Ήτανε σαββατιάτικο, καλοκαιρινό πρωινό. Γύριζα απ’ το παζάρι… Ο κύριος, κάπου στα 80 και βάλε…· ψηλός με ψαθάκι και κρεμ μεταξωτό κουστούμι… -παράξενο ντύσιμο για την σήμερον ημέραν…· ναι, “κατασκόπευε” το σπίτι από το απέναντι πεζοδρόμιο… Καλοζωισμένος κι άγνωστος…

(Το κατωτέρω γεγονός, συνέβηκε,
στο κέντρο της Τρίπολης, περί το 1980…)

Το επόμενο, Σάββατο, την ίδια, περίπου, ώρα, στην ίδια θέση. Αυτή τη φορά, με λευκό πουκάμισο και πανταλόνι, το ίδιο ψαθάκι και με παπούτσια κοκκινόλευκα… Θα του μιλούσα, να ‘δω τι ‘θελε… όμως· όμως, δεν το ‘πραξα… αφού ‘πρεπε να τραβήξω τ’ αυτοκίνητο για να φύγει ο Κώστας… οπότε και τον έχασα…

Την επόμενη μέρα, Κυριακή πρωί, μετά την εκκλησία…· ο κύριος, με ριγέ καφέ κοστούμι, στην ίδια θέση, σκούπιζε τα μάτια του με το μαντήλι! Τον πλησίασα…
– Είναι τρίτη μέρα που είστε σ’ αυτή τη γωνία. Τι ζητάτε; μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;
– Εσείς, μένετε εδώ; είναι δικό σας το σπίτι; με ενοίκιο;
– Μένω εδώ, απ’ το 1950, μ’ ενοίκιο· όμως, εσείς ποιος είστε;
– Λέγομαι Νικόλαος Ζερβόπουλος, αγαπητέ μου, και το σπίτι αυτό ήτανε δικό μας. Φύγαμε, λίγο πριν την Κατοχή, πουλώντας το, για την Αθήνα. ‘Ομως, από τότε, απ’ ό,τι διαπιστώνω, δεν έχει μπει καρφί. Είναι σε κακά χάλια… Όποτε έρχομαι στην αγαπημένη μας Τρίπολη περνάω και το βλέπω· πολύ θα ‘θελα ν’ ανέβαινα…
– Περάστε· θα ‘πρεπε τόσον καιρό να χτυπάγατε…
Ο κύριος περιήλθε όλους τους χώρους… σφουγγίζοντας κάθε φορά τα μάτια του…
– Εδώ, σ’ αυτό το τυφλό περβάζι η μητέρα είχε την τουαλέτα της… Τον καθρέφτη με τη χρυσή κορνίζα, την καπελιέρα… Εδώ, ο πατέρας κρεμούσε το φτυάρι για το χιόνι το χειμώνα… Σ’ αυτό το σημείο ήτανε το σερβάν… κι εδώ η θερμάστρα…
Βγήκαμε στην τζαμαρία· την είδαμε απ’ το κεφαλόσκαλο, αφού είναι επικίνδυνη να πέσει… Κατεβήκαμε στην αποθήκη… Έκλαψε, όταν είδε το βαγένι… σε κακά χάλια… να λείπουνε δόγες…
– Το βαρελάκι αυτό ήταν πάντοτε γεμάτο· δεν είχαμε δικό μας αμπέλι· βάζαμε κρασί απ’ τους Ζουπάνους… Ο πατέρας έμπορος· η αποθήκη του χρησίμευε…

Σε κάποια στιγμή, ο κύριος πλησίασε το ξύλινο εσωτερικό παραθυρόφυλλο… Μου ‘δειξε τις χαρακιές: δυο ζευγάρια αρχικά και μια καρδιά… Το πρώτο ζευγάρι ήτανε τα δικά του…
– Αυτά είναι τ’ αρχικά της μακαρίτισσας γυναίκας μου· ήταν γειτόνισσα. Είχαμε σχέσεις σχεδόν μια 5ετία. Όταν οι άλλοι πέφτανε για ύπνο εμείς -κάπου τα μεσάνυχτα- ερχόμαστε εδώ… Ωραία χρόνια… Παντρευτήκαμε στην Αθήνα… Κάναμε παιδιά…
Η “ξενάγηση” κάπου τελείωσε… Καθίσαμε στο δυτικό μπαλκόνι και λακρυντέψαμε για τα περασμένα…· ή, μάλλον, αυτός μιλούσε κι εγώ άκουγα… Ξετύλιγε το κουβάρι των αναμνήσεων…· αναμνήσεις, που, εγώ ρουφούσα… Ενθουσιάστηκε με το περγαμόντο, που, μας φίλεψε η κυρα-Βαγγελία…

Σιγά σιγά τον βοήθησα να κατεβεί την ξύλινη κυκλική σκάλα με τα τρεμάμενα τριζάτα σκαλοπάτια… Λίγο πριν τον αποχαιρετήσω γύρισε και μου είπε:
– Αγαπητέ μου, κύριε, δεν μπορείς να καταλάβεις πόση χαρά μού έδωσες, σήμερα… Σ’ ευχαριστώ πολύ. Θα πέθαινα, με το παράπονο, πως, δεν αποχαιρέτησα το σπίτι που γεννήθηκα… Και πάλι σ’ ευχαριστώ…
Τον είδα να στρίβει στη γωνία… Πριν, κοντοστάθηκε και, γυρίζοντας, μου ‘γνεψε με το μουσκεμένο μαντήλι…
Και για μένα, ειλικρινά, αυτή η μέρα, έμεινε χαραγμένη στην καρδιά μου… Ήταν τόσο τρυφερή και συγκινητική…· ήταν ξέχειλη από νοσταλγία…

Ν.Γ.

(90)