Να “φταίει” που ήταν καλοκαιράκι;
Να “φταίει” που είχε κάνει καινούργιους φίλους, σ’ αυτό το σύλλογο, που λέγεται ΚΑΠΗ;
Μήπως η γυμναστική, για δυο φορές την εβδομάδα, ν’ αλάφρυνε το σώμα της; Ή η χορωδία, να γέμιζε την καρδιά της και την έκανε να πάλλεται, σαν καρδιά μικρού κοριτσιού;

Δυο τρεις φίλοι, που γνώριζε από παλιά, την πείραζαν, λέγοντας της ”είσαι μέλος του ΚΑΠΗ, άρα γέρασες”. Εκείνη αντίθετα, ένοιωθε ανανεωμένη και τον χώρο αυτό, τον ένοιωθε, σαν δεύτερο σπίτι της. Οι διάφορες ομάδες που είχαν συγκροτηθεί, ήταν σαν κάλεσμα για ενεργοποίηση. Μερικές φορές έπιανε τον εαυτό της να πετάει…

Η αλήθεια είναι, ότι έκανε και μια τομή μέσα της.
Διαχώρισε δηλαδή τη ζωή της, από τη ζωή των παιδιών της. Τα λάτρευε βέβαια και συχνά τα βοηθούσε όταν χρειαζόταν… Όμως προσπάθησε να μην ξεχνά και το καθήκον της γι’ αυτή τη ζωή, που της δόθηκε χαρισματικά, όπως χαρισματικά δίνεται σε όλους τους ανθρώπους. Όταν της συμβαίνουν κακοτοπιές, τρέχει προς το παράθυρο. Ανοίγει το παντζούρι στο φως της μέρας. Βλέπει ένα δεντράκι, ένα γατάκι στο δρόμο, κάποιον να περνάει, έστω και βιαστικά και νοιώθει το κύμα της ζωής να την πλημμυρίζει… Δεν χρειάζονται πολλά. Σκέφτεται πως η ζωή είναι Ευτυχία, με όλες τις δυσκολίες, με όλες τις απώλειες που συμβαίνουν κατά καιρούς…

Κάποτε είχε κλειστεί στο σπίτι. Δεν σήκωνε καν το τηλέφωνο… Τότε ήταν που της είπε ο γιατρός “ρίξε βρε κορίτσι μου, μαζί με τα φάρμακα στις φλέβες σου και μια δόση αισιοδοξίας”. Προσπάθησε να εφαρμόσει τη συμβουλή του… Στην επόμενη επίσκεψη είπε από μόνη της “Γιατρέ, ντουμ σπίρο σπέρο – εν’ όσο αναπνέω, ελπίζω”.

Φίλοι μου, πιστέψτε το και ‘σείς.
Η ΖΩΗ ΑΡΧΙΖΕΙ ΣΤΑ 60 και είναι ΩΡΑΙΑ όσο κρατάει και μην ξεχνάτε, να σιγοψιθυρίζετε πού και πού, αυτά τα απλά στιχάκια:

Κοίταξε τα περιστέρια, πόσο ανάλαφρα πετούν,
Σήκωσε και εσύ τα χέρια σαν φτερά, ν’ ακολουθούν.
Αφουγκράσου την καρδιά σου, κάτι θέλει να σου πει.
Πίστεψε, πως κάποιος, κάπου Σ’ ΑΓΑΠΑΕΙ, σ’ αυτή τη ζωή.

Ολίβια Σολωμού
(από την «Έρευνα»)

(171)