(Ο Άγιος αυτός νεομάρτυς της εκκλησίας του Χριστού εορτάζει την 1η Μαΐου -και όχι την 20ή Ιαν.- και με την ευκαιρία, αναφέρουμε περιληπτικά τον βίο του, τον οποίο κατέγραψε ο συντάκτης του στο Άγιο Όρος, μοναχός Ονούφριος Ιβηρίτης).

Ο Άγιος Ευθύμιος -κατά κόσμο Ελευθέριος- εγεννήθη στη Δημητσάνα από οικογένεια με «το επίκλην» -επίθετο- Παΐσιος (ο αείμνηστος Γ. Καρβελάς αναφέρει άλλη σύνθεση της οικογένειάς του με επίθετο Ηλιόπουλος, ιστορία Δημητσάνας, Αθήναι 1972, τ.β, 6. 140 κ.εξ.).
Οι γονείς του ελέγοντο Παναγιώτης και Μαρία (κατά Καρβελά Αικατερίνα -Αγάθη- καταγόμενη από Βυτίνα, οπ. παρ.). Είχε τρεις μεγαλύτερους αδελφούς του: Γεώργιο, Χρήστο και Ιωάννη και μίαν αδελφή Αικατερίνη ονομαζόμενη.

Μετά τα πρώτα γράμματα στη σχολή της Δημητσάνας ο Ελευθέριος πηγαίνει με έναν αδελφό του στην Κωνσταντινούπολη όπου ολοκληρώνει τις σπουδές του και έπειτα στο Ιάσιο, όπου ζούσε ο πατέρας τους. Εκεί είχε αγαθό λογισμό να μεταβεί στο Άγιο Όρος για να μονάσει. Τελικώς κατέληξε στο Βουκουρέστι, όπου ο Σατανάς τον περιέπλεξε στις βιοτικές μέριμνες και αμαρτίες αυτού του κόσμου και έτσι ξέχασε το Άγιο Όρος. Στο Βουκουρέστι παρέμεινε κοντά σε κάποιο Γάλλο πρόξενο και μετά σε κάποιο Ρώσο υπάλληλο. Αργότερα οδεύοντας με Τούρκους προς την Κωνσταντινούπολη αρνήθηκε τον Χριστό και παρέμεινε στον Ράϊς Εφέντη, απολαμβάνοντας τις κοσμικότητες της εποχής του.

Κατά την Ισλαμική περιτομή του θυμάται την γλυκύτητα της θρησκείας του Γλυκυτάτου Ναζωραίου και σαν τον άσωτο Υιό αρχίζουν μέσα του οι διεργασίες της σωστικής μετάνοιας. Πόνος και συντριβή τον καταλαμβάνει, όταν εννοεί, ότι τώρα πλέον δεν μπορεί να συμμετέχει στην Ορθόδοξη Χριστιανική λατρεία.
Κρυφά περιφερόμενος και με τη βοήθεια του πρέσβη της Ρωσίας έρχεται τελικά στο Άγιο Όρος, όπου στη Μονή της Λαύρας, βαθιά συντετριμμένος και ολοκληρωτικά μετανιωμένος, εξομολογείται τις αμαρτίες του και κυρίως την αλλαξοπιστία του στον εκεί ευρισκόμενο, ως εξόριστο, συμπολίτη του, Άγιο Γρηγόριο τον Ε’ Πατριάρχη Κων/πόλεως. Ο Άγιος Πατριάρχης κράτησε κοντά του τον Ελευθέριο επί 40 ημέρες και μετά από πατρικές νουθεσίες, και απ’ αυτόν και από άλλους πατέρες, τον έχρισε με το Άγιο Μύρο και έτσι τον αποκατέστησε στην Ορθόδοξη πίστη. Στη συνέχεια μεταβαίνει στη σκήτη της Αγίας Άννης και καταφλέγεται από πόθο να μαρτυρήσει ενώπιον των τυράννων για την αγάπη του Χριστού.

Πήγε, μάλιστα, για τον σκοπό αυτό, στην Κωνσταντινούπολη, αλλά, τελικά, και κυρίως μετά από συμβουλή του Καλαβρυτινού μοναχού Παγκρατίου, επιστρέφει στο Άγιο Όρος και συγκεκριμένα στη Μονή Δοχειαρίου για να καταλήξει στη Μονή Ιβήρων κοντά στον εξάδελφό του μοναχό Ονούφριο. Στη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου της ιδίας μονής συναντά αδελφότητα από 5 Δημητσανίτες πατέρες, υπό τον πνευματικό Νικηφόρο. Εδώ, ο Άγιος επεδόθη σε μεγάλη αυστηρή ασκητική ζωή. Ο βιογράφος του αναφέρει αυτολεξεί (άλλωστε εγνώριζε από πρώτο χέρι την πορεία του Αγίου): «Τις δύναται κατ’ αξίαν να διηγηθή τα εκείνου κατορθώματα; το πολύ δηλαδή της νηστείας, το καρτερικόν της αγρυπνίας, την άμετρον κατάνυξιν, τας ολονυκτίους στάσεις, την αδιάλειπτον προσευχήν… το ταπεινόν του φρονήματος, το πράον, το καρτερικόν; (…) Ο Ελευθέριος εν ολίγω χρόνω κατόρθωσε πάσαν αρετήν…».

Φλεγόμενος από τον πόθο του μαρτυρίου οι πατέρες τον συμβουλεύουν να κάνει υπομονή και να αυξήσει την άσκηση. Τότε ο εκεί ευρισκόμενος Επίσκοπος Μυρέων Ιωάννης, μετά από παράκληση του Ελευθερίου, ζητεί με θερμή προσευχή να του αποκαλύψει ο Θεός, εάν είναι θέλημά του να μαρτυρήσει ο Ελευθέριος. Και πράγματι μυστικά τού αποκαλύπτει ο Θεός, ότι με τη θέλησή του πρέπει να παρουσιασθεί στους Αγαρηνούς και να υπομείνει το μαρτύριο, πράγμα που είπε στον Ελευθέριο.

Μετά από θαυμαστά και ουράνια οράματα και αμέτρητα δάκρυα για τη μεγάλη του αμαρτία ο Ελευθέριος κείρεται Μεγαλόσχημος Μοναχός και λαμβάνει το όνομα Ευθύμιος.
Τέλος, με την ευχή των γεροντάδων του και αφού σε όραμα τον ευλόγησε η ίδια η Θεοτόκος, στις 19 Φεβρουαρίου 1814 συνοδευόμενος από τον συνασκητή του Γρηγόριο φεύγει για Κων/πολη για να τύχει «της ποθούμενης σφαγής». Τον αποχαιρετούν οι Αγιορείτες με πόνο αλλά και χαρά (χαρμολύπη).

Στις 22 Μαρτίου, Κυριακή των Βαΐων, και αφού έχει προηγηθεί το Άγιο Ευχέλαιο, η Θεία Κοινωνία και η χρήση όλων των σημείων του σώματός του με λαδάκι από την εικόνα της Παναγίας της Πορταΐτισσας, κρατώντας ο Άγιος Ευθύμιος στο ένα χέρι τον Σταυρό και στο άλλο τα Βάγια της ημέρας, παρουσιάζεται με τη θέλησή του στον Επίτροπο Ρουσούτ Πασά. Εκεί καταπατάει το τούρκικο σαρίκι και αναθεμάτισε τον αντίστοιχο Μωάμεθ. Ο πασάς τον περνά στην αρχή για μεθυσμένο, όμως δεν αργεί να συνειδητοποιήσει ότι ο Ευθύμιος απόλυτα σοβαρολογεί και του τάζει δόξες και τιμές. Ο Άγιος μένει ακλόνητος στην πίστη του στον Ιησού Χριστό και αφού προσευχήθηκε θερμά σ’ αυτόν, χωρίς προσταγή γονάτισε μόνος του στον δήμιο και έκλινε το κεφάλι του. Ο Δήμιος κτύπησε, αλλά δεν τα κατάφερε. Και ο Άγιος του λέει: «Χτύπα καλά». Έτσι έσφαξαν σαν πρόβατο τον Μάρτυρα του Χριστού. Το παλικάρι του Χριστού. Και ήταν μόνο 20 ετών!

Είθε ο Σωτήρας μας Χριστός με τις πρεσβείες του συμπολίτη μας Νεομάρτυρα και Οσιομάρτυρα Ευθυμίου να μας αξιώσει να περιφρονήσουμε τις απολαύσεις της παρούσας ζωής και να ποθήσουμε την ουράνια και αιώνια πατρίδα μας. Άλλωστε το μόνο σίγουρο σ’ αυτό τον κόσμο είναι ο θάνατος.

Με την ευκαιρία αναφέρουμε, ότι η μνήμη του Αγίου Ευθυμίου τιμάται στη Μονή Ιβήρων και σε άλλα σημεία του Αγίου Όρους, στη Δημητσάνα, όπου υπάρχει ωραίος ναός προς τιμήν του, μαζί με τμήμα του ιερού του Λειψάνου, στον Ι. Ναό Αγίας Παρασκευής Κ. Ηλιουπόλεως και αλλού.
Να αναφέρουμε τέλος, ότι θαυμάσιο βιβλίο με τη ζωή του Αγίου και με τίτλο: «Ήταν ντροπή του και έγινε δόξα του» έχει εκδώσει ο σεπτός Ποιμενάρχης μας κ.κ. Θεόφιλος.

Θεόδ. Αθ. Μαραγκός – Θεολόγος καθηγητής
(από τη “Γορτυνία”)

(902)