Του +Νίκου Ι. Κωστάρα Πλοίαρχου Ε.Ν.

Μέρος 7°

Ο κλεφτοκουρσάρος καπετάν Δαίμονας

Από το Τουρκολέκα ξεφύτρωσε κι άλλος ένας κλεφτοκουρσάρος, που αψήφησε τους δυνατούς σαρικοφόρους του τόπου του και τους αντιμετώπισε με άφθαστη τόλμη. Ο προπάππος του ήταν προεστός. Ο παππούς κυνηγήθηκε από τη σουλτανική εξουσία. Ο πατέρας του, ο Αναγνώστης Κατσίκας ήταν αρματολός στο Ρουμπάκι, κοντά στα Καλύβια του Τουρκολέκα. Εκεί γενήθηκε και το νεαρό παλικάρι, ο Γιάννης Κότσικας στα 1702 από την πρωτοκόρη ενός παπά, την πεντάμορφη Θυμιούλα33.

Δεκαεξάχρονο παλικάρι, πήρε τ’ άρματα του πατέρα του -που τον είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι σε προδοτικό καρτέρι- πήρε και δύο φίλους του και βγήκε στο βουνό για να συνεχίσει το έργο του γέρου και να εκδικηθεί το θάνατό του.

Επιστρέφοντας στο χωριό για να δει την ετοιμοθάνατη μάνα, που τη βρήκε νεκρή και την μοιρολογούσαν οι συγγενείς, παραστάθηκε στην κηδεία της και ετοιμάστηκε να ξαναφύγει. Τότε το χωριό περικυκλώθηκε από το ασκέρι του Μεχμέτ Αγά, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Ο νεαρός κλέφτης δεν τα σάστισε. Έβγαλε τη χρυσοκαπλαντισμένη κουμπούρα του και κίνησε να βγει από το χωριό. Μπροστά του ξεπρόβαλε ο ίδιος ο Μεχμέτ Αγάς, καβάλα στο άλογο του. Χαμογελώντας πονηρά προσπάθησε να ξεγελάσει το παλικάρι και να τον πιάσει ζωντανό. Αλλά ο Γιάννης κατάλαβε το σχέδιο του. Καμώθηκε, σήκωσε τα χέρια του για να παραδοθεί και του άδειασε γοργά τα βόλια της πιστόλας στο στήθος του Μεχμέτ Αγά.

Σαν τον άνεμο ο τολμηρός Έλληνας πήδηξε πάνω στο όμορφο άλογο και εξαφανίστηκε… Οι σαρικοφόροι του αγά ούτε πρόλαβαν να τον πυροβολήσουν και τον βάφτισαν «Σειτάν» δηλαδή δαίμονα και ως Καπετάν Δαίμονα, βρίσκεται στις παλιές προεπαναστατικές ιστορίες. Είχε γίνει πια φημισμένος αρχηγός και ο εχθρός μονάχα στ’ όνομα του έτρεμε σαν φύλλο φθινοπώρου.

Ήταν πια εικοσιδύο χρόνων ο Γιάννης, όταν του μήνυσαν πως οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό, άρπαξαν τρεις κοπέλες κι έβαλαν φωτιά στο Ρουπάκι. Η μία από τις κοπέλες ήταν η εξαδέλφη του η Βενετώ Λιόκα.

Ζώστηκε τ’ άρματα του και παίρνοντας τους συντρόφους, που ξεπερνούσαν τους 60, ροβόλησε προς την επαρχία Λεονταρίου της Αρκαδίας, που την κατείχε ένας μονόφθαλμος, ο Κιορ Ατζέμ, προσωπικός φίλος της Υψηλής Πύλης.

Μπήκε στον Πύργο του και τον αιχμαλώτισε, οδηγώντας στα λημέρια του στο Λιμποβίσι. Εκεί τον υποχρέωσε να στείλει έναν αξιωματικό στους άρπαγες και ελευθέρωσαν τις τρεις Ελληνίδες.

Το περίεργο είναι ότι εντελώς ξαφνικά βρίσκουμε τον Γιάννη Κότσικα μ’ όλα τα παλικάρια του, Κουρσάρους στο Αιγαίο. Είχαν δικό τους καράβι, μια πολεμική ταρτάνα με δέκα κανόνια. Οι νησιώτες τον λάτρευαν. Γιατί τα κατορθώματα του είχαν αφήσει εποχή. Ο καπετάν Γιάννης βρισκόταν εκείνες τις ημέρες στην Μονεμβασιά, όπου αναγνώρισε ένα πειρατικό καράβι. Όταν νύκτωσε έκανε ρεσάλτο και το κυρίευσε. Το ξένο πλοίο ήταν γεμάτο λάφυρα και γυναίκες. Ανήκε στον Τούρκο πειρατή Τζαφέρ Μουράτη, που ερχόταν από τη Σικελία. Ο καπετάν Γιάννης οδήγησε το πειρατικό καράβι στη Σικελία, όπου παρέδωσε το πολύτιμο φορτίο μαζί με τους φονιάδες στους Σικελούς. Οι τελευταίοι μέχρι σήμερα τραγουδούν «το τραγούδι του Ιάνι Κότσικα, οπού ηλευθεύρωσε ταις έντεκα κοπελούδες».

Το 1730 ξαναβρίσκουμε τον καπετάν Γιάννη στα βουνά της πατρίδας του, αλλά το «μπαϊράκι» έπαθε μεγάλη πανωλεθρία για να καταλήξει σ’ ένα μοναστήρι.

Ήταν 38 χρόνων που ξαναβγήκε κουρσάρος στη θάλασσα. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια όργωνε το Αιγαίο με το καράβι του. Και οι Τούρκοι όταν άκουγαν πως έρχεται ο «Σειτάν Γκιαούρ» παρακαλούσαν τον Αλλάχ ν’ ανοίξει η γη και να τους καταπιεί…

Αργότερα προσκολλήθηκε στον Μπότσικα, που ήταν αρχηγός των κλεφτών της Αρκαδίας κι έγινε πρωτοπαλίκαρο του για να του δώσει τελικά τη γενική αρχηγία.

Στις 18 Μαρτίου 1746, έπειτα από προδοσία έπεσε σε ενέδρα, κοντά σ’ ένα δάσος του Λεονταρίου. Στην ενέδρα αυτή σκοτώθηκαν ο Μπότσικας, ο Μαντάς, ο Περίβολος και ο καπετάν Γιάννης Κατσίκας με το καριοφίλι στα χέρια.

Αναζητούσα να βρω έναν κλεφτοκουρσάρο Μεγαλοπολίτη σαν τον καπετάν Γιάννη Κότσικα για να τιμηθεί η Ναυτική Μεγαλόπολη μ’ ένα κερί μνήμης στον αλειτούργητο Καπετάν Δαίμονα.

Ενδεικτικά ακόμη αναφέρω τους σπουδαιότερους κλέφτες προ του Αγώνα Ιωάννη Κραμποβίτη (1434-1490) και Αναγνώστη Κραμποβίτη (1600-1630), όπως και την αξέχαστη δράση του φημισμένου κλέφτη και καπετάνιου Κροντόδυλου Κλοδά (1425-1492). Υπάρχει τοποθεσία «Κλαδέικα» κοντά στις Άνω Καρυές.

Ακόμη το 1532 οι Μοραΐτες βοήθησαν τον Γενουάτη αρχιναύαρχο Αντρέα Ντόρια κατά των Τούρκων, όπως και τον Βενετό Φρ. Μοροζίνη (1684-87) αλλά και τον Μπόχαλη, ήρωα της Φραγκοκρατίας, που μαρτυρεί τοπωνύμιο στη Μεγαλόπολη.

 

(40)