Τσαγκαροδευτέρας το “στόρι”…

Δήμαρχε, τι εστί “Τσαγκαροδευτέρα; άκουσε, λοιπόν:
Προπολεμικά, αλλά και μεταπολεμικά, μέχρι το ’60 περίπου, που, αρχίσανε τα ετοιματζίδικα υποδήματα…, ο κόσμος ψώνιζε παπούτσια “με παραγγελία”… Πήγαινες στον υποδηματοποιό -άλλο, τότε, ο υποδηματοποιός, άλλο ο τσαγκάρης, και άλλο ο μπαλωματής…:

Ο υποδηματοποιός , “ποιούσε” παπούτσια· έφτιαχνε καινούργια παπούτσια· διέθετε κατάστημα με βιτρίνα στην οποία παρουσίαζε τα επιτεύγματά του…· όμως, έξω από το μαγαζί, κατακόρυφα, εκατέρωθεν της εισόδου, κρεμούσε και ζευγάρια παπούτσια που είχε ετοιμάσει, προς πώληση… Μπαίνοντας υπήρχε ευρύς χώρος, με υποδήματα να κρέμονται -όπως εξωτερικά- αλλά και ράφια υπήρχανε με παπούτσια, ράφια καλυπτόμενα από τη σκόνη, με τζάμια, για τα υποδήματα πολυτελείας… Ίσως, κάποιο τραπεζάκι με κανά δυο καρέκλες -ίσως και παραπάνω- να υπήρχε, υπό τύπου μικρού σημερινού σαλονιού… Επάνω στο τραπεζάκι ήτανε το χοντρό βιβλίο παραγγελιών… Προχωρώντας στο βάθος και περνώντας από πόρτα που την κάλυπτε υφασμάτινη κουρτίνα, έμπαινες στο εργαστήριο το οποίο, συνήθως, είχε υπόγειο και ανώγειο… Εδώ, υπήρχε ο αρχιμάστορας, οι κάλφες, οι βοηθοί, οι παραγιοί… ίσως πέντε, ίσως δέκα και είκοσι αλλά και τριάντα…! Αυτό ήτανε το τεχνικό προσωπικό…

Ο τσαγκάρης ήτανε πολύ υποδεέστερος του υποδηματοποιού· είχε πολύ μικρότερο μαγαζί και φτωχότερο σε εμφάνιση και περιεχόμενο· δεν είχε δηλ. έτοιμα παπούτσια…· ίσως μια βιτρινίτσα με δυο τρία ζευγάρια… Αυτός, μπορούσε να φτιάξει παπούτσια, πλην, όμως, ελάχιστα και όχι καλής ποιότητας γιατί πάλευε, συνήθως, μόνος του και χωρίς να ξέρει καλά τη δουλειά και να την έχει αυτοματοποιήσει… Γνώριζε και σόλιαζε -όχι με καρφιά αλλά με κερωμένο σπάγκο δηλ. ραφτά- και κάποιοι, απ’ αυτούς… “τύφλα να ‘χουνε οι υποδηματοποιοί”… τόσο πολύ καλοί ήτανε…!

Ο μπαλωματής -όπως και η ίδια η λέξη το λέει-, έκανε τα μπαλώματα στα παπούτσια· μπαλώματα επάνω στο δέρμα αλλά και στις σόλες, έβαζε πεταλάκια, προκαδούρα στις αρβύλες…· είχε μαγαζί-τρύπα, δηλ. δύο επί δύο… και πολλές φορές δούλευε υπαίθρια με όλες τις καιρικές συνθήκες στο κεφάλι του… Γνώριζε να σολιάζει, όμως δεν τον εμπιστευόντουσαν παρά μόνο για διπλοσόλιασμα καρφωτό…
Όπως αντιλαμβανόμαστε, ο κοσμάκης πήγαινε … ανάλογα με την τσέπη του…

Δημητράκη, όμως, ξεφύγαμε, κατά πολύ από το θέμα μας που είναι η “τσαγκαροδευτέρα”…
Όπως οι αρχιμάστορες ραφτάδες, έτσι και αρχιμάστορες υποδηματοποιοί που κόβανε με τα πατρόν τους τα σχέδια, δε δείχνανε σε κανέναν για να μην τους πάρουνε τη δουλειά… Μπορούσε να δουλεύει κανείς σαράντα χρόνια και να φεύγει, χωρίς να μάθει ποτέ τη δουλειά…! ο λόγος; ο αρχιμάστορας δεν έδειχνε…

Κάθε Δευτέρα, πρωί, ο “κόφτης” ώσπου να ετοιμάσει δουλειά για το προσωπικό -εκείνα τα χρόνια τα υποδηματοποιεία Γκλίνου, Κατσαρού, Χαραλά… ήτανε μικρές βιοτεχνίες…- περνούσε η ώρα κι έφτανε γύρο στις έντεκα και δώδεκα…· το προσωπικό είχε πάει στην ώρα του, πλην, όμως, χωρίς δουλειά “κορμοσκύλαγε” λιαζόμενο στις γύρο μάντρες εξ’ ου και “τσαγκαροδευτέρα”…

Αυτό, κατά το λογοτεχνικό σχήμα της “μεταφοράς”, συμβαίνει, περίπου, στα καταστήματα, γραφεία κ.λ.π. που, από την ανάπαυλα του σαββατοκύριακου, το πρωί της Δευτέρας ο κόσμος έρχεται μαχμουρλής και βαριέται να δουλέψει…

Δήμαρχε, σήμερα “τσαγκαροδευτέρα”, λοιπόν, γι’ αυτό και μην απαιτείς πολλά από το προσωπικό… -η καθαριότητα πάει καλά…, περάσανε τ’ απορριμματοφόρα…

Δημητράκη, πάντα “για μια όμορφη Τρίπολη” καλή ‘βδομάδα… Εσύ, γεννήθηκες αγοράζοντας έτοιμα παπούτσια…· δν έβαλες το ξυπόλητο πόδι σου στον ταβλά, να σου σχεδιάσουνε το πέλμα, και να σου φτιάξουνε παπούτσια που να ‘ναι στενά…! να τα πηγαίνεις, να στα βάζουνε στη βίδα για ν’ ανοίξουνε, να μη γίνεται τίποτα, και να είσαι υποχρεωμένος να τα φοράς γιατί τα είχες πληρώσει… οπότε, να, οι κάλοι…!
ΝΙΚ

(57)