Μανώλης Ντούνιας ο Πορθητής της Ντρομπολιτσάς
του + Θ. Κατριβάνου

 

Αφού έγραψαν με το σπαθί την ιστορία μόνοι,
χωρίς γι’ αυτούς τους ήρωες μια λέξη αυτή να πη,
με την πληγή τους για σταυρό κι ατίμητο γαλόνι
άλλοι στα γίδια γύρισαν και άλλοι στο κουπί.

Γ. Στρατήγης

«Προς την Σην επιτροπήν των αδικημένων αγωνιστών.

Η ευσεβάστως υποφαινομένη χήρα Εμμ. Δούνια τού πολλά προσενεγκόντος και συντελέσαντος εις τον υπέρ ανεξαρτησίας ιερόν αγώνα, προσέρχεται μετά μεγίστου σεβασμού προς την Σην Επιτροπήν όπως ανακοινώση τα του συζύγου της δικαιώματα άτινα εισίν τα εξής:

Ο σύζυγος μου μετά την περαίωσιν της Ελληνικής Επαναστάσεως επελθούσης της Βασιλείας, δεν έλαβεν ούτε τον παραμικρόν βαθμόν ούτε την ελαχίστην βοήθειαν από μέρους της Κυβερνήσεως ουδέποτε αν και μαρτυρικώς ηγωνίσθη και διαφόρους πληγάς έφερε επί του σώματος του. Περί των αληθειών τούτων είχον διάφορα πιστοποιητικά άτινα έγιναν παρανάλωμα πυρός κατακαυθείσης της οικίας μας εις Ναύπλιον. Μόνον εν επίσημον πιστοποιητικόν (διεσώθη) περί του οποίου όπισθεν γενήσεται λόγος.

Ο σύζυγος μου επιζήσας μέχρις  του 1855 αφ’ όπου απεβίωσεν επί της ψάθης εγκαταλιπών εμέ μετά τεσσάρων ανηλίκων κορασίων, νυν δε εν ώρα γάμου και πάσαι ανύπανδροι.

Μόνον ηυδόκησαν να απονείμουν εις αυτόν δύο αριστεία του αγώνος το του Χαλκού και το του Αργυρού ων τα επίσημα έγγραφα επισυνάπτω, εις την ανά χείρας αναφοράν μου και μετά του σωζομένου πιστοποιητικού των δέκα και τριών  τελευτησάντων και ζώντων γενναιοτάτων τότε οπλαρχηγών εντός του οποίου βλέπε ότι και ο σύζυγος μου συνετέλεσεν όχι ολίγον εις τον υπέρ ανεξαρτησίας ιερόν αγώνα χωρίς να λάβη ούτε οβολόν ούτε βαθμόν ως ανωτέρω ελέχθη.

Διό προσφεύγουσα η υποφαινομένη προς την Σην Επιτροπήν ίνα λάβη πρόνοιαν και αποδώση ικανοποίησιν τινά ην κρίνει εύλογον και αναλόγως των εκδουλεύσεων του συζύγου και δυνηθώ και εγώ εις τα τελευταίας ημέρας του βίου μου να οικονομήσω τας θυγατέρας μου αίτινες εισίν εν ώρα γάμου.

Όθεν πεπεισμένη εις τα φιλάνθρωπα και πατριωτικά αισθήματα σας δια τους αδικημένους αγωνιστάς και εις την ευπρόσδεκτον μικράν αίτησιν.

Υποσημειούμαι με όλον το σέβας
Η ευπειθεστάτη
Ελένη Εμμ. Δούνια»

 

Δεν είναι μόνο ο Νικηταράς, που, “πέθανε στην ψάθα” και που παρουσιάσαμε, προχθές· δυστυχώς, αυτή είναι η τύχη των “γνησίων” αγωνιστών σε όλους τους πολέμους, που, αγωνίζονται για ιδανικά και, στο τέλος, ουδείς τους το αναγνωρίζει… Έτσι, λοιπόν

Λιγοστοί θα γνωρίζουν ότι αυτός ο «επί της ψάθης» αποβιώσας το 1855 Μανώλης Ντούνιας ή Δούνιας, ο φτωχός και έρημος με τα τέσσερα κορίτσια της παντρειάς, είναι ο πορθητής της Ντροπολιτσάς, ένα από τα πιο ηρωϊκά και πιο αγνοημένα παλληκάρια του ’21. Δεν πέθανε μόνον «χωρίς να λάβη ούτε οβολόν ούτε βαθμόν» όπως παραστατικά αναφέρεται η χήρα του. Του έγινε κάτι χειρότερο: Πλαστογραφώντας την αλήθεια, του στέρησαν την υστεροφημία τής πιο ένδοξης πράξεως του. Δεν είναι ο Κεφάλας που μπήκε πρώτος στην  πρωτεύουσα του Μωριά στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 και τούχουν δώσει γιαυτό, τιμής ένεκεν και τόνομά του σε δρόμο της σημερινής πόλεως και δείχνουν την τάπια που πάτησε και μπήκε. Ο αληθινός πορθητής είναι ο Μανώλης ο Ντούνιας μικροκαπετάνιος από το Λεωνίδιον της Κυνουρίας «ανήρ πνεύματος και πονηρίας» όπως μας τον απαθανάτισε ο ιστορικός Ι. Φιλήμονας.

Η αληθινή ιστορία του ’21 ολοκληρωμένη δεν έχει ακόμα γραφεί. Πλούσιο, αδούλευτο υλικό, όχι ιστορικών καλαμαράδων που γράψανε κατά συμπάθεια η παραγγελία, αλλά υλικό από επιστολές του καιρού εκείνου, αναμνήσεις αγωνιστών, έγγραφα, υλικό και απ’ αυτήν την στοματική παράδοση, περιμένει τον άξιο δουλευτή που θα διώξη την σκουριά της ψευτιάς και της ανακρίβειας και θα χαρίση στις γενιές, σημερινές και μελλούμενες, λαμπικαρισμένο το αληθινό ’21.

Γιατί δεν είναι μόνον ο Ντούνιας που αγνοήθηκε ούτε μόνον γύρω από την άλωση της Τριπόλεως έγιναν πλαστογραφίες. Ποιος ξέρει π.χ. ότι αυτή η περίφημος «ιστορία» της επισήμου ανυψώσεως στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου δεν έγινε ποτέ, αλλά είναι μεταγενέστερο, χωρίς κουκούτσι ιστορικής αλήθειες, κατασκεύασμα; Ποιος ξέρει ακόμα πως ο περίφημος «Προδότης» όπως τον κατακερεύνωσε ο Βαλαωρίτης «ποιητική αδεία», ο Θανάσης Βάγιας κάθε άλλο είχε το θάνατο που νομίζει ο πολύς κόσμος, αλλά πέθανε τιμημένος και κηδεύτηκε στην Αίγινα το 1835, δημοσία δαπάνη, όντας πρώτος Διευθυντής των φυλακών του νεοσύστατου βασιλείου; Έπειτα μέχρι πριν λίγα χρόνια, ποιος ήξερε τον Παναγή Καρατζά έναν απ’ τους καλύτερους αγωνιστές, αυτόν που πρώτος ύψωσε την σημαία της Επαναστάσεως στο Μωριά; Ποιος ξέρει την αληθινή δράση των αγωνιστών της εποχής εκείνης; Χιλιάδες παραδείγματα συγχύσεως και πλαστογραφίας υπάρχουν και ανάμεσα σ’ αυτά ξεχωριστό και άξιο για μνημόνευση και αποκατάσταση η περίπτωσις του Μανώλη Ντούνια.

Βρισκόμαστε στο Σεπτέμβριο του 1821. Η μάχη του Βαλτετσιού και της Γράνας, έχουν κρίνει την τύχη της Ντρομπολιτσάς. Ζωσμένη από παντού έχει μετρημένες τις μέρες της. Όμως ανάμεσα στους πολιορκητές έχει πέσει διχόνοια. Μυρίζονται πλιάτσικο και προσπαθούν ο καθένας νάχη τα πρωτεία. Ως και αυτή η Μπουμπουλίνα άφησε τα καράβια της και ήρθε να πάρει μέρος. Μάταια ο Κολοκοτρώνης και οι στρατιωτικοί προσπαθούν να συγκρατήσουν κάποια πειθαρχία και να πετύχουν την κανονική παράδοση ή στην ανάγκη το ρεσάλτο.

Πολλοί Τούρκοι με τις παλιές γνωριμίες τους με Κοτσαμπάσηδες βρισκόντουσαν σε μυστικές επαφές και για δωροδοκίες πολλά ψιθυρίζονταν. Οι απλοί μαχητές άρχιζαν να διαμαρτύρονται. Στο μεταξύ μεγάλος σταθμός και για την πτώση της Ντροπολιτσάς μα και γενικότερα στον όλον αγώνα, ήταν τα σάρτια (συνθήκες) που κάνανε Έλληνες και Αρβανίτες στα τέλη Αυγούστου 1821 και που ήταν η επιβεβαίωση μιας υφιστάμενης σιωπηρής ανακωχής μεταξύ τους. Αρβανίτες και Ρωμηοί μισούσαν τους Τούρκους Κονιάρους (Μακεδονίας, Θεσσαλίας) και Χαλδούπηδες (Μικράς Ασίας). Ο σπόρος του Ρήγα για συναδέλφωση των Λαών εναντίον του δυνάστη, δεν είχε πέσει σε αγκαθότοπο.

Τον Αύγουστο του 1821 δόθηκαν επίσημα, όρκοι βαριοί και υπογράφτηκαν οι συμφωνίες ανάμεσα στους Ρωμιούς και Αρβανίτες, που βρίσκονταν στην περιοχή των Ιωαννίνων. Ο Χρήστος Στάϊκος και ο Καραπάνος πήραν γράμματα από τους Ταχήρ Αμπάζη και Μάρκο Δαμιράλη, εξέχοντες των Αλβανών και ήλθαν στην Τρίπολη στις αρχές του Δεκέμβρη και τα δώσαν στον Εμάζ Μπέη, αρχηγό των Αρβανιτάδων πολιορκουμένων. Λίγο πιο πριν και ο Κολοκοτρώνης είχε αρχίσει μυστικές συνομιλίες με τους Τουρκαλβανούς του Λάλα και τον Αρχηγό τους τον Χασάν Φιδά. Δέχτηκαν οι Τουρκαλβανοί να φύγουν με τάρματα τους και τις πραμάτιες τους, απείρακτοι. Συμφώνησαν και οι δικοί μας. Έπεσαν όμως οι διχόνοιες, έδωσε και πήρε η στενοκεφαλιά και η παράδοση αργούσε. Κι αν ερχότανε ο χειμώνας η πολιορκία θα διελύετο και στο μεταξύ ο Χουρσίτ, ετοίμαζε φουσάτα να στείλει να σώσουν την πρωτεύουσα του και τα χαρέμια με τους θησαυρούς του. Και αν προλάμβανε, καταλαβαίνει ο καθένας τις συνέπειες.

Και τότε στις 23 Σεπτέμβρη 1821 ο Μανώλης Ντούνιας με την εξυπνάδα του και την παλληκαριά του πέτυχε την άλωση και στερεώθηκε ο ξεσηκωμός.

Και να πώς: Επικεφαλής μικρού σώματος συμπατριωτών του μαζί με όλο το τμήμα των πολιορκητών από την Τσακωνιά (Κυνουρία), κράταγε την πολιορκία προς την πλευρά της πόρτας του Αναπλιού κοντά στο σημερινό Νεκροταφείο της Τριπόλεως. Απέναντι από τον Ντούνια, αρχηγός της Φρουράς πύλης, ήταν ο Τουρκαλβανός Γκέζαγας γιος του Σαλή Σάρτσα άλλοτε «σπαή» στην Τσακωνιά. Ο Ντούνιας ήξερε ταρβανίτικα κι’ έπιασε φιλίες με τον Γκέζαγα και τους Αλβανούς. Οι σχέσεις τους ενισχύθηκαν με την άφιξη των επιστολών από τα Γιάννενα. Δίναν στους Αλβανούς τρόφιμα και παίρναν όπλα. Αρκετές φορές γλεντούσαν παρέα και πρόσεχαν ο ένας τον άλλο για να μη χτυπιούνται.

Ο Ντούνιας τότε «ανήρ πνεύματος και πονηρίας» πρόσεξε από τις συχνές επισκέψεις του και τις φιλίες του, ότι θα μπορούσαν να πατήσουν το κάστρο και να καταλάβουν την πόλη. Και αμέσως έβαλε σ΄ εφαρμογή το σχέδιό του. Με άλλους τρεις φίλους και γνωστούς των Αλβανών, στις 23 Σεπτέμβρη ανέβηκε με σκοινί πάνω στην Τούρκικη Τάπια, δήθεν για ναγοράση όπλα. Κάτω στην είσοδο είχαν κρυφτεί κάμποσοι Τσακωνιάτες και περίμεναν. Ο Ντούνιας με τους συντρόφους του πιάσαν τους Αλβανούς, τραβήξαν απάνω τούς άλλους Τσακωνιάτες με σκοινιά, άνοιξαν την πόρτα του Κάστρου και γύρισαν τα κανόνια της Τάπιας κατά το Τούρκικο Σαράγι. Σε λίγο η άλωση της Ντρομπολιτσάς είχε συντελεσθεί.

….. Πέρασαν χρόνια. Ο Ντούνιας συνέχισε πολεμώντας:

«Πιστοποιούμεν οι υποφαινόμενοι ότι ο κύριος Μανώλης Γ. Δούνιας εκ Λεωνιδίου της Κυνουρίας δραξάμενος απ’ αρχής του ιερού αγώνος τα όπλα, υπηρέτησε την πατρίδα στρατιωτικώς ως Μπουλουξής καπετάνιος, παρευρέθη επικεφαλής ογδοήκοντα μέχρις εκατόν στρατιωτών εις τας πολιορκίας Μονεμβασίας, Τριπόλεως, Κορίνθου και Ναυπλίου, εις τας μάχας των Δολιανών, Βαλτετσίου, Μπερτζοβάς, Αγιοσώστη, Όμερ Τσαούση, Γράνας και εις Πάτρας. Κατά την Κόρινθον εν Πεντεσκούφη, Βόχα και άλλα μέρη. Κατά του Δράμαλη εις Άργος, Ναύπλιον, Δερβενάκια, Κλένια, κατά την Στερεάν εις τας μάχας της Στυλίδος, Αγιαμαρίνας, Σαλώνων και Αθηνών και τέλος κατά του Ιμβραήμ εις Μανιάκι, Χονδρικού, Μύλους, Βέρβαινα και Δαβιά. Γνωρίζοντας όθεν τας στρατιωτικάς εκδουλεύσεις του ανωτέρω προς δε ότι διετήρει ιδίαις δαπάναις τους υπό την οδηγίαν του στρατιώτας, εκδίδομεν το παρόν πιστοποιητικόν δια να χησιμεύση όπου δει.

Εν Αθήναις τη 23 Φεβρουαρίου 1844.

Οι Οπλαρχηγοί

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Θεοδ. Γρίβας, Νικηταράς Σταματελόπουλος, Χατζή Χρήστος, Π. Γ. Ρόδιος, Τζανετάκης Γρηγοράκης, Ιωάννης Κολοκοτρώνης, Δ. Ζόκρης, Κανέλλος Δεληγιάννης, Δ. Πλαπούτας, Π. Ζαφειρόπουλος, Σαράντης Γρηγοράκης, Παν. Σαρηγιάννης».

 

….. Πέρασαν και άλλα πολλά χρόνια. Η Πατρίδα λευτερώθηκε «και ελθούσης της Βασιλείας, ο Ντούνιας δεν έλαβεν ούτε τον παραμικρόν οβολόν ούτε την ελαχίστην βοήθειαν από μέρους της Κυβερνήσεως ουδέποτε», όπως με τόσην απόγνωση καταγγέλει η χήρα του. Και στις 28 Φεβρουαρίου 1855, ο λευτερωτής της Ντρομπολιτσάς πεθαίνει στην ίδια πόλη που την λευτέρωσε. Σε κάποιαν άκρη τον θάψανε «κατά την συνήθη εκκλησιαστικήν τάξιν εν τω νεκροταφείω της Αγίας Βαρβάρας», όπως αναφέρεται στην ληξιαρχική πράξη του θανάτου του.

«Αριθ. 10.

Απέθανεν υπό αιφνιδίου θανάτου ο 65ετής Μανουήλ Δούνιας και κατ’ έγγραφον άδειαν του νεκροσκόπου υπ. Αριθμ. 16 και από 28 Φεβρουαρίου ε.ε. ετάφη κατά την συνήθη εκκλησιαστικήν τάξιν εν τω νεκροταφείω της Αγίας Βαρβάρας.

Τρίπολις α Μαρτίου 1855

Αθανάσιος Ιερεύς και Οικονόμος»

Αυτή είναι η ιστορία του Ντούνια. Του κλέψαν την δόξα, που την οικειοποιήθηκε άλλος αγωνιστής, άξιος μα όχι δικαιούχος. Τον άφησαν αβοήθητο, θεόφτωχο, αυτόν που συντηρούσε σώμα στρατιωτών ιδίαις δαπάναις του, άγνωστο, να πεθάνει πικραμένος «επί της ψάθης», γιατί γνώρισε και την κακοτυχία σε κάποια σύγκρουση στ΄Ανάπλι να του κάψουν και το σπίτι που έμενε.

Ευσεβάστως ο υποφαινόμενος προσφεύγει όχι στην Επιτροπή των αδικημένων αγωνιστών, αλλά στην ιστορία, «ίνα λάβη πρόνοιαν και αποδώσει ικανοποίησιν ην κρίνει εύλογον και αναλόγως των εκδουλεύσεών του» δια τον Μανώλη Ντούνια τον ελευθερωτήν της Ντρομπολιτσάς.

 Από την “Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά”

 

(1551)