Θα ήμασταν άδικοι εάν δεν δίναμε τα πρωτεία, στους Αφούς Νασιάκου, όσον αφορά την αξιοποίηση του αρωματικού Μαντινειακού μούστου, σ’ αυτό, που, λέγεται, σήμερα, Μοσχοφίλερο, αφού ήταν οι πρώτοι που δημιούργησαν σύγχρονο Οινοποιείο αλλά και οι πρώτοι που εμφιάλωσαν το, υποτιθέμενο, μέχρι τότε, «αδύνατο» Φιλέρι… άσχετα αν, μετά, η επιχείρηση δεν είχε την περαιτέρω αυτόνομη πορεία… Εξίσου, θα ήμασταν άδικοι, εάν δε μνημονεύαμε τον μακαρίτη, Γιώργο Νικολετόπουλο, ο οποίος ήλθε στην Τρίπολη, το 1950, ως Οινολόγος (αριστούχος του Πανεπιστημίου) και ήταν αυτός, που, διαμέσου, των Αφών Νασιάκου, πέρασε το αντίθετο, ότι δηλ. «το φιλέρι δεν είναι αδύνατο, σε γράδο, σταφύλι· τουναντίον, είναι αρωματικό και δυνατό κατάλληλο για ευγενή κρασιά και αφρώδεις οίνους»!

Αδόκιμος και λάθος είναι ο όρος και η ονομασία «Μοσχοφίλερο», μια ονομασία, των τελευταίων 40 ετών… αφού, ουδείς των αμπελουργών προγόνων μας, της Μαντινείας, χρησιμοποιούσε τον όρο «Μοσχοφίλερο»… λες και υπάρχει και το αντίθετο, προς διάκριση, που να λέγεται “κακοφίλερο”…! Η ονομασία πάντα ήταν «Φιλέρι»!

Θα θυμούνται, οι παλιοί, τ’ αμπέλια της Μαντινείας και τη σύνθεση τους -κατ’ αμπέλι ή στρέμμα-, δηλ. άτακτα φυτεμένα κλήματα φιλεριού και, σε κάθε αμπέλι -κυρίως στις άκρες-, ένα δυο κλήματα κέρινο ή μαυρούδα ή ασπρούδα ή σκυλοπινίχτη ή ροδίτη… κι όλα αυτά, όχι γι’ άρωμα αλλά για την υποτιθέμενη τόνωση των βαθμών αλκοόλ…· με τον “βασιλιά” να ‘ναι το φιλέρι… που, κάτω από το φως του φεγγαριού, μόνο ο ικανός Μαντίνειος αμπελουργός το γνώριζε… από ‘κείνο το θεϊκό ρόδινο χρώμα του, ως κεχριμπάρι!

Πλέον, το Φιλέρι και ο, εξ’ αυτού μούστος και κρασί, έχει κατακυριεύσει την Ελλάδα ενώ, βάζει πόδι, και στο εξωτερικό! Δεν υπάρχει Οινοποιητική μονάδα στην Ελλάδα -που να σέβεται τον εαυτό της και την ποιότητα που εκπέμπει- που να γυρίζει την πλάτη στον μικρό κάμπο της Μαντινείας! Τι Μπουτάρης, τι «Αχάια Γκλάους», τι Κουρτάκης… όλοι, μα όλοι, εδώ «σκύβουν κι εκλιπαρούν και βάζουν μεσάζοντες ποιος θα πρωτοπάρει»…!

Κι όμως, ενώ έπρεπε να περιφρουρήσουμε το «θείο δώρο» μας, οι Οινοποιοί μας, δυστυχώς, φάνηκαν «μικροί» στη σκέψη και στην πράξη… οπότε «έχασαν την μπάλα» του μονοπωλίου… με το να παραχωρούν “δικαιώματα” στους μη Μαντίνειους!

Όμως, ας δούμε, φέτος τα, περίπου, αριθμητικά δεδομένα και τους «ορμήσαντες» -Οινοποιούς και Μεσάζοντες- του «δωσ’ μου και μένα μπάρμπα», Μαντίνειους κι Εκτός…

Φέτος, ήταν χρονιά, πολύ καλή, απ’ άποψη ποσότητας, ενώ, η ποιότητα, θεωρείται, υπέροχη! Βλέπεις, δεν υπήρξε πάγος και χαλάζι…· έτσι, ο μέσος όρος στο στρέμμα, ήταν ιδεώδης, αφού ανήλθε σε 1.000 κιλά (800 το λιγότερο μέχρι 1200 το περισσότερο)! Είχαν δυνατό γράδο με μέσον όρο τους 11 βαθμούς! Συνολικά η παραγωγή ήταν περίπου 12.000 τόνοι σταφύλι ήτοι 10.000 τόνοι μούστο! Ήταν μια αρκετά ικανοποιητική παραγωγή που περιείχε καθαρό σταφύλι και με πολύ δυνατό γράδο… Έτσι, η τιμή, κατά μέσον όρο, ήταν 0,38 ευρώ. Ποιοτικά, πάντα, τ’ Αγιωργίτικα έχουν το καλύτερο σταφύλι με δεύτερη την Μποντιά… Φέτος, όπως προείπαμε, ήτανε καθαρά και γραδερά -κεχριμπαρένια- όλων των περιοχών… μ’ ελαφρώς υπερτερούσα την ποιότητα των Αγιωργιτίκων… Η μέση τιμή των 0,38 ευρώ αντιστοιχούσε για τα σταφύλια και των δύο Ζωνών…:

Εδώ, να επεξηγήσουμε, πως, ο Μαντινειακός Αμπελώνας του Μοσχοφίλερου (Φιλεριού) έχει μια πρώτη Ζώνη που αρχίζει από Κανδύλα και, δει, το Μοναστήρι Κανδύλας που παράγει εκλεκτή ποιότητα σταφυλιού, και από ‘κει και πέρα συνεχίζει: Ορχομενό, Λεβίδι, Παλαιόπυργο (Μποντιά), Κάψια, κάμπο Μηλιάς (Φτέρη – Κεφαλόγιαννη – Ρουμάναγα – Δρίνη – Σχίζα – Δαβλανταίικα – Πετουναίικα – Βρυσούλες – Μύτικα…), Λουκά, Ζευγολατιό, Πέλαγος (Μπόσουνα), Άγιο Βασίλειο, Νεοχώρι, Στενό, Αγιωργίτικα, Παρθένι, Ελαιοχώρι (Μάσκλινα) και Λιθοβούνια. Τ’ ανωτέρω, μέχρι προ 5ετίας αφού, μετά, μπήκαν στο όριο και οι: Ρίζες (το ορεινό μέρος τους…), Μαγούλα και Ψηλή Βρύση (Μάνεσι).

Όμως, υπάρχει και μια δεύτερη Ζώνη, τα υπόλοιπα ή «εκτός ζώνης» όπως, τα, λέμε, και είναι: Ρίζες (πεδινή), Μαγούλα (υπόλοιπο), Στάδιο, Γιοκαρέικα, Κερασίτσα, Αλέα, Βουνό, Κάνδαλος (Ζέλι) και Καπαρέλι (Μανθυρέα).

Η πρώτη ζώνη αποτελεί την παραγωγή Ο.Π.Α.Π. (Ονομασία Προέλευσης Ανωτέρας Ποιότητας) και η δεύτερη Π.Ο.Π. (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης). Η πρώτη είναι αναγνωρισμένη -από το Κράτος…- ως «το γνήσιο» και στη δεύτερη, το μπουκάλι πρέπει ν’ αναγράφει «Τοπικός Πελοποννησιακός Οίνος»… άσχετα αν αναγράφει και «Μοσχοφίλερο»…

Οι περίπου, «30 μνηστήρες της Πηνελόπης» που πήραν το σταφύλι μας -πάντα από πληροφορίες- ήταν:

  1. Από Ντόπιους: Τσέλεπος, Σπυρόπουλοι, «Σέμελη» (Νασιάκος), Καλόγρης, Καλογερόπουλος, Γιαννοπούλου, Τσεκούρας, «Όλυμπος», Μποσινάκης, Χριστοδουλοπούλου (Μαγούλα)…

2. Από Ξένους: ο Μπουτάρης (μαζί με τα δικά του… του Καμπά δηλ.), περίπου 650 τόνους, ο Κουρτάκης περί τους 900 τόνους, Ν. Ρεπάνης (Νεμέα) περί τους 350, η Οινομεσσηνιακή Α.Ε. περί τους 80 τόνους, Σπ. Λαφαζάνης (Αρχαία Νεμέα) περί τους 800, «Αχάια Γκλάους» περί τους 100, Μάρκου (Μεσόγαια), Κουτσοδήμος (Νεμέα) περί τους 3.000 τόνους, Ζαχαριάς (Νεμέα) περί τους 600, Τσιμπίδης (Λακωνία), Σκούρας (Άργος) περί τους 500, Αφοί Δούρου (Αργολίδα), Γ. Παλυβός (Αρχ. Νεμέα)…

Από τους Ντόπιους: Το περισσότερο που πήρε, ο καθένας, ήταν 1000 τόνοι και το λιγότερο 50).

Οι προδιαγραφές Ο.Π.Α.Π. (Μοσχοφίλερο Μαντινείας – Ανωτέρας Ποιότητας) είναι: Να τρυγηθεί, να πατηθεί εδώ, να γίνει μούστος εδώ, να εναποθηκευτεί εδώ (σε δεξαμενές), να απολασπωθεί εδώ, να πάρει τον κανονικό βρασμό εδώ, να γίνει κρασί (σύλλασπο ή σκέτο) εδώ, να έλθει ο γεωπόνος της Αγροτικής Ανάπτυξης να ‘δει και να δώσει την πιστοποίηση ώστε, πλέον, να μπορεί να μεταφερθεί οπουδήποτε… όπου, πλέον, εκεί και εμφιαλώνεται…

Αντίθετα οι των Π.Ο.Π. αποτελούν τον λεγόμενο «Τοπικό Πελοποννησιακό Οίνο» που, μπορεί, να εμπεριέχει Μοσχοφίλερο ή ροδίτη ή Νεμεάτικα, Αχαΐας, Σαββατιανά…

Δύο ντόπιοι (Τσέλεπος και Σπυρόπουλος) έχουν Οινοποιεία και στη Νεμέα (στο Κούτσι ο πρώτος και σε Αρχαία Νεμέα ο δεύτερος).

Ο Τρύγος, στη Μαντινεία, φέτος, άρχισε στις 27 Σεπτέμβρη και τελείωσε στις 15 Οκτώβρη. Χρησιμοποιήθηκαν στο τρύγο μόνο αλλοδαποί (Αλβανοί, Ρουμάνοι και Βούλγαροι) τρυγητές -κάπου 2.000- με μεροκάματο 25-28 ευρώ και το φαγητό τους. Όπως καταλαβαίνετε, τα γραφικά κοφινάκια, κοφίνες, μαχαιράκια, τραγούδια, ρεγγόπουλα, ασκιά… πήγανε περίπατο… Τον λόγο είχαν τα πλαστικά τελάρα, οι γλώσσες “βαβέλ”, τα σκυθρωπά πολύχρωμα πρόσωπα, η βιασύνη, τα φορτηγά αυτοκινητα, τα ψημένα κοτόπουλα από την  Τρίπολη…

Αυτόν τον καιρό ο μούστος βράζει στις ανοξείδωτες δεξαμενές κι ελάχιστος σε μαντινειακά ξυλοβάρελα βαγένια… κάτι, που, στο παρελθόν δε συνέβαινε… αφού έβραζε μόνο στα βαγένια…

Από εμάς, “καλά κρασιά”, λοιπόν…, αν και η ευχή, πλέον, αποτελεί υπερβολή και πλεονασμό… αφού, η επιστήμη, έχει τόσο πολύ προχωρήσει που δεν αφήνει το μούστο να “αυτονομήσει και αυτοπροσδιοριστεί” αλλά “με το ζόρι” θα γίνει κρασί και, φυσικά, “καλό κρασί”!

(851)