Ανδρομάχη Πετρ… Τραπεζικός Υπάλληλος. Γεννήθηκε σε χωριό της Μαντινείας και, σήμερα, ζει στο Χαλάνδρι. Πιστεύει, πως όποιος δεν έζησε σε χωριό, δεν ξέρει από ζωή…

Γεννήθηκα και μεγάλωσα σ’ ένα χωριό της Μαντινείας. Αυτό, το χωριό, νόμιζα, ότι είναι «ο αφαλός του κόσμου» μέχρι που, τέλη της δεκαετίας του ’70, μετακομίσαμε στην Τρίπολη, για να πάω στο Γυμνάσιο. Μείναμε στη Λαχαναγορά, το γνωστό Παζάρι.

Η παιδική ηλικία μου στο χωριό ήταν ξέγνοιαστη. Σπίτι, σχολείο, παιχνίδι, αμπέλια, νωρίς για ύπνο, νωρίς στο ξύπνιο και χωρίς τηλεόραση.

Ερχόμενη στην Τρίπολη και φοιτώντας στο Γυμνάσιο –«Μυστριώτεια»- γνώρισα την πόλη και τους πολίτες της· την καθαριότητα και την ευγένεια· το καλό ντύσιμο και την κουλτούρα· και, φυσικά, τον έρωτα, πολύ νωρίς.
Πηγαίνοντας σε φροντιστήριο Αγγλικών, πηγαινοερχόμουνα με τον γείτονά μου, τον Τάκη· ένα παιδί στην ίδια τάξη με ‘μένα, γιος δημοσίων υπαλλήλων ενώ οι δικοί μου αγρότες… Έτσι, θεώρησα τιμή μου να πηγαινοέρχομαι μαζί του… Στη Δευτέρα Γυμνασίου τα φτιάξαμε. Μια νύχτα, κατά την επιστροφή, με στρίμωξε στη γωνία και στο σκοτάδι με φίλησε. Αυτό συνεχίστηκε –μόνο φιλιά- μέχρι το τέλος του Γυμνασίου. Εκεί, κάποια μέρα μου είπε να προχωρήσουμε πιο πέρα από τα φιλιά… κι εγώ, αν και το ‘θελα, αρνήθηκα. Έτσι, μετά κανά μήνα, τον είδα πλάι πλάι με τη Σόφη. Στενοχωρήθηκα αφάνταστα… Όσο και να φανεί παράξενο καθ’ όλη η διάρκεια του Λυκείου, δεν δημιούργησα μια δεύτερη σχέση.

Από τα 17 έζησα στην Αθήνα -Παγκράτι- και στον οδό Φιλολάου. Ανέβηκα στην Αθήνα, όπου πριν ήταν ο αδελφός μου, από το καλοκαίρι της Β’ προς Γ’ Λυκείου για να κάνω φροντιστήρια. Πέτυχα στη Νομική. Νομίζω, ότι, εδώ κι όλα αυτά τα χρόνια μέχρι τα 32 μου έζησα «τη ζωή μου»! Μια ζωή ανέμελη, χωρίς «που ήσουνα…», «τι ώρα είν’ αυτή…»… Εδώ μυήθηκα στο θέατρο και την κουλτούρα -σινεμά, βιβλία, εκδρομές, κλαμπ…

Από το πρώτο έτος γνώρισα τον Μίμη· ένα παιδί από τη Χαλκίδα. Ταιριάζαμε. Πότε κοιμόμαστε στο σπίτι του και πότε στο δικό μου -ο αδελφός μου είχε φύγει, για περαιτέρω σπουδές στην Αγγλία.

Μετά την αποφοίτησή μου βρήκα δουλειά σε Τράπεζα. Τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν μια σειρά αφού δούλευα από το πρωί μέχρι το απομεσήμερο, στη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Με τον Μίμη συνεχίζαμε -αυτός δικηγόρος- όμως αμφότεροι, δεν ξέρω γιατί, δεν μιλούσαμε για γάμο.

Ο Μίμης έφυγε για Διδακτορικό στη Γαλλία -ήμασταν 25 ετών. Αυτό ήταν και το τέλος μαζί, κάτι που, ίσως, να το θέλαμε και οι δυο. Είχαμε βαρεθεί.

Έμεινα μόνη. Κάθε βράδυ την έβγαζα στον πάγκο ενός κλαμπ των Εξαρχείων. Στην άλλη γωνιά καθόταν ένα παιδί με γυαλιά· κι αυτός μόνος. Ένα βράδυ, κοιταχτήκαμε και πλησίασε ο ένας τον άλλο. Τι δυστυχία για εκείνον και τι ατυχία για εμένα. Μετά από εξάμηνο διαπίστωσα, ότι είναι ναρκομανής! Άλλαξα στέκι και δεν το ξαναείδα.

Δεν ξέρω πώς, άρχισα να διαβάζω· να διαβάζω λογοτεχνία και να μαθαίνω Τουρκικά. Κι όλα αυτά μέχρι που μια βραδιά, στην πόρτα με περίμενε ο Μίμης! Είχε παντρευτεί κι ήταν χωρισμένος. Ήμουνα στα 30… Αμέσως, είπαμε, να παντρευτούμε. Έτσι κι έγινε.

Σήμερα, είμαστε μια αρμονική και χαρούμενη οικογένεια, έστω και αν υπάρχει φτώχεια. Έχουμε δυο παιδιά στο Πανεπιστήμιο… Κάπου κάπου πάμε στα χωριά μας, μαζί: πότε στη Μαντινεία και πότε στην Εύβοια. Ναι· η ζωή κυλάει… στο Χαλάνδρι, πλέον…

(54)