Kάναμε χρήση αυτής, αυτές τις μέρες που πλησίαζε η Λαμπρή. Πιο συγκεκριμένα, από την πρώτη Oλονυχ(κ)τία -το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων- μέχρι και τη νύχτα του Μ. Σαββάτου. Θα ‘λεγα πως, εμείς τη χρησιμοποιούσαμε μέχρι και τη Μ. Πέμπτη. Η Μ. Παρασκευή ήταν ένα “θλιμένο πανηγυράκι” με το στόλισμα των Επιταφίων, το προσκύνημα, την Περιφορά… Το ίδιο και το Μ. Σάββατο που, το μυαλό μας, ήταν πότε θα πει το “Δεύτε λάβετε φως” για ν’ ανάψουμε τις λαμπάδες μας -επιθυμούσαμε, να το πει, πολύ νωρίς, για να κάψει παραπάνω το κερί μας- και το “Χριστό ανέστη” για ν’ αμολύσουμε κανά πατρακλίκι και, αμέσως, μετά, όπου φύγει, φύγει, από τα στενά -προσέχοντας να μη σβήσει η λαμπάδα- για να φτάσουμε στο σπίτι όπου, και τον πιο φτωχό, κάτι τον περίμενε…
Βέβαια, δε λέγαμε “η Σύνοψις -εως” αλλά “η Σύναψη-ης”… Κρατούσαμε το, σχεδόν χοντρό βιβλιαράκι, και παρακολουθούσαμε το, τι θα πει ο παπάς και τι θα μολογήσει ο ψάλτης… Απ’ το “Ιδού ο Νυμφίος έρχεται” και “Τον νυμφώνα σου βλέπω” μέχρι το “Τροπάριο της Κασσιανής” και “Τα 12 Ευαγγέλια”… Στην ουσία, πλάκα κάναμε… Μαζευόμαστε τα γειτονόπουλα στο ίδιο μέρος, γύρω από τις μανάδες και τις γιαγιάδες, μπουσουλιστά και κρατώντας το κεράκι δίπλα στη Σύναψη, κάναμε πως παρακολουθούσαμε την Oλονύκτια Ακολουθία ενώ, εμείς, αλληλοπειραζόμασταν, χτυπιόμασταν, γελάγαμε… Η δυσοσμία ήταν ανυπόφορη αφού και τα πόδια και οι κάλτσες των γυναικών ήταν, όχι πάντα καθαρές αλλά και δεν υπήρχαν τότε σερβιέτες και τα σχετικά αποσμητικά… Η μάνα μου προσπαθούσε να μας καθηλώσει, εμένα και τον αδελφό μου, με στριφτούς τσίμπους ή με καμιά ανάποδη… Η Σύναψη στο χέρι, όμως. Για τη Μ. Παρασκευή την αντικαθιστούσε το λιλιπούτειο ειδικό, για τα Εγκώμια, βιβλιαράκι, με τίτλο “Τα Άγια Πάθη”. Σ’ αυτό ήταν γραμμένες όλες οι στροφές και των Τριών Στάσεων δηλ. το “Η ζωή εν τάφω”, “Άξιον εστί” και “Αι γενεαί πάσαι”.
Τ’ άντερά μας γουργουρίζαν… αν και δε θυμήθηκα να νηστεύαμε απόλυτα• άλλωστε, τι τρώγαμε… Από τη μέρα που, η μάνα έφτιαχνε τα κουλούρια -την κουφή εβδομάδα- τους δίναμε και καταλαβαίνανε, έτσι ώστε, αναγκαζότανε η καϋμένη να ξαναφτιάξει καμιά οκά ακόμη τη Μ. Πέμπτη!

Η Σύναψη, εκείνες τις μέρες ήταν επάνω στο κομοδινάκι και γινόταν καυγάς με τον αδελφό μου, ποιος θα την πρωτοπάρει… Κάποιες φορές όλο και κάποιο κερί έσταζε πάνω της και τη λέρωνε ενώ ουκ ολίγες φορές, της βάζαμε φωτιά στις γωνίες με το κεράκι… Και στη Σύναψη υπήρχαν διαβαθμίσεις… Oι Κυρίες των Γιατρών, των Δικηγόρων, των Εργοστασιαρχών, των… είχαν Συνάψεις δερματόδετες με χρυσά γράμματα και, μάλιστα, με τ’ όνομά τους! Εμείς, η λεμπεσουριά, πού να βρούμε και να ‘χουμε κάτι τέτοια… Περιοριζόμαστε στα φτηνιάρικα…

Σήμερα, το 2016, αν και φτώχεια, υπάρχουν λεφτά για, ποιοτικά, άριστες Συνάψεις… όσον αφορά την εμφάνιση· όμως, δεν υπάρχουν αναγνώστες… δεν υπάρχουν παιδιά, απονήρευτα κι απλοϊκά, ούτε μανάδες με ώρες ξεγνοιασιάς… Υπάρχει άγχος, τηλεόραση, κυνήγι του χρήματος, πονηριά, παλιανθρωπιά… Δυστυχώς, εκείνα τα ανέμελα χρόνια, δεν ξαναγυρίζουν… Και τι, δε θα ‘δινα, να μπουσούλαγα πάλι στον Άγιο – Βασίλη κρατώντας τη Σύναψη ή, τι δε θα ΄δινα να μπουσούλαγα και να πέρναγα, σταυρωτά, κάτω από τον Επιτάφιο! Βιαστήκαμε να γεννηθούμε..

(33)