Του Χρυσ. Κριμπά
Ο Γέρων Ιερόθεος ο Τεγεάτης, νόμισε ότι πλησιάζει το τέλος του και κάθισε κι έγραψε τις πνευματικές του υποθήκες το έτος 1877 στις 22 Ιανουαρίου.
Ύστερα από δυο χρόνια, έγραψε άλλη διαθήκη ιδιοχείρως και αυτοπροαιρέτως, το 1879 έτος, μηνί Ιουνίω 15». Αν και έζησε άλλα οχτώ χρόνια, δεν ξανάγραψε άλλη, αυτή ήταν η τελευταία του.

Από το κείμενο της δεύτερης διαθήκης, θα αποσπάσουμε μερικά μόνο σημεία. Στην αρχή αναφέρει τα εξής:
«Επειδή ακούω του Προφητάνακτος Δαβίδ λέγοντος ότι «ουκ έστιν άνθρωπος ος ζήσεται επί γης και ουκ όψεται θάνατον» και αφ’ ετέρου δε παρατηρώ ότι και αλλεπάλληλοι ασθένειαι περιεκύκλωσάν με ένεκα του γηρατείου μου, έγνων ουν ότι σώας έχω χάριτι θεία τας φρένας και τας σωματικάς δυνάμεις μου, ίνα κάμω την παρούσαν και τελευταίαν μου διαθήκην ιδίαις μου χερσί διότι ουκ οίδα τι τέξεται ή επιούσα».

Λίγο πιο κάτω αφήνει αυστηρή εντολή να τηρείται η αρχή της ελεημοσύνης: «Να μη αποβάλλωσι κανένα ενδεή και πτωχόν από την Μονήν, αλλά να τω δίδωσι το κατά δύναμιν».

Την ώραν του φαγητού έπρεπε όλοι να βρίσκονται γύρω από την κοινή τράπεζα: Άπαντες οι εν τη Μονή ταύτη, αλλά και αυτοί οι δόκιμοι, άμα κρούση το καμπανάκι της τραπέζης ν’ αναβαίνωσιν ομοθυμαδόν ανεξαιρέτως και εσθίωσι τα παρατιθέμενα». Επειδή όμως υπήρχαν και μερικοί πονηροί που έκαναν τον άρρωστο για να τρώνε καλύτερα: «Ει δε τις προφασισθή αποφασίστους προφάσεις, να τω δίδεται ξηρός άρτος να γευθή εκτός της τραπέζης».

Φαίνεται ότι δεν άντεχαν όλοι στην αυστηρότητα του μοναχικού διαιτολογίου. Μιά παράγραφος της διαθήκης γράφει σχετικά: «Εις την νηστείαν του Τεσσαρακονθημέρου και των Αγίων Αποστόλων τα Σαββατοκύριακα τρώγομεν ιχθύας. Τα Σαββατοκύριακα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής τρώγομεν οινέλαιον και οστρακόδερμα. Των Βαΐων ούκ εσθίομεν ιχθύας. Την Μ. Πέμπτην οίνον μόνον. Τα από την Κυριακήν Θωμά του Αποστόλου Τετραδοπαράσκευα έως της Αναλήψεως, οινέλαιον. Την Τετάρτην της Μεσοπεντηκοστής και εις την απόδοσιν του Πάσχα, εσθίομεν ιχθύας. Το δεκαπενθήμερον του Αυγούστου τα Σαββατοκύριακα, έλαιον».

Ίσως, δεν έχει άδικο ο λαός που λέει ότι «είναι βαριά η καλογερική». Ναι, αλλά ο Ιερόθεος, μ’ αυτό το διαιτολόγιο, με σκληρή δουλειά και τις τόσες ευθύνες, έζησε πάνω από 90 χρόνια και ήταν ακμαιότατος.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το σημείο της διαθήκης που μιλάει για την κατάσταση της μονής: «Εύρομεν αυτήν ακατοίκητον από μοναχούς και άπαντα τα εντός και εκτός αυτής ερείπια και ουδέ εν πήλινον τσουκαλούδι εύρωμεν να πίνωμεν ύδωρ. Ούτε βόας, ούτε έτερον κτήμα, ούτε πρόβατα. Έχουσα δε δύο ζευγαριών μόνον, εν παλαιοάμπελον «γεράμπελο», έχουσα έτι μίαν ελαίαν, μίαν συκαμιναίαν, μίαν ροδίαν και μίαν καρυδέαν».

Έτσι, δεν μπορούσαν να ζήσουν ούτε οι ίδιοι (τέσσαρα άτομα) οι μοναχοί, μα δεν θα έκαναν και το καθήκον της φιλανθρωπίας: «Ουδόλως είχε κανένα κύριον εισόδημα η Μονή αυτή ως τοις πάσι δήλον και ως εκ τούτου δεν ευκολυνόμεθα να κάμνωμεν και την απαιτουμένην προς τους προσερχομένους πτωχούς βοήθειαν, ως ανήκεν εις το επάγγελμά μας».

Αφού εξιστορεί τις θυσίες που έκανε ο ίδιος και οι σύντροφοί του (αδελφοί εν Χριστώ) να δημιουργήσουν ένα πραγματικό θαύμα, επανέρχεται στο θέμα της ελεημοσύνης και παραγγέλνει: «Τούτου ένεκεν παρακαλώ δεόμενος άπαντας τους εν Χριστώ μοι επιζώντας πατέρας και αδελφούς να δίδωσιν από του νυν και εις το εξής προς τους πένητας και πτωχούς εκ των ενόντων της Μονής ταύτης έως εις διάστημα 10 ετών. Και ευχής έργον υπάρχει να δίδωσι εκτός της συνήθους δεδομένης άχρι τούδε ελεημοσύνης, ανά πεντήκοντα πινάκια κριθήν, δέκα πινάκια σίτον και δέκα οκάδας έλαιον…».

Και μερικές απαγορεύσεις: «Δεν επιτρέπεται κατ’ ουδεμίαν πρόφασιν κρεοφαγία εις την Μονήν ταύτην, ει μη ευρισκομένου τινός εν μεγάλη ασθενεία και τότε δι’ αδείας του Ηγουμενοσυμβουλίου».

Άλλη: «Δεν επιτρέπεται ταμπάκος και καπνός εις την Μονήν ταύτην».

Άλλη: «Δεν επιτρέπεται είσοδος ουδέ μιας γυναικός εις την Μονήν ταύτην και αν τις διισχυρισθεί, θέλει είναι εις φρικτόν επιτίμιο και ασυγχωρησίαν».

Για τη διαδοχή γράφει: «Αφήνω διάδοχόν μου το πνευματικόν μου τέκνον Φιλόθεον και συμβούλους τους εν Χριστώ μοι αδελφούς και πατέρας, τον Θεοδόσιον και Παΐσιον τους μοναχούς…».

(32)