ ολίγοι ήτανε αυτοί που δεν εύρισκαν τραπέζι να καθίσουνε… γι’ αυτό και τα πλουσιόσπιτα έστελναν τις υπηρέτριες από τις 4.00 μ.μ. με τον ήλιο για να τους πιάσουν τραπέζι –το ίδιο περίπου τραπέζι κρατούσε κάθε φορά η καθεμιά πλουσιοοικογένεια- ώστε όταν έλθουν αυτοί, τ’ αφεντικά, περί τις 7.00 το απόγευμα, να το βρούνε ελεύθερο!

Η λεμπεσουριά που δε διέθετε ούτε για λεμονάδα, την έβγαζε απέναντι, στις παρυφές του πάρκου, στα παγκάκια ή στις σκάλες του Δικαστηρίου!

Στα τραπεζάκια περιφέρονταν πασατεμπάδες… δηλ. παιδιά που, σε πανεράκια–καλάθια είχανε χάρτινα σακουλάκια και πουλούσανε πασατέμπο, στραγάλια, μύγδαλα… Ήτανε φτωχά παιδιά που εκμεταλλεύονταν την καλοκαιρινή σχολική αργία για τον επιούσιο… Σήμερα, τα παιδιά αυτά, όλα μα όλα, προς τιμή τους, είναι μεγάλοι και τρανοί! Μπορεί να μην έχουν τελειώσει Πανεπιστήμιο όμως, αυτά, τελείωσαν το «Πανεπιστήμιο της Ζωής», το «Πανεπιστήμιο της πλ. Άρεως»! Όλοι φίλοι μου: ο ένας είναι από τους πλέον πλούσιους στον ελληνικό χώρο και ο άλλος ο πρώτος κατασκευαστής της περιοχής μας… κι όχι μόνο αυτοί αλλά κι άλλοι κι άλλοι…

Δεν έλειπε ο Κωτσαρίκος με το πολύ περιποιημένο γυάλινο πανεράκι του αλλά κι ο ψευδός Ζαφείρης που έπαιζε τα μύγδαλα μονά-ζυγά!

Κάποια Καφενεία, όπως του Καραφωτιά και του Καραβία, είχανε εντός τους και πρατήριο Σιγαρέτων! Του Κολλιόπουλου-Σπίγγου στο Σιταροπάζαρο είχε και κουρείο, αυτό το κουρείο του Πετρόχειλου με τον ξυλόγλυπτο πάγκο!

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το καφενεδάκι εντός του Δικαστηρίου (για χρόνια το είχε ο Θεοδωρόπουλος) όπως και αυτό στη Σκάλα της Εφορίας…

Ο Τιμοκατάλογος ήτανε απαραίτητος στα Καφενεία με τ’ αναγραφόμενα ό,τι προσφερότανε π.χ. Καφές 1,30… Χαμαίμηλον 1,20, Τέιον 1,20 (Χαμομήλι δηλ. και τσάι βουνού)…

Αυτός που έφτιαχνε τον καφέ του μέσα στο μαγαζί του θεωρείτο «σπάγκος» κάτι που και, σήμερα, το ίδιο λογίζεται…

Την Κυριακή των Εκλογών τα Καφενεία ήτανε κλειστά ενώ, αν κανένα λειτουργούσε για να εξυπηρετήσει… αυτό επουδενί σερβίριζε κονιάκ ή ούζο (άλλο ποτό δεν σερβιριζότανε από τα καφενεία). Εμείς, όταν είχαμε το καφενείο στην πλ. Ανεξαρτησίας, το 3ήμερο των Εκλογών, μαζεύαμε τα τσαμασίρια (πετρογκάζ, μπρίκια, φλυτζάνια…) και εγκαθιστάμεθα μέσα στη Νομαρχία, στο ισόγειο, για τρεις μέρες!

Το ξενοδοχείο Ύπνου «Μαίναλον», για την εκλεκτή κοινωνία της Πόλης, επέτρεπε να κάνουν χρήση της αίθουσας που χρησιμοποιούσε ως ρεσεψιόν· να κάνουνε χρήση Τριπολιτσιώτες γιατροί, εργοστασιάρχες… με τις κυρίες τους οι οποίες μόνες επιδίδονταν και στο χαρτάκι…

Το Καφενείο του Τρένου είχε, ανέκαθεν, πολλή δουλειά, και από ξένους αλλά και από Τριπολιτσιώτες, όχι, βέβαια, δουλειά «του να κάθεσαι με τις ώρες»!

Καφές ζόρικος, μόρτικος κι ωραίος σερβιριζότανε στους «πελάτες» των Οίκων Ανοχής, της Πόλης, σπάνια, βέβαια… από την τσατσά… όπως και στις Μπαρμπουτιέρες που λειτουργούσανε εντός πόλης σ’ απόκρυφα σημεία ή εκτός σ’ αγροτόσπιτα!

Μ. Πέμπτη βράδυ, και μετά το 5ο Ευαγγέλιο, σταματούσανε να παίζονται χαρτιά και λοιπά τυχερά παιγνίδια στα Καφενεία της Πόλης. Χαρακτηριστικό σημάδι ο βαλές που, ο ιδιοκτήτης, τον κρέμαγε με μια κλωστή από το ταβάνι του καφενείου… Ξανάρχιζαν να παίζουν μετά την Ανάσταση!

Οι μερακλήδες πότες του καφέ ήθελαν, τόσο το φλυτζάνι όσο και το ποτήρι, να λάμπουνε από καθαριότητα! Σε κάτι τέτοιους σαπουνίζαμε εκείνη την ώρα το ποτήρι και κατά το ξέβγαλμα του ποτηριού έτριζε από το χέρι του γκαρσονιού ή του ταμπή ή της γυναίκας που ήτανε στο νεροχύτη… Αυτό το άκουγε ο περί ου ο λόγος μερακλής και ‘φχαριστιότανε!

Επιφυλασσόμαστε, να γράψουμε κι άλλα κι άλλα όταν θα αναφέρουμε ένα έκαστο ξεχωριστά τα Καφενεία της Πόλης μας… Μέχρι τότε «στην υγειά σας» και όσοι έχετε στοιχεία για τους παλιούς καφενέδες της Πόλης μας ή φωτογραφίες, φέρτε τα μας…

Τη 10ετία του ’60 (αρχές) έκαναν την εμφάνισή τους οι τυποποιημένοι –σε σακουλάκια- καφέδες, «Λουμίδη» και «Μπράβο»! Αυτοί δεν έφεραν αναστάτωση στην τριπολιτσιώτικη αγορά διότι, όπως είπαμε, ο κόσμος ήθελε τον «καβουρντισμένο στη στιγμή»! Βέβαια τη ζημιά τους την έκαναν…

Ν.Γ.

(192)