Κάποια αλλαγή στα χρώματα του ορίζοντα την αυγή και τα δειλινά στέλνει θαρρείς προμηνύματα για κάτι που έρχεται. Στην πόλη δεν σ’ αφήνουν ο σάλος κι η αλληλουχία των εντυπώσεων να το πιάσεις αλλά στην ύπαιθρο βλέπεις, και πιο πολύ αισθάνεσαι τα σιγαλά βήματα του θλιμμένου επισκέπτη που πλησιάζει. Το καλοκαίρι φαντάζει πια στο νου σου μακρινό, σαν κάποιο θορυβώδικο κι έξαλλο πανηγύρι που πέρασε, κι όπως κάθε φορά εκ των υστέρων διαπιστώνεις ότι δεν κράτησε πολύ. Διαπίστωση που τις πιο πολλές φορές, για να μην πούμε πάντα, είναι βέβαια υποκειμενική.

Η θάλασσα αφήνει διαφορετικό απόηχο χτυπώντας τα βράχια, τ’ αγέρι κομίζει καινούργιες οσμές, τα φυλλώματα στα δέντρα, τα λουλούδια στους κήπους, σαλεύουν με λύπη για τη ζωή τους που τελειώνει και γενικά τα τοπία σέρνουν ένα βουβό κλάμα προμαντεύοντας πως κάτι θα πεθάνει. Βέβαια όλα πεθαίνουν για να γεννηθούν άλλα, όμως η θλίψη δεν είναι μόνο για ‘κείνα που πεθαίνουν, αλλά και για το που μέλλεται σ’ όσα γεννηθούν να πεθάνουν.

Στις  αμμουδιές σβήνουν τ’ αχνάρια των περιπατητών της χαράς· γκρεμίζονται οι χάρτινοι πύργοι των προσωρινών ονείρων, κι όπου σπηλιές στα μακρινά πελάγη φυλάνε τους αντίλαλους απ’ τις χαρούμενες φωνές και τα τραγούδια των φεγγαρόφωτων βραδιών στα χλιαρά βότσαλα.

Μια λύπη απλώνει την αρχοντική της εσθήτα κόντρα στον ήλιο και κόβει την ορμή του φωτός.

Η εγκατάλειψη έχει απλώσει τις απελπιστικές φτερούγες της στα πιο πολλά εξοχικά που στέκουν σκοτεινά, ανυπεράσπιστα, με τις πόρτες κατάκλειστες, με τα παντζούρια μανταλωμένα σαν φρουροί βαθιών μυστικών.

fthin3Ένας μοναχικός περίπατος πέρα, μακρυά, ως τα βράχια με τ’ αγριοπούρναρα, τους θάμνους και τους πευκώνες, σε ρίχνει σε βαθιά περίσκεψη, σε ήρεμη συλλογή. Είναι η ώρα του απολογισμού με τον εαυτό σου· βλέπεις τι έχασες, τι πήρες, τι χρωστάς ακόμα να δώσεις και τι μπορεί να πάρεις. Κάνεις διάφορους παραλληλισμούς, παρομοιάζεις τη νιότη μ’ ένα σύντομο καλοκαίρι, την καμπή μ’ ένα φθινόπωρο, τα γηρατειά με το βαθύ χειμώνα. Χαρές, σκιρτήματα, συγκινήσεις έχουν μείνει πίσω, έχουν μακρύνει τον ομιχλώδικο χώρο που λέγεται παρελθόν. Τα βλέπεις, τ’ αγαπάς, θέλεις να τα ξανασυναντήσεις, μα κάποιος αδυσώπητος φύλακας, κάποιος Κέρβερος, δεν αφήνει ούτε εσένα να πας προς αυτά, ούτε ‘κείνα να ‘ρθουν κατά σένα… Είναι τρομερό το συναίσθημα που δοκιμάζεις! Κάποιος τραγικός νόμος σ’ έχει αμετάκλητα αποξενώσει απ’ όποια ομορφιά ήτανε χτήμα σου και που τώρα δεν ανήκει ούτε σ’ εσένα ούτε σε κανέναν άλλο. Κι ενώ όλ’ αυτά είναι τόσο ζωντανά, μέσα σου βλέπεις με πίκρα ότι είναι δυστυχώς τόσο πεθαμένα για την έξω πραγματικότητα.

Κι απαντάς πού και πού στο σεργιάνι σου διάφορα άχρηστα μικροαντικείμενα που τώρα παίρνουν για σένα μεγάλη σημασία. Γίνονται σοφοί μάρτυρες του εφήμερου της ζωής, σοφοί σύμβουλοι που σου επιβεβαιώνουν το σύντομο διάβα τ’ ανθρώπου στη γη. Εδώ ένα χρωματιστό κουμπάκι -το δίχως άλλο από κοριτσίστικο μπλουζάκι- εκεί μια φευγάτη φουρκέτα που σφίγγει ακόμα με πείσμα στη διχάλα της δυο τρεις τρίχες ολόξανθα μαλλιά, πιο πέρα κάμποσα φύλλα από κάποιο ρομάντζο πούχουν γίνει κατακίτρινα απ’ τα πυρά του καλοκαιριάτικου ήλιου, κι ακόμα ένα μισοσκουριασμένο απ’ την αρμύρα του πελάγου μπρελόκ ή μια χαμένη μικρούτσικη ατζετούλα με χαραγμένα μέσα της μερικά νούμερα τηλεφώνου. Ο κόσμος νομίζοντας πως έχει βρει την κατάλληλη λέξη τ’ αποκαλεί όλ’ αυτά «σκουπίδια». Αν όμως σκεφτόμαστε βαθύτερα πιστεύω πως θα τους δίναμε την ονομασία «συνοδοί ανθρώπων», γιατί όλ’ αυτά συνόδευαν τον άνθρωπο σαν κάτι χρήσιμο στο καλοκαίρι της χαράς που πέρασε. Αν τώρα τα λέμε «σκουπίδια» δεν φταίνε ούτε οι άνθρωποι ούτε αυτά αλλά η μοίρα των πραγμάτων. Κι όσο περιφρονητική έκφραση κι αν παίρνουμε προφέροντας τη λέξη «σκουπίδια» θα ‘πρεπε να σκεφτούμε τι έχουν γίνει τα τόσα μιλιούνια άνθρωποι που ζήσαν πριν από μας σ’ αυτόν τον πλανήτη και τι θα γίνουμε κι εμείς σαν η ζωή μας πάψει. Όλοι τούτοι οι συλλογισμοί δεν είναι επηρεασμένοι από καμιά πεσιμιστική θεωρία αλλά γεννημένοι απ’ την ηρεμία, απ’ τη γλυκιά όσο και μελαγχολική ευγένεια του φθινοπώρου κι αλίμονο είναι αληθινοί. Αληθινοί γιατί αφαιρούν τη χαρά της ψευδαίσθησης και φέρνουν την πίκρα του πραγματικού.

Πιο πέρα, στη μέση του λοφίσκου με τα δέντρα, είναι ένα ξέφωτο. Κάπου η θάλασσα αχολογάει μαλακά λες και κρατάει την ορμή της να ξεσπάσει. Έχει καιρό… δεν βιάζεται. Ας περάσουν μερικές βδομάδες ακόμα. Για την ώρα μάς δείχνει πού και πού λίγο αφρό απ’ τη μανία που μπορεί να κρύβει στα σπλάχνα της.

Ένας αγέρας σηκώνεται για λίγο και μια λιτανεία από ξέθωρα φρύγανα στροβιλίζεται και κατόπιν παρατάσσεται σ’ ευθεία γραμμή ακολουθώντας το μονοπάτι. Είναι τα πρώτα ξερά φύλλα! Μια υγρασία πλανιέται στην ατμόσφαιρα αναδίνοντας μυρωδιά από βρεγμένο χώμα. Είναι τ’ απομεινάρια της πρώτης βροχής που τραγούδαγε την προπερασμένη νύχτα. Η γης τη ρούφηξε άπληστα, διψασμένα, και τίποτ’ άλλο δεν τη θυμίζει. Κι όμως το ξέρεις πως έβρεξε… Δεν ήτανε κάτι που ονειρεύτηκες. Και το σούρουπο πέφτει. Αχνοσβήνει το περίγραμμα των βράχων, των βουνών, των δέντρων, των θάμνων, τον δρομίσκων σε μια προσπάθεια να τα εξαϋλώσει. Φτενό το νιο φεγγάρι -μισή παλάμη πάχος- σε μια δυο ώρες θα βασιλέψει. Η νύχτα θα πιάσει σιωπηλή κουβέντα μ’ όλα γύρω. Θα λουφάξουν οι ίσκιοι, τα πουλιά, τ’ αρώματα στο ψυχρό αεράκι που περνάει απ’ το γιαλό φέρνοντας αλαφριάν ανατριχίλα. Σου φαίνεται σάμπως να ζεις το φινάλε κάποιας ιστορίας. Σε πιάνει ένας φόβος μήπως κι ο δικός σου ρόλος τελειώνει τώρα με το φθινόπωρο. Μα όχι, όχι, η δύναμη της ψευδαίσθησης που κρατάει τους ανθρώπους στη ζωή έρχεται λυτρωτική παρήγορος. Όχι, δεν είναι το τέλος για σένα -αν και κατά βάθος δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις- όμως κάτι σου λέει πως δεν είναι, κι είναι αυτό το «κάτι» το ίδιο εκείνο που σ’ άλλους λέει ψέματα και σ’ άλλους την αλήθεια.

Άσε το φθινόπωρο –
γύρω σου να στρώσει
τ’ άνθη τα στερνά –
μια ζωή διαβαίνει,
μια πνοή περνά –
τάχα σε προσμένει
μι’ άνοιξη ξανά;

τραγουδάει με τους πάρα πάνου στίχους το φθινόπωρο ο Κώστας Χατζόπουλος. Κι αλλού:

Θα πεθάνω ένα πένθιμο
του φθινοπώρου δείλι
μέσ’ στην κρύα μου κάμαρα
όπως έζησα: μόνος…

μας λέει ο Κώστας Ουράνης. Είναι η εποχή που η ποίηση ταυτίζεται με τη μορφή του τοπίου αναδίνοντας τόνους θλιβερούς μα κι ευγενικούς.

Τώρα το φθινόπωρο
κάτι κλαίει στα δάση
θλίψη έχει φωλιάσει
στη θολή βραδιά
κι η ψιχάλα σέρνει
μοιρολόι ως πέρα,
δάκρυα για τη μέρα
π’ αργοξεψυχά.

DaraΌσο ποτέ άλλοτε η θλίψη αυτή φέρνει το νου τη σκέψη του θανάτου που συμβολικά εικονίζεται το τέλος των γύρο. Τ’ άνθια θα ξεραθούν, τα κλαριά θα γυμνωθούν, τα θερμά βράδια θα γίνουν πολωμένες νύχτες, το φως, θα κοντύνει, το σκοτάδι θα μακρύνει, τα γαλάζιο θα συννεφιάσει, τη γαλήνη θα διαδεχτεί ο κεραυνός κι η θύελλα τα πουλιά θα σωπάσουν.

Όμως δεν πρέπει να λησμονάμε και λίγα λουλούδια που τόχουν πείσμα ν’ ανθίζουν το φθινόπωρο. Υπάρχουν ακόμα κι οι χειμωνανθοί που φυτρώνουν στο μεσοχείμωνο λες κι όλ’ αυτά το κάνουν τάχα επίτηδες και καθυστερούν για να ράνουν τους τάφους των άλλων λουλουδιών που θάχουν πεθάνει. Κι ο νους σου φέρνει κάτι πίνακες ερήμωσης που είχες δει κάποτε -δεν θυμάμαι πού- με θαλασσοπούλια που σαϊτεύουν τον γκρίζο ουρανό πάνου απ’ τ’ αφρισμένα κύματα που ξεσπούν με λύσσα στους βράχους, στους μώλους, στην αμμουδιά.

Και με τον ερχομό της νύχτας θέλεις ο μοναχικός σου περίπατος να τελειώσει. Θέλεις να γυρίσεις πίσω σε κάτι πιο σίγουρο. Δεν είναι πια καλοκαίρι για να εμπιστεύεσαι τη νύχτα… Ό,τι είχες να πεις με τον εαυτό σου τόπες, ό,τι είχες να νιώσεις τόνιωσες και μόνο σου κέρδος είναι η λύπη που σταλιάζει τώρα στην καρδιά σου. Και παίρνεις γοργά γοργά το δρόμο της επιστροφής. Βιάζεις το βήμα κι αναρωτιέσαι «γιατί όλα νάχουν γίνει έτσι; ποια μοίρα τα ρυθμίζει; γιατί όλα να τελειώνουν;».

Και τότε φανερώνεται μέσα σου η πιο καλόβουλη θεά με την πιο γλυκιά μορφή για τον άνθρωπο: η Ελπίδα! «Ευτυχώς, θάρθει πάλι καλοκαίρι…», σκέφτεσαι.

Του +Αδριανού Ρωμαίου (από την “Έρευνα”)

(53)