Ήτανε σούρουπο. Παρασκευή. Γύριζα απ’ την αγορά. Ο κύριος, ψηλός με ρεμπούπλικα και παλτό «κατασκόπευε» το σπίτι. Καλοζωϊσμένος κι άγνωστος.

Την επόμενη, Σάββατο, στην ίδια θέση. Αυτή τη φορά μ’ ομπρέλα και κασκόλ. Θα του μιλούσα, να δω τι ‘θελε… Έπρεπε να τραβήξω τ’ αυτοκίνητο για να φύγει ο Κώστας.

1936 – η ΝΔ γωνία της κεντρικής πλ. (η φωτο είναι του Σπ. Δημητρακόπουλου)

Κυριακή πρωΐ μετά την εκκλησία. Ο κύριος, κάπου στα 90, στην ίδια θέση. Σκούπιζε τα μάτια του με το μαντήλι! Τον πλησίασα…

– Είναι τρίτη μέρα που είστε σ’ αυτή τη γωνία. Τι ζητάτε· μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;

– Εσείς, μένετε εδώ; Είναι δικό σας το σπίτι; Με ενοίκιο;

– Μένω εδώ, απ’ το 1950, μ’ ενοίκιο· όμως, εσείς, ποιος είστε;

– Λέγομαι Νίκος Ζ…, αγαπητέ μου, και το σπίτι αυτό ήτανε δικό μας. Φύγαμε, αρκετά πριν απ’ την Κατοχή, πουλώντας το, για την Αθήνα· ήμουνε τότε 20 ετών.. Είναι σε κακά χάλια… Όποτε έρχομαι στην αγαπημένη μας Τρίπολη περνάω και το βλέπω· πολύ θα ‘θελα να ανέβαινα…

– Περάστε· θα ‘πρεπε τόσον καιρό να χτυπάγατε…

Ο κύριος περιήλθε όλους τους χώρους…. σφουγγίζοντας κάθε φορά τα ματιά του…

– Εδώ, σ’ αυτό το τυφλό περβάζι η μητέρα είχε την τουαλέτα της… Τον καθρέφτη με τη χρυσή κορνίζα, την καπελιέρα… Εδώ, ο πατέρας κρεμούσε το φτυάρι για το χιόνι του χειμώνα… Σ’ αυτό το σημείο ήτανε το σερβάν… κι εδώ η θερμάστρα…

Βγήκαμε στην τζαμαρία· την είδαμε απ’ το κεφαλόσκαλο, αφού είναι επικίνδυνη να πέσει… Κατεβήκαμε στην αποθήκη… Έκλαψε, όταν είδε το βαγένι… σε κακά χάλια… να λείπουνε δόγες…

– Το βαγενάκι αυτό ήταν πάντοτε γεμάτο· δεν είχαμε δικό μας αμπέλι· βάζαμε κρασί απ’ τους Ζουπάνους… Ο πατέρας έμπορος· η αποθήκη του χρησίμευε… Σε κάποια στιγμή, ο κύριος πλησίασε το ξύλινο εσωτερικό παραθυρόφυλλο… Μου ‘δειξε δυο ζευγάρια αρχικά και μια καρδιά… Το πρώτο ζευγάρι ήτανε τα δικά του…

– Αυτά είναι τ’ αρχικά της γυναίκας μου· έφυγε απ’ το ’90. Ήταν γειτόνισσα. Είχαμε σχέσεις σχεδόν μια 5ετία. Όταν οι άλλοι έπεφταν για ύπνο, εμείς –κάπου τα μεσάνυχτα- ερχόμαστε εδώ… Ωραία χρόνια… Παντρευτήκαμε στην Αθήνα· κάναμε παιδιά…

Γεύτηκε το βισινάκι και χαιρέτησε με τη μαστίχα. Μας αποχαιρέτησε ο «νοσταλγός» και χάθηκε στρίβοντας στη γωνία κατηφής…

(129)