(Επίκαιρο, ένεκα Μ. Παρασκευής…)

Ταλαντεύτηκα για τον τίτλο, αν θα ‘πρεπε να είναι ο υπερκείμενος “Οδικός μας κάτω κόσμος” ή «Η Ο.Α. στον Κάτω Κόσμο» ή «Η Ο.Α. στον Άλλο Κόσμο» ή «Ταξιδεύοντας, με την Ο.Α., στον Άδη» ή «Συνέντευξη, Συνεργάτη μας, από τους Συγγενείς, Φίλους, Γείτονες και Συμπατριώτες του στον Κάτω Κόσμου» ή…!

Μακάβριοι και γκραγκινιολίστικοι όλοι οι παραπάνω τίτλοι και πολύ περισσότερο μακάβριο και γκρανγκινιόλ το να βρεθείς, ώρα 3.00 τη νύχτα στο Δημοτικό Κοιμητήρι της Αγιο-Τριάδας, στην Τρίπολη, ανάμεσα σε 4.000 περίπου τάφους, ανάμεσα σε 4.000 περίπου νεκρούς…· ένας μεγάλος αριθμός για τα 25 τόσα χρόνια λειτουργίας του Νεκροταφείου μας!

Θα μου ‘πεις, δεν φοβήθηκες; όχι· δεν φοβήθηκα… Ίσως -ή, μάλλον, είναι βέβαιο- μεγαλύτερος φόβος υπάρχει εκτός Νεκροταφείου παρά μέσα! Ούτε Δράκουλες, ούτε Βρικόλακες, ούτε… κυκλοφορούν στο Νεκροταφείο μας… Πρόκειται, για μια άλαλη και αθόρυβη Πόλη, όπως είναι η «Πόλη της σιωπής» του Νεκροταφείου μας! Και το Κοιμητήρι μας, τη νύχτα, είναι μια σκέτη μαγεία! Τόσο γραφικό… Καίνε τα καντηλάκια, χοροπηδάνε οι τρεμάμενες φλογίτσες των κεριών… και η ησυχία βασιλεύει απ’ άκρη σ’ άκρη! Η Πόλη της Σιωπής κοιμάται!

Τόλμησα να βάλω ‘μπρος τ’ αυτοκίνητο… κι αμέσως το ‘σβησα… Θα ήτανε βέβηλο να χαλάσεις την ηρεμία των κεκοιμημένων… Η πάχνη ανάμικτη με την ομίχλη να αιωρείται… προσέδινε περισσότερο μυστήριο…! Πήρα το φακό και προχώρησα… Το περιβάλλον οικείο! Όλοι γνωστοί και κανείς άγνωστος! Η μαρμαρένια πολιτεία με τα δαιδαλώδη στενόρουγα, τα φιόρδ και τα παρτέρια… σε καθοδηγεί… Προσπάθησα να σηκώσω κανά δυο πλάκες… Ήταν ασήκωτες και καλά στεγανοποιημένες! Να, γιατί δεν έχουμε δραπέτες από τα Κάτω προς τα Επάνω! Βλέπεις, οι μπουκαπόρτες, όλες, εδώ, ανοίγουνε από Πάνω προς τα Κάτω!

Η δέσμη του φακού μου έπεσε σ’ έναν ορθάνοιχτο τάφο! Όλο τσιμέντο… Ήτανε κοντά στον παπα-Σωτήρο, που, έχει το προνόμιο ή το μείον, να κοιμάται “αφ’ υψηλού”! Χωρίς να σκεφθώ, βούτηξα! … Σε λίγα λεπτά, περνώντας μέσα από χώματα, λελουδικά, κουτιά, στεφάνια, κορδέλες… βρέθηκα σ’ ένα ξέφωτο! Ίσως καμιά 10αριά μέτρα κάτω από τη Γη! «Εδώ είναι ο Κάτω Κόσμος» έλεγε η ταμπέλα «Καλώς ορίσατε»!

Τίναξα το σακάκι από τις σκόνες, έσιαξα και το πουκάμισο,… όταν αίφνης, οι έρημοι δρόμοι, από δεξιά και αριστερά, γέμισαν από κόσμο…· άλλοι ντυμένοι με ολόμαυρα, άλλοι γαμπροί, άλλες νυφάδες, παρανυφάκια…! Όλοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι…! Συγγενείς, φίλοι, Τριπολιτσιώτες… όλοι, μα όλοι, έτρεξαν γύρω μου, τρίβοντας τα χέρια τους και χαμογελώντας ενώ τα «βρε, καλώς τον», «καλωσόρισες»… δίνανε και παίρνανε… Αγκαλιές, φιλιά μόνο το «πώς ήτανε τούτο» δεν μου ‘πανε… Και τι δεν κάνανε, ποιος θα με πρωτοπάρει στο σπίτι του… Προσπάθησα να τους εξηγήσω ότι, εγώ, προσωρινά είμαι ‘δω και πως… Όμως, αυτοί «αγρόν ηγόρασαν»! Άλλος με τραβούσε απ’ εδώ, άλλος απ’ εκεί… «Για να μην έχετε παρεξηγήσεις, είπα, δεν πάω σε κανέναν· όλοι είστε γνωστοί, άλλωστε μια ώρα έχω στη διάθεσή μου και θ’ ανέβω…»…!

Και, για μιλήσουμε σοβαρά, η Νεκρή Πολιτεία του Κοιμητηρίου μας, του Νεκροταφείου της Αγίας Τριάδας, εκεί στο τμήμα της οδού Τεγέας είναι η επιφάνεια της…! Όλο αυτό, που, εμείς, βλέπουμε είναι οι είσοδοι του καθενός δικού μας… Τόνοι μάρμαρα· μάρμαρα να ‘δούνε τα μάτια σου… Από την πρώτη μέρα που λειτούργησε το Νεκροταφείο μας, μέχρι σήμερα, έχουνε ενταφιασθεί περί τις 4 χιλ. ψυχές! Πλην δυο, τριών περιπτώσεων, όλα τα μνήματα είναι ακαλαίσθητα! Δεν υπάρχει αισθητική… Αναθέτουν σ’ έναν μαρμαρά οι συγγενείς του νεκρού και αυτός φτιάχνει έναν τάφο ίδιο με του διπλανού… Το μόνο που ενδιαφέρονται οι συγγενείς είναι το «πόσα λεφτά»… Τα λεφτά που πληρώνουνε δεν είναι λίγα· απλούστατα λειτουργούνε αβασάνιστα… Έτσι, έχουμε 2.000 “οικοπεδάκια” σε πολύ ωραίο μέρος κι όμως ουδείς διακρίνεται για κάτι το ξεχωριστό, το υπέροχο, το εκστατικό! Τα ίδια βάζα, τα ίδια καντήλια, τα ίδια κηροπήγια, τα ίδια, τα ίδια… Δηλαδή, μ’ άλλα λόγια, ούτε ένας τάφος δεν είναι «έργο τέχνης» κάτι που είχαμε στην Αγια-Σωτήρα ή που υπάρχουνε πάμπολλοι στο Αο νεκροταφείο της Αθήνας! Άσε, που, εδώ, σ’ εμάς, δεν μπορείς να προχωρήσεις σε κάτι το πολύ απλό: έναν ξύλινο Σταυρό, δυο πέτρες, λίγα χορτάρια…· θα σε παρεξηγήσουνε, ότι αμέλησες… Έτσι, έχουνε, δίκιο, όσοι, λένε, πως «για να πεθάνεις, θέλεις λεφτά· πολλά λεφτά»!

Τ’ ότι είναι ένα Νεκροταφείο από τα καθαρότερα στην Ελλάδα, αυτό να λέγεται… Ότι, επικρατεί τάξη, σεβασμός, ισότητα… δεν θα το ισχυριζόμασταν αφού υπάρχουνε τάφοι, «τριών ταχυτήτων»… Ο Δήμος Τρίπολης έχει αναθέσει το Δημοτικό Κοιμητήριο σ’ Επιτροπή του… Επίσης, ο Δήμος έχει και υπάλληλο-φύλακα (;) στο Κοιμητήριο ενώ μόλις τελειώσουν τα δυο κτίρια -είναι, για πολλά χρόνια, στα τούβλα- που αναμένουνε…, υποτίθεται πως θα τα πάρει κάποιος και θα τα λειτουργήσει… Το Κοιμητήριο στερείται, αυτή τη στιγμή, Ιερού Ναού, στερείτε παπά, στερείται… Για να ψάλεις τον άνθρωπό σου φέρνεις τον παπά της ενορίας σου!

Και για να επανέλθουμε στον «Κάτω Κόσμο», «ντε κλαρέ» εξήγησα στους Αποκατινούς, ότι, παρεμπιπτόντως, βρίσκομαι… και πως σε μια ώρα φεύγω· επικαλέσθηκα, τάχατες «δε βλέπετε, που, έχω έρθει με τα παλιά ρούχα μου…· την επόμενη φορά θα είμαι πανέτοιμος, με τα μαύρα, τα λαλουδικά μου…»!

Εδώ, λοιπόν, 10 μ. κάτω από τη γη, στον «Κάτω Κόσμο», μου έκαναν εντύπωση κάποια πράγματα: Καταρχήν, επικρατεί νηνεμία, ραθυμία -λιάζονται ολημερίς- και ισότητα· ισότητα να ‘δούνε τα μάτια σου… Όλα τα σπίτια είναι ίδια· κατάιδια! Και μένει, όπως εδώ, ένα άτομο στο καθένα, ίσως και δύο, τρία μαζί… Βλέπεις τον Γ. Βλάχο, τον Πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών, να παίζει πεντόβολα με τον Κωτσαρίκο… και, παραδίπλα, τον Δήμαρχο να πρεφάρει με τον μεθύστακα, τον Ντίνο…! Η κ. Μαρία, η γιατρίνα, ξημεροβραδιάζεται στο παγκάκι με την Ευγενία την παραδουλεύτρα της! Ο Εργοστασιάρχης, ο μεγάλος κ. Νικήτας, είναι κολλητός με τον σκουπιδιάρη, το Μίλτο… και, στον κουτσοκαλόγερο παραβγαίνει η, “εξ’ όλης και προ όλης”, Αρτεμησία με τη Λένα την μπεκρού και τη Ρόζα, τη ναζιάρα, την τσιμπουκλού…!

Βρήκα και τον Βαγγέλη, τον παρακούμπαρό μου, που, ελαφρώς, με ξενάγησε… Ήτανε από τους πρώτους… και γνώριζε πρόσωπα και πράγματα… Με σεργιάνισε σε πλατείες και καφενεία, λεωφόρους και στενά… “Ρε Βαγγελάκι, δε θα πιούμε κανά ουζάκι;” Η απάντησή του “ξέχασέ τα, Νικολάκη, δεν υπάρχουνε τέτοια τερψυλαρύγγια εδώ…”.

Όμως, πες πες ξεχαστήκαμε… κι έφτασε το λιόγερμα… Εκεί, πίσω από τ’ αγιόκλημα… μισοσβησμένη η ταμπέλα στην πόρτα έγραφε “ΕΞΟΔΟΣ”! Πρόφτασα στο παρά ένα, γιατί, ο κυρ-Πέτρος, ετοίμαζε, ντράνγκα ντρούνγκα, την αμπάρα… οπότε, είπα ένα γρήγορο “γιαχαραντάν”, στον Βαγγέλη, και, από ‘κει, την έκανα “κι έγινα Λούης”…

Είχε ξημερώσει. Έτριψα τα μάτια μου. Ο αγιο-Θόδωρας, η Ανάληψη κι ο αγιο-Δημητράκος, στην πρωινή πάχνη, ίσα που διακρίνονταν… ενώ, το φουγάρο του Νοσοκομείου κάπνιζε… Ρολάρισα, με το αυτοκίνητο, μέχρι τα σίδερα και, από κει, ντουγρού για το σπίτι…

Ήτανε μια αξέχαστη εμπειρία… κι ένα εφιαλτικό όνειρο… που, εν μέρει ήτανε αληθινό, μιας και χθές, μπήκα τρεις η ώρα τη νύχτα στο νεκροταφείο για να πάρω το τηλέφωνό μου, το ξεχασμένο πάνω στο μάρμαρο… Ένιωθα ένοχος, να χτυπάει, και να διαταράσσει τον ύπνο των κεκοιμημένων… όχι, δεν φοβήθηκα… καθότι “οικείο” το περιβάλλον…!

ΝαΓ

(66)