Του Χρυσ. Κριμπά

Λυκάων ο παμπάλαιος, γενάρχης των Αρκάδων
ογδόντα γιους απόχτησε, μετά πολλών μανάδων.
Το τέκνο του ο Μακεδών, μ’ Αρκαδική ομάδα
επήγαν και αποίκισαν, τη Βόρεια την Ελλάδα.

Ίδρυσαν πόλεις και χωριά, στέριωσαν κοινωνία
κι αμέσως την ονόμασαν, χώρα Μακεδονία.
Του Μακεδόνα τ’ όνομα, πήρε του αρχηγέτη
αυτού του ρηξικέλευθου, του νεφεληγερέτη.

Αργότερα ο Φίλιππος, τ’ Αλέξανδρου ο πατέρας
να πλήξη αποφάσισε, το περσικό το τέρας.
Θέλησε ο ιδιοφυής, Έλληνες να ενώσει
τους Πέρσες στις εστίες τους, να εξουδετερώσει.

Σχέδιο μεγαλεπήβολο, που θα ‘κανε το Γένος
να στρέψει κατά των Περσών, το ιερό μας μένος.
Το μένος το ασίγαστο, για όσα είχαν κάνει
ενάντια στην πατρίδα μας, οι βάρβαροι Περσιάνοι.

Και όταν αποφάσισε, Έλληνες να ενώσει
μετήλθε τρόπους δραστικούς, για να το κατορθώσει.
Κατέβηκε στην Κόρινθο, Φίλιππος ο ιθύνων
όπου ανακηρύχτηκε, άρχοντας των Ελλήνων.

Μ’ αυθόρμητη απόφαση, ευθύς, καιρό δεν χάνει
μ’ επίλεκτο απόσπασμα, στην Αρκαδία φθάνει.
Πατώντας την Αρκαδική, τη γη, με θείον δέος
πήρε αλκή και δύναμη, σαν μυθικός Ανταίος.

Σαν έφθασε στην ξακουστή, την πόλη τη Νεστάνη
να τον τιμήσουν έσφαξαν, οι κάτοικοι, μια στάνη.
Μια στάνη γιδοπρόβατα και άλλη από βόδια
να φάνε τα στρατεύματα, να ‘χουν γερά τα πόδια.

Για να βαδίζουν σταθερά, να φθάνουν στον σκοπό τους
στον στόχο τον πατριωτικό και τον προορισμό τους.
Σήμερα ακόμη σώζεται, μες στη Νεστάνη η βρύση
που έμελλε τον Φίλιππο, νεράκι να ποτίσει.

Ο βασιλιάς συνέχισε, την ένδοξη πορεία
τιμητικά τον δέχτηκαν σ’ όλη την Αρκαδία.
Στη Μαντινεία έφθασε, επήγε στην Τεγέα
κι ύστερα στη Λυκόσουρα, προγονική τη γαία.

Πατρίδα του Λυκάονα, ήταν αυτή η πόλη
ο πιο αρχαίος οικισμός, στην οικουμένη όλη.
Μες στον ναό της Δέσποινας, μπαίνει και προσκυνάει και γι’ άλλους τόπους μακρινούς, αμέσως ξεκινάει.

Σπεύδει όλους τους Έλληνες, μαζί να ξεσηκώσει
το σχέδιο το παράτολμο, ευθύς να ενσαρκώσει.
Έτσι, που η Ελλάδα μας, δύναμη ν’ αποχτήσει για να μπορεί θανάσιμα, βάρβαρους να λακτίσει.

Ώστε πολύ περήφανη κι ελεύθερη να μένει
να λάμπει, ν’ ακτινοβολεί, σ’ όλη την οικουμένη.

(50)