Όταν ο μπαμπάς έκλεισε το μαγαζί (γιατί κανείς δεν έμπαινε πια να ψωνίσει κι έτσι δεν μπορούσε να πληρώνει νοίκι και ΤΕΒΕ) κι η μαμά απολύθηκε,

ήρθε να… μείνει μαζί μας η γιαγιά από το χωριό.

Η γιαγιά είναι πολύ καλή και πολύ πλούσια. Παίρνει 300 ευρώ σύνταξη από τον ΟΓΑ και τώρα που μένει μαζί μας μάς τα δίνει κι είμαστε κι εμείς πολύ πλούσιοι.

Χτες φάγαμε ψάρια, που είναι καλό και ακριβό φαί. Είμαστε όλοι χαρούμενοι

και δεν καταλάβαμε γιατί η Μαμά είπε στον Μπαμπά θυμωμένη :

«Μα για όνομα! Χρυσόψαρα θα φάμε, βρε Σταμάτη;».

Κι ο Μπαμπάς (που η Μαμά τον λέει Σταμάτη) είπε :

«όλα τα κινέζικα είναι πιο φτηνά, ακόμα και τα ψάρια. Με τη σύνταξη της μάνας μου τι ήθελες να φάμε; Μπαρμπούνια;»

Και μετά η Μαμά δεν είπε τίποτα και καθήσαμε όλοι στο τραπέζι να φάμε τα χρυσόψαρα.

Μετά η γιαγιά πέθανε. Δεν ξέρω αν έφταιγε το χρυσόψαρο που έφαγε ή αν πέθανε από μόνη της, ξέρω μονάχα πως ο Μπαμπάς και η Μαμά πολύ λυπηθήκανε  και  κλαίγανε  και  λέγανε  «τι θα κάνουμε, τώρα, χωρίς την σύνταξη, Παναγία μου;»  και η Παναγία τους λυπήθηκε και τους είπε να βαλσαμώσουμε τη γιαγιά, όπως ο θείος Λεωνίδας είχε βαλσαμώσει εκείνο το κεφάλι από το γουρούνι το άγριο που είχε σκοτώσει στο κυνήγι και το είχε βάλει στον τοίχο της σάλας, στο σπίτι του στο χωριό.

Εμείς της γιαγιάς δεν της βαλσαμώσαμε μόνο το κεφάλι.  Ολόκληρη τη βαλσαμώσαμε γιατί, όπως είπε κι ο Μπαμπάς  «δική μας είναι η γιαγιά κι ό,τι θέλουμε την κάνουμε».

Έτσι τώρα έχουμε τη γιαγιά συνέχεια μαζί μας και παίρνουμε και τη σύνταξη του ΟΓΑ και είμαστε πάντα πλούσιοι.

Μόνο που τα βράδυα, όταν μαζευόμαστε τα παιδιά κοντά στο τζάκι, η γιαγιά δεν μας λέει παραμύθια, παρά κάθεται ακούνητη, αμίλητη κι αγέλαστη, όπως ο Μπέρνυ στην ταινία «Τρελλό γουηκέντ στου Μπέρνυ», που είχα δει στην τηλεόραση, όταν έπαιζε. Τώρα δεν παίζει γιατί μας έχουνε κόψει το ρεύμα.

Όμως τον Μπέρνυ δεν τον είχανε βαλσαμώσει καλά και μάζευε μύγες, ενώ εμείς τη γιαγιά τέλεια την κάναμε!

Καμιά φορά, για να την βλέπει η γειτονιά (έτσι λέει ο Μπαμπάς), την βγάζουμε έξω και την στήνουμε όρθια δίπλα στην αυλόπορτα. Μοιάζει, τότε, η γιαγιά μ’ εκείνον τον ξύλινο ινδιάνο που στήνουν έξω από τα καπνοπωλεία στην Αμερική.

Και μια φορά ξεχάσαμε να τη μαζέψουμε κι έβρεξε πολύ κι έγινε μούσκεμα.

Και ύστερα τη βάλαμε κοντά στο τζάκι να στεγνώσει, αλλά μάλλον τη βάλαμε πολύ κοντά κι άρπαξε φωτιά.

Ευτυχώς ο Μπαμπάς πρόλαβε και την έσβησε γρήγορα, αλλά μας μάλωσε γιατί «κοντέψαμε να αφανίσουμε το μοναδικό μας εισόδημα».

Επιμέλεια Γιάννη Σταματάκου

(332)