Είδα προχθές τον φίλο και συμμαθητή μου… Ήρθε με την ευκαιρία του αγώνα ΑΣΤΕΡΑ-ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ… Τον είδα την παραμονή το βράδυ… Πού θα πας το πρωί, τον ρώτησα… «Θα πάω στου Ροϊνιώτη, για πατσά» μου είπε! Κοίταξε τον, είπα μέσα μου, ζει τόσες 10ετίες στην Αθήνα, μέσα στα καλά του, και πεθύμησε την τριπολιτσιώτικη πατσά του Ροϊνιώτη!

Ο φίλος μου, λοιπόν, και συμμαθητής μου, είναι ο Τάκης· μέχρι προ τινος, ένας από τους 300 πιο πλούσιους στην Ελλάδα! Έχω και έναν άλλο φίλο και συμμαθητή, τον Πέτρο· ένας από τους έξι πιο πλούσιους στην Τριπολιτσά! Και οι δύο πλούτισαν ασχολούμενοι με το εμπόριο! Και οι δύο ξεκίνησαν το εμπόριο από την πλ. Άρεως! Ναι· πουλώντας «φιστίκια, πασατέμπο» με το πανεράκι τους!

Θυμάμαι όλα τα παιδιά, εκείνο τον καιρό, που, τους καλοκαιρινούς μήνες «έκαναν εμπόριο» στην πλ. Άρεως… «Έκαναν εμπόριο» τρόπος του λέγειν… Πουλούσανε φιστίκια, πασατέμπο, στραγάλια… για να τσοντάρουνε πρώτα στα έξοδα της οικογένειας κι έπειτα να βγάζουνε τα δικά τους έξοδα… Ήτανε μια δουλειά, ευκαιριακή, δηλ. καλοκαιρινή και μόνο τις Κυριακές το απόγευμα… Αγόραζαν από τα καταστήματα Ξηρών Καρπών (Τούρκου, Ματοσιάν…) τους ξηρούς καρπούς, έπαιρναν σακούλες από του Νούτσου ή του Γεωργαντά, κάθονταν στο σπίτι τους και σακούλιαζαν τους χύμα ξηρούς καρπούς –αν δε χρησιμοποιούσαν σακούλες, έβαζαν χάρτινα χωνιά-, τα τοποθετούσαν στο πανεράκι (ψάθινο καλαθάκι με χειρολαβή) κατά είδη και έβγαιναν τα βράδια στην πλ. Άρεως και διαλαλώντας τα «φρέσκα φιστίκια, πασατέμπο, στραγάλια» ή «ο πασατέμπος σας για να περνά η ώρα» ή…

Εκεί, λοιπόν, στην πιάτσα, έμαθαν το εμπόριο! Θυμάμαι, όλα αυτά τα παιδιά… Σήμερα, τα ξαναβλέπω… Όλα είναι επιτυχημένα, στον τομέα τους, άλλος λίγο, άλλος πολύ… με περισσότερο τον Τάκη και τον Πέτρο που έγιναν μεγάλοι και τρανοί! Δεν μου το βγάζεις από το μυαλό… ότι, τ’ ότι έγιναν επιτυχημένοι έμποροι, τίμιοι, δουλευταράδες, έξυπνοι, δραστήριοι… δεν μου το βγάζεις από το μυαλό… ότι όλα αυτά τα χρεωστούν στην πλ. Άρεως!

Και για να επανέλθουμε στην πατσά εμείς, οι Τριπολιτσιώτες, χρησιμοποιούμε το θηλυκό “η πατσ(ι)ά” και όχι “ο πατσάς” ή “το πατσαδάκι”, που, λένε, οι Αθηναίοι.. Έτσι και στην Ελευθερία, εκεί στο υπόγειο στην αρχή της Ουάσιγκτον, σε μια πλαστική επιγραφή διαβάζεις “Καθ’ εκάστην πατσά”… Εκεί, λοιπόν, και στο κατώι, από τις οκτώ το πρωί, κατεβαίνουνε από γύφτοι και εργάτες μέχρι γιατροί και χαμάληδες, ομογενείς και δικηγόροι, εργένηδες και πλασιέδες, χωρικοί και καλαμαράδες… Κι ώσπου να βυθιστούνε, δεν περνάει δεκάλεπτο και αναδύονται εύχαρεις, χαϊδεύοντες το στομάχι τους…! λες και ήπιανε το γάλα τους…

Με ‘μένα, τι θα γίνει, που, αν και παμφάγος, δεν γλωσσιάζω πατσά και μαγειρίτσα… Και η μυρωδιά τους μου φέρνει αναγούλα… Έτσι, λοιπόν, όταν η παρέα μου πάει για πατσά, εγώ, αρνούμαι να κατέβω, ενώ, τη νύχτα της Ανάστασης πιάνω γωνιά, στο τραπέζι, που, λίγο πολύ, είναι στο απυρόβλητο από του να βλέπω ή να μυρίζω μαγειρίτσα… Τι να γίνει…· υπάρχουνε και ιδιοτροπίες…

(257)