«Της καρέκλας το ποδάρι ξεκαρεκλοποδαριάστηκε»… λέγαμε ως γλωσσοδέτη… κι εννοούσαμε το ξύλινο ποδάρι της ψάθινης καρέκλας… αφού τότε, μόνο ψάθινες καρέκλες είχαμε εκτός, εκτός κάποιων καρυδένιων του σαλονιού… Θα μου πεις, πού τη θυμήθηκες την ψάθινη καρέκλα… τώρα στα ξεβλάσταρα…

Την είδα προχθές σ’ αθηναϊκό περίπτερο, παρακαλώ! αν είναι δυνατόν! Φαίνεται, πως εκεί στη 10ετία του ’50, ο τσοπάνης κι αργότερα περιπτεράς, την έφερε από το χωριό του στην Αθήνα! Εκείνη την ώρα που περνούσα με τ’ αυτοκίνητο, την είχε εκτός περιπτέρου και την περιποιότανε: είχε βγάλει ένα παχύ μαξιλάρι οπότε, στο μέσον του ψαθιού, έχασκε μια τρύπα, να! τη χτύπαγε να φύγει η σκόνη…

Τότε, όλα τα σπίτια είχανε ψάθινες καρέκλες και ποτέ πλαστικές αφού, το πλαστικό, ήρθε από το ’60 και μετά και στις καρέκλες από το ’80 και μετά! Μάλιστα, στην Τριπολιτσά, κειδά στη Φιλελλήνων που ήτανε τα τσαγκαράδικα, ήτανε και τα καρεκλάδικα που πουλούσαν κι έφτιαχναν καρέκλες… Έφτιαχναν τόν, από ξύλο, σκελετό κι έπλεκαν το ψαθί..· το ψαθί που το έπλεκαν χονδροειδέστατα και οι γύφτοι οι οποίοι, όλες τις δουλειές που έκαναν, ποτέ, δεν τις έκαναν τέλεια… γιατί δεν έβαζαν, ποτέ τον κώλο τους κάτω για να τις μάθουνε…

Υπήρχανε πλανόδιοι καρεκλάδες οι οποίοι περιέρχονταν τις γειτονιές και φωνάζοντας «ο καρεκλάς, ο καρεκλάς, καρέκλες πλέχω κι επιδιορθώνω»…· οπότε τον φώναζε η νοικοκυρά κι αυτός στρωνότανε στην αυλή ή στο πεζοδρόμιο κι άρχιζε… πρώτα να συμμαζεύει το σκελετό της καρέκλας δηλ. την έσφιγγε κολλώντας την ή βάζοντας χιαστί τα σύρματα, αν έλειπε κάποιο ξυλάκι το έβαζε και μετά άρχιζε το πλέξιμο από το ψαθί που είχε στην πλάτη του βουτώντας το στο νερό της βούτας… Όλο και κανάν καφέ ή καμιά κούπα κρασί τον κερνούσε η νοικοκυρά…

Το πλέξιμο ήθελε τη μαστοριά του… Αν επιθυμούσες να ποικίλεις το πλέξιμο με κανά δυο κόκκινα ή πράσινα σιρίτια, κι αυτό γινότανε αλλά σου ‘παιρνε παραπάνω χρήματα… Η καρέκλα άρχιζε να ξεφτίζει αφότου κάποιο παιδάκι με μαχαίρι την έκοβε οπότε το ψαθί ξετυλιγότανε ή αν, μόνης της, ξέφτιζε… Αυτές οι καρέκλες κρατούσανε 10ετίες… ίσως και 50 χρόνια κι 100 χρόνια!

Βοηθητικά καθιστικά είχαμε τότε τα σκαμνιά… -ξύλινα καθίσματα, συνήθως, μικρότερα του ύψους της καρέκλας- τα οποία τα έφτιαχνε ο πατέρας… Τότε, ο καθένας κοίταζε πώς θα βολευτεί…· δηλ. κοίταζε να βρει κάτι για να καθίσει… από ψάθινη καρέκλα μέχρι τον ντενεκέ του νερού ανάποδα και από σκαμνί μέχρι κατάχαμα (κατάχαμα τότε καθόμαστε διότι δεν είχαμε κοιλιές…· άντε τώρα να καθίσεις…· και καλά, μπορείς να καθίσεις… το πώς θα σηκωθείς είναι το θέμα…

Από την πολυκαιρία, οι ψάθινες καρέκλες αποκτούσανε μια γυαλάδα… Βέβαια, η λέρα, εδώ, πήγαινε σύννεφο και πολύ περισσότερο στις ταβέρνες που ήτανε ανακατεμένη με λίγδα! Η μάνα έβαζε κανά καλυματάκι… Σε κάποια φάση εκεί στο ’60 βγήκανε οι πάνινες καρέκλες οι λεγόμενες «σεζ λόνγκ»! τέτοιες είχανε και τα υπαίθρια σινεμά…

Σήμερα, οι τότε αναπαυτικές ψάθινες καρέκλες…, σήμερα, αν τις βρούμε και καθίσουμε πουθενά, εάν είναι «τωρινής εσοδείας» είναι αδύνατον να καθίσεις αφού το πλέξιμο του ψαθιού γίνεται πάνω σε ξύλινη βάση οπότε δεν είναι αναπαυτικές… Η πλάκα είναι πως, και στην κλασική ψάθινη καρέκλα να καθίσεις σήμερα, θα υποφέρεις διότι δε χωράει ο πισινός σου από την πολυφαγία! Γι’ αυτό φτιάχνουνε άλλου είδους καθιστικά γι’ ανθρώπους τετράπαχους! Πάντως, όποιος έχει καρέκλα ψάθινη, σήμερα είναι «αντίκα»!

(592)