… Το διαγούμισμα των αγαθών του ηττημένου ήταν, στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, άγραφος νόμος τόσο παλιός όσο και ο πόλεμος. Τα λάφυρα πάντα, από τον καιρό του Ομήρου και παλιότερα, ανήκαν στους πολεμιστές. Μέρος τους μόνο δινόταν στον ηγεμόνα και κάποιες φορές και στο Θείον. Στο Ισλάμ μάλιστα ήταν ιερός κανόνας, με το ένα πέμπτο να πηγαίνει στον Προφήτη ή τον αντιπρόσωπο του, π.χ. τον Σουλτάνο. Οι κλέφτες ήταν απλώς πολεμιστές αβασίλευτοι, χωρίς σημαία, και σχεδόν χωρίς ελπίδα. Έτσι τους έλαχε. Δεν ήταν επάγγελμα το να είσαι Κλέφτης, αλλά ούτε και παροδική ευκαιρία για “να πιάσουν την καλή”. Ήταν τρόπος ζωής. Μεγάλωναν, ζούσαν, και συχνά πέθαιναν, με το όπλο στο χέρι…

Είναι λυπηρό -αλλά όχι ολότελα απρόσμενο στη χώρα των ξύπνιων με τη μαστουρωμένη συνείδηση- πώς πλασάρεται από κάποιους -που θα ‘πρεπε να ξέρουν καλύτερα- η παρουσίαση των Κλεφτών της Τουρκοκρατίας σαν κοινών εγκληματιών. Είναι ταυτόχρονα μουσική που χαϊδεύει τα αυτιά όσων κλέβουν την εφορία -και παντοιοτρόπως τους συμπολίτες τους- αφού τους επιτρέπει να αισθάνονται λίγο… Κολοκοτρωναίοι. Επειδή είμαι από αυτούς που ξεβολεύονται από τέτοιες βολικές σκηνοθεσίες, επικαλούμαι τη μαρτυρία του Ιρλανδού περιηγητή Edward Dodwell(1), παρόντα στην Ελλάδα πριν τη μετεπαναστατική δήθεν ηρωποίηση των Κλεφτών. Πιο συγκεκριμένα στα 1801, όταν ξεκινώντας από τη Βενετία έφτασε μέχρι την Κεφαλονιά.

Για την Κεφαλονιά δίνει τόσο λίγες πληροφορίες που αναρωτιέμαι αν πραγματικά πάτησε το πόδι του εκεί. Απόλυτα κατανοητό το να μην πάει, αφού το νησί βρισκόταν σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου. Στη Ζάκυνθο σίγουρα δεν πήγε σε κείνο το πρώτο ταξίδι. Δεν ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα εκεί, οι Ζακυνθινοί είχαν σηκώσει δικό τους μπαϊράκι, κηρύσσοντας αυτονομία από την Επτάνησο Πολιτεία. Στην Κέρκυρα παραλίγο να την πατήσει. Εκεί που έκανε τη βόλτα του στο Λιστόν -ή κάπου αλλού- βγήκαν τα πιστόλια και έγινε η πόλη πεδίο μάχης μεταξύ Τούρκων λεβέντηδων και Κερκυραίων ποπολάρων. Δεκαεφτά στον τόπο και κάμποσους ετοιμοθάνατους μέτρησαν οι Τούρκοι, λιγότερους από τους μισούς οι Κερκυραίοι. Πλακώσανε και μερικές χιλιάδες ένοπλοι χωριάτες και έβγαλε ο Θεοτόκης, πρόεδρος της Γερουσίας τότε, το Ρώσικο στρατό στους δρόμους. Όχι τόσο γιατί φοβήθηκε μη χαλάσουνε οι χωριάτες τους Τούρκους αλλά για να μη χαλάσουνε το αρχοντολόι.

Είχανε βλέπετε αρπάξει την εξουσία οι ευγενείς, με τις πλάτες των Ρώσων και Τούρκων νταβατζήδων νεότευκτου προτεκτοράτου, και ακυρώνανε όσες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις είχαν κάνει οι Γάλλοι πριν λίγα χρόνια. Εκτός από αυτό, ο κόσμος φοβότανε ξεπούλημα στο Σουλτάνο και βρισκόταν σε αναβρασμό. Μέσα σ’ αυτό το γενικό μπάχαλο οι πολιτικές διαφορές λύνονταν με ξένες επεμβάσεις, φονικά, ληστείες, και εμπρησμούς. Αναρωτιέμαι, παρεμπιπτόντως, μέσα σε τέτοιες συνθήκες, πόση βαρύτητα μπορεί να έχει ο χαρακτηρισμός των αδελφών Καμπασαίων(2) από τον Λεωνίδα Ζώη σαν “ληστοσυμμορία”(3), προφανώς βασιζόμενος σε έγγραφα της εποχής από τα πάλαι ποτέ Αρχειοφυλακείο Ζακύνθου.

Στην Ιθάκη φαίνεται πως ο Dodwell βρήκε μια σχετική ηρεμία που αντικατοπτρίζεται στο έργο του. Έτσι είδε το Βαθύ.
Η μαρτυρία του τώρα, σε δική μου μετάφραση και συγχωρείστε μου τις υπογραμμίσεις. Οι Ελληνικές λέξεις είναι ακριβώς όπως τις έγραψε, εγώ απλώς τις έβαλα σε «».

Δεν ήταν μικρή η έκπληξη μας, μια μέρα, όταν ο υπηρέτης του σπιτιού ήρθε μέσα να αναγγείλει τον καπετάνιο των κλεφτών και τους άνδρες του, οι οποίοι ήθελαν να κάνουν τη γνωριμία μας. Η πόρτα άνοιξε, και μια ντουζίνα Αλβανοί, με την αγριότερη και τρομερότερη εμφάνιση, παρέλασαν μέσα (στο δωμάτιο), ντυμένοι στο βελούδο και το χρυσάφι, και οπλισμένοι σαν να πήγαιναν στο πεδίο της μάχης. Μας χαιρέτησαν με μια ελαφρή κλίση του κεφαλιού, με το δεξί χέρι στο στήθος και τις συνηθισμένες φιλοφρονήσεις όπως “ο δούλος σας” και “πολυκρόνια”. Κατόπιν καθίσανε και χωρίς άλλη τσιριμόνια άρχισαν να καπνίζουν τα τσιμπούκια τους. Μετά από μερικά λεπτά σιωπής, και αλληλοκοιτάγματος, ο καπετάνιος των κλεφτών άνοιξε τη συζήτηση, και μας είπε ότι πρώτα ήρθε να υποβάλλει τα σέβη του στους Μυλόρδους, και μετά να προσφέρει τις υπηρεσίες του, και αυτές αρκετών εκατοντάδων “παλικάρι”, ή γενναίων, που είχε υπό τις διαταγές του, οι οποίοι θα μας ακολουθούσαν όπου και αν αποφασίζαμε να τους οδηγήσουμε -όντας προς το παρόν αδρανείς και άνεργοι, αφού είχαν τελευταία λεηλατήσει τους Τούρκους στην απέναντι ακτή, και αρπάξει οτιδήποτε ήταν κάποιας αξίας. Εκφράσαμε όλες τις πρέπουσες απαντήσεις στις ευγενικές προσφορές του καπετάνιου, τις οποίες παρά ταύτα αρνηθήκαμε.

Αυτοί οι κλέφτες είναι Αλβανοί Χριστιανοί, οι οποίοι από παλιά εξασκούσαν το αρπακτικό τους ταλέντο στην περιοχή του Πασά των Ιωαννίνων. Αλλά λόγω της επαγρύπνησης της αστυνομίας του έχουν υποχρεωθεί να καταφύγουν στα γειτονικά νησιά, όπου έχουν βρει άσυλο κάτω από την προστασία της Επτανήσου Πολιτείας. Δηλώνουν ότι ληστεύουν μόνο Μωαμεθανούς, εναντίον των οποίων έχουν εξαπολύσει αιώνιο και θρησκευτικό πόλεμο, μιμούμενοι ισχυρότερους σταυροφόρους. Καταδέχονται να ληστεύουν ακόμα και στα πελάγη, και η Ιθάκη ήταν ο τόπος όπου εναπόθεταν τη λεία τους. Ο καπετάν Γιάννος (Jano), ο αρχηγός τους, είναι Ακαρνάνας, και έχει έναν αδελφό, επίσης καπετάνιο μιας άλλης ομάδας, και τόσο σπουδαίο κλέφτη όσο και ο ίδιος.

Είναι αναγκαίο να εξηγήσω ότι στην Ελλάδα ντροπή και αίσχος δεν συνδέονται καθόλου με το όνομα του κλέφτη, και το επάγγελμα της ληστείας, όταν γίνεται με ύφος μεγαλοπρεπές, και με αφθονία απελπισμένων ανθρώπων, που λεηλατούν απροκάλυπτα στους δημόσιους δρόμους, παίρνουν αιχμαλώτους που ανταλλάσσουν με λύτρα, υποχρεώνουν χωριά να συνεισφέρουν, και αψηφούν την κυβέρνηση. Όταν καταδιώκονται από ισχυρότερη δύναμη καταφεύγουν στα νησιά και ακονίζουν τα όπλα τους για μελλοντικές επιδρομές.

Θεωρώντας ότι o καπετάν Γιάννος δεν ήταν κοινός κλέφτης, και θέλοντας να τα έχουμε καλά μαζί του, του ανταποδώσαμε την επίσκεψη, και γίναμε δεκτοί με εγκάρδια ευγένεια, και μας προσφέρθηκαν πλούσια διακοσμημένα τσιμπούκια, καφές σε χρυσά φλιτζάνια και τα καλύτερα ροσόλια, τα προϊόντα των αρπαγών του, που μας τα σερβίρισαν κατώτεροι κλέφτες. Με το που θαυμάσαμε τον πλούτο και τη μεγαλοπρέπεια της φορεσιάς του, έδωσε την άδεια στον καλλιτέχνη μου να του κάνει το πορτραίτο, και έστειλε τα ρούχα και τα όπλα του στο σπίτι μας, για να τα σχεδιάσουμε με την ησυχία μας με ακρίβεια και λεπτομέρεια.

Όσο ασυμβίβαστο και να φαίνεται το σύστημα πολέμου του καπετάν Γιάννου προς τα αισθήματα μας, και τις αντιλήψεις μας περί δικαίου, γνωρίζουμε ότι στα πρώιμα χρόνια της Ελλάδας το ακολουθούσαν ολόκληρα έθνη, που ζούσαν με λεηλασία, πειρατεία και σφαγή. Ο Θουκυδίδης μας λέει ότι στον καιρό του το εξασκούσαν οι Οζολοί Λοκροί, οι Αιτωλοί, οι Ακαρνάνες, και οι Ηπειρώτες. Και θεωρούνταν ένδοξο να λεηλατείς ανοχύρωτες πόλεις και σκόρπια χωριά. Ο Πολύβιος αναφέρει σχεδόν το ίδιο πράγμα για τους Αιτωλούς.

Το πρώτο πράγμα που πρέπει ίσως να παρατηρήσουμε είναι ότι αποκαλεί τους Κλέφτες Αλβανούς, και φαίνεται ότι δεν τους ξεχωρίζει από τους Αρβανίτες -τυπικό για ξένο συγγραφέα. Στο ότι οι Κλέφτες αυτοί ήταν Αλβανοί ή Αρβανίτες υπάρχουν πολλές ενστάσεις, κατά τη γνώμη μου δικαιολογημένες. Οι Αρβανίτες είχαν εγκαταλείψει την Ακαρνανία στις αρχές του 15ου αιώνα. Το γιατί τους είπε έτσι θα το εξηγήσουμε λίγο πιο κάτω.

Η πρώτη φράση που έχω υπογραμμίσει λέει ότι οι Κλέφτες είχαν βρει άσυλο από την Επτάνησο Πολιτεία. Παραθέτω εδώ ένα κομμάτι από μία περίληψη του Χιώτη για τους όρους ίδρυσης(4) αυτού του Ρωσοτουρκικού προτεκτοράτου.

“… Εν περιπτώσει διενέξεων κατά τάς νήσους, μόνη η Υ. Πύλη εδικαιούτο, δι’ οικείας δυνάμεως να καταβάλη αυτάς. Έτι δε η πολιτεία ώφειλε να έχη τον αυτόν εχθρόν και φίλον της Τουρκίας, και ουδεμίαν βοήθειαν ή πολεμοφόδια ή τροφήν ή σιτισμόν εδύνατο να παρέχη τοις εχθροίς της Τουρκίας. Μόνον Τουρκικοίς πλοίοις προσορμίζουσιν εις τας νήσους τοιαύτα τρόφιμα ήθελε προσφέρωνται, πληρομένου του ισοτίμου. Προς τούτοις η πολιτεία ουδέποτε εδύνατο να παρέξη καταφύγιον προς καταδιωκομένους παρά της Οθωμανικής Πύλης Έλληνας Χριστιανούς, και κατ’ ιδίαν Σουλιώτας, Τεκιανούς, Νιβιτσιώτας και Χιμαριώτας. Όσοι δε αυτών δια στάσιν, ή ληστείαν, ή επανάστασιν καταδιωκόμενοι κατέφευγον, ώφειλεν η Πολιτεία να συλλάβη αυτούς, και αλυσσοδέτους να αποστείλη εκείσε, όθεν έφυγον…”.

Σύμφωνα με αυτό οι Κλέφτες θα έπρεπε να είχαν συλληφθεί και παραδοθεί στους Τούρκους, ενώ βλέπουμε να κυκλοφορούν ελεύθερα και άφοβα. Κάποιος καχύποπτος θα μπορούσε να σκεφτεί πως ένα μερτικό από τα λάφυρα είχε περάσει στα χέρια σημαινόντων της Ιθάκης. Θα ήταν όμως αδύνατο να μη γνωρίζουν στην Κέρκυρα τη διαμονή των Κλεφτών. Θα έπρεπε, για να μη βάλουν σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη του κράτους, να είχε στείλει ένα στρατιωτικό απόσπασμα η Γερουσία και να τους διώξει, αν όχι να τους συλλάβει. Όμως όχι μόνο δεν το έκαναν από τη δική τους πρωτοβουλία αλλά ούτε και κατ’ απαίτηση των προστατών τους. Τα παρακάτω, παρμένα πάλι από το Χιώτη(5), είναι επιστολές του Ρώσου ναυάρχου και του Αλή Πασά Τεπενλή, η δεύτερη προς τους κατοίκους της Λευκάδας.

“… Ο Κύριος Αλή Πασάς των Ιωαννίνων εις τα γράμματα του μου φανερώνει, ότι μερικοί αυθάδεις εκ των Αλβανιτών έφυγον από το μέρος της Αλβανιτιάς και ευρίσκονται εις τα νησιά, όπου ελευθερώσαμεν από τους Φραντζέζους, δηλαδή οι Μπουκοβαλαίοι, οι Κοντογιανναίοι, ο Βλαχογεωργάκης, ο Σκαλτσοδήμος και άλλοι όπου έφυγον από την Αλβανιτίαν, οι οποίοι ευρίσκονται εις τα νησιά. Όθεν ζητεί αυτός να του σταλθώσιν οι τοιούτοι ή να τους αποδιωχθώσιν από τα νησιά. Παραγγέλω εις τα διοικήσεις Δεπουτατζιόνες και Κονκλάβα και εις όλους τους κατοίκους τούτων των νησιών, όπου παρόμοιους ανθρώπους να μην ήθελαν βαστούν κοντά τους εις τας νήσους, αλλά να τους αποδιώξωσιν εξ άπαντος. Και όλο αυτό να ενεργηθή το ογλιγορώτερον, περί ου αυστηρότατα εντέλλομαι…”.

Ταυτοχρόνως δε έγραφεν ο Αλή Πασάς την εξής επιστολήν προς τους Αγιομαυρίτας 1799 Μαιου 23…:
“… Ότι μαντάμ, οπού αυτά τα δύο βασίλεια εγένηκαν ένα, και είναι αγαπημένα ωσάν αδέλφια και ωσάν γείτονοι, όπου είμαστε και ημείς δια κάτι δραπέτες, όπου ήταν εις ταύτα τα μέρη με αφορμήν καπιταναίων, από τους οποίους εσκότωσα πολλούς και τους εκυνήγησα και ήλθαν και τρυπόνουν εις αυτά τα μέρη, και φυλάγονται και πάλιν ξεβγαίνουν, να χαλούν τον Ραγιά, καθώς σας γράφει και ο Αμιράλλιος Καβελιέρης Οσακώφ να τους διώξετε, και στο τουφέκι να τους βάλετε, και κανέναν να μην ματαζυγώσετε κανέναν αυτών δια να γλυτώσει ο κόσμος από τα κακά τους καμώματα. Σαν γείτονοι οπού είμαστε αγαπώ να περνούμε ήσυχα, και για οπού στέλνω και ένα δύο καϊκια αυτούθε να φέρνουν γήραις και να έχουν έγνοια δια αυτουνούς τους κακότροπους ανθρώπους, και μη βάλετε κανέναν σουμπεχέν σε παραμικρόν…”.

Στο πρώτο βλέπουμε το γιατί ο Dodwell αποκαλούσε τον Καπετάν Γιάννο και τα παλληκάρια του Αλβανούς. Οι καπεταναίοι που αναφέρονται δεν ήταν βέβαια Αλβανοί, και πολύ περισσότερο δεν ήταν από την Αλβανία. Αλβανιτιά ονομάζανε τότε οι Επτανήσιοι την περιοχή που έλεγχε ο Αλή Πασάς και οι Αλβανοί του, και που έφτανε νότια μέχρι τον Πατραϊκό Κόλπο. Από κεικαι κάτω δηλαδή ο Μοριάς, ήτανε σκέτη Τουρκία. Τέτοια άκουσεο Dodwell και, γνωρίζοντας ότι η Ακαρνανία δεν ήταν στην Αλβανία, υπέθεσε ότι επρόκειτο για Αρβανίτες. Πέταξε μάλιστα και μια αναφορά στη γνώμη του Σφραντζή γι’ αυτούς, σε σημείωση στον πάτο της σελίδας.

Μετά από αυτή την παρένθεση ας αναρωτηθούμε γιατί Γερουσία δεν έδιωχνε τους Κλέφτες. Η γνώμη μου είναι ότι ίσως δεν ήθελε και ότι σίγουρα δεν μπορούσε. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν αποδεκτοί από τον πληθυσμό, όχι σαν ληστές αλλά σαν αγωνιστές και σαν τιμωροί του αλλόθρησκου δυνάστη. Κρατούσαν ανοιχτό το μέτωπο με τον κατακτητή, και στα χέρια τους την τιμή, όση τέλος πάντων είχε απομείνει, των Ρωμιών. Το να στραφεί η Πολιτεία εναντίον τους σημαίνει ενίσχυση του φόβου ξεπουλήματος στους Τούρκους, παραπέρα αποξένωση της εξουσίας από τον πληθυσμό και λάδι στη φωτιά της εξέγερσης. Τελικά και ο ίδιος ο Dodwell παραδέχεται πως δεν ήταν κοινοί ληστές.

Θα μπορούσε να αντιτάξει κάποιος από τους καλοθελητές που φιλοδοξούν να ανασκευάσουν την Ιστορία πως, καλά, ο κόσμος τους αποδεχόταν και τους επιδοκίμαζε, οι ίδιοι όμως κλέφτες πολεμούσαν για το κούρσος. Εγώ θα απαντούσα πως, όσοι προσπαθούν να ερμηνεύσουν την Ιστορία μόνο μέσα από το λούκι των δικών τους κακομοίρικων εμπειριών, θα ήταν καλύτερα να μην ασχολούνται μαζί της. Διαφορετικά θα τα βάλουν και με το γερο–Όμηρο σε λίγο, που έγραψε για το θυμό του Αχιλλέα, δηλαδή έναν Ομηρικό καυγά για τη μοιρασιά του πλιάτσικου.

Το διαγούμισμα των αγαθών του ηττημένου ήταν, στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, άγραφος νόμος τόσο παλιός όσο και ο πόλεμος. Τα λάφυρα πάντα, από τον καιρό του Ομήρου, και παλιότερα, ανήκαν στους πολεμιστές. Μέρος τους μόνο δινόταν στον ηγεμόνα και κάποιες φορές και στο Θείον. Στο Ισλάμ μάλιστα ήταν ιερός κανόνας, με το ένα πέμπτο να πηγαίνει στον Προφήτη ή τον αντιπρόσωπο του, π.χ. το Σουλτάνο. Οι κλέφτες ήταν απλώς πολεμιστές αβασίλευτοι, χωρίς σημαία, και σχεδόν χωρίς ελπίδα. Έτσι τους έλαχε. Δεν ήταν επάγγελμα το να είσαι Κλέφτης, αλλά ούτε και παροδική ευκαιρία για να “πιάσουν την καλή”. Ήταν τρόπος ζωής. Μεγάλωναν, ζούσαν και συχνά πέθαιναν, με το όπλο στο χέρι.

Δεν ήταν άγιοι -αν και πολλοί άγιοι, οι λεγόμενοι στρατιωτικοί, θα συμμερίζονταν τις μεθόδους τους. Μεθόδους που πολλά αντάρτικα κινήματα μεταχειρίζονται ακόμα και σήμερα. Ούτε ήταν βέβαια Ρομπέν των Δασών, αφού ο ίδιος ο Ρομπέν δεν ήταν… ο εαυτός του. Λήστευαν αλλά και πολεμούσαν επί πληρωμή -έτσι συντηρούνταν. Στη στεριά αλλά και στη θάλασσα. Στην Ελλάδα αλλά και έξω απ’ αυτήν. Μαζί με τους Ρώσους στη Μεσόγειο, το Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, τους Αμερικανούς πεζοναύτες στη Λιβύη. Και εμείς, που δεν πολεμήσαμε ποτέ για τίποτα, που παραδώσαμε την Ελλάδα σε κλέφτες του κοινού ποινικού δικαίου, το λιγότερο που χρωστάμε είναι σεβασμός σε αυτούς που πολέμησαν για την ανεξαρτησία της.

Σημειώσεις
(1) Edward Dodwell, A Classical and Topographical Toyr through Greece, during the years 1801, 1805, and 1806, Λονδίνο 1819, σσ 72-74
(2) Οι Ζακυνθινοί αδελφοί Καμπασαίοι, Δημήτριος και Παναγιώτης κατά το Φωτάκο, Θεόδωρος και Ιωάννης κατά το Ζώη, ήταν καπεταναίοι το 1821 και έπεσαν μαχόμενοι. Η δράση τους ξεκίνησε πριν το 1803, ίσως όταν καταργήθηκε η ντε φάκτο αυτονομία της Ζακύνθου, και, σύμφωνα με τον υπασπιστή του Κολοκοτρώνη Φωτάκο, είχαν δράσει και εναντίον των Άγγλων αργότερα. “Τι κακόν έκαμον εις την Γαστούνην και εσκοτώθησαν ατρόμητα παληκάρια; Ο τόπος έκλαψεν αυτούς δια την παληκαριά των. Σαν τους Καμπασαίους, λέγουν, και δε τους λημνούσαν έγραψε.
(3) Λεωνίδας Ζώης, Λεξικόν, σ. 261.
(4) Παναγιώτης Χιώτης, Ιστορικά Απομνημονεύματα τόμος 3ος, σ. 774
(5)Ο. π., σελ. 792
Του Παύλου Παλαιού
από τις “Επιλογές” της εφημ. “Ερμής” Ζακύνθου

(97)