Σ’ ένα ορεινό χωριό κάπου στα νότια, η ζωή κυλάει κανονικά. Κάθε νέα μέρα που ξημερώνει, τα παραθυρόφυλλα ανοίγουν από τα σπίτια, ο ήλιος λούζει την πλαγιά, κοκόρια και καλημέρες ακούγονται από το δρόμο.

Ο ήρωας μας, ο κυρ-Γιώργης σηκώνεται από το κρεβάτι του με μια κλωτσιά στα σκεπάσματα, τρίβει τα μάτια του και σέρνει τα πόδια του μέχρι την κουζίνα. Βάζει τον ολόφρεσκο ζεστό καφέ στην κούπα, χαμογελάει στη γυναίκα του, ψελλίζει ‘μέρα και ανοίγει τη χτεσινή εφημερίδα που τον περιμένει στο τραπέζι.

Βγάζει ένα καρέλια άφιλτρο από την τσέπη του σακακιού του, που κρέμεται πίσω από την πόρτα, το χτυπάει δυο φορές στο τραπέζι και το κρεμάει στο στόμα του. Το ανάβει. Βήχει και πίνει μια γουλιά καφέ. Ο καφές είναι καυτός. Του καίει τη γλώσσα. Ο κυρ-Γιώργης πετάει την κούπα κάτω σιχτιρίζοντας και λερώνει τα ρούχα του με τον καφέ. Τινάζεται όρθιος ενώ αφήνει βιαστικά το τσιγάρο στο τραπέζι. Βρίζει ασύστολα.

Παίρνει ένα κουρέλι που βρίσκει μπροστά του και προσπαθεί να καθαρίσει τα μανίκια του. Το χέρι του έπαθε σίγουρα έγκαυμα. Είναι πολύ εκνευρισμένος.

Καθαρίζεται με μανία. Μουγκρίζει σαν κάφρος και κάνει απότομες κινήσεις στα τυφλά. Χτυπάει με τον αγκώνα του ένα ποτήρι πάνω στο τραπέζι και το ρίχνει.

Το γυαλί σπάει. Ο Γιώργης τώρα γίνεται έξω φρενών. Κλωτσάει τα σπασμένα και ουρλιάζει. Έχει γίνει κατακόκκινος. Ρίχνει μια γροθιά στο τραπέζι με όλη του τη δύναμη και σπάει κι άλλα ποτήρια. Η μικρή κουζίνα έχει γίνει γης Μαδιάμ. Αυτός καταριέται μουρμουρίζοντας.

Η γυναίκα του παρακολουθεί όλη την ώρα σιωπηλή. Έχει μάθει πια, τόσα χρόνια, ότι η ίδια ιστορία θα γίνεται κάθε πρωί. Και γι’ αυτό ξέρει και τη συνέχεια.

Ο Γιώργης τρίβει το στόμα του με τα χέρια του και βγαίνει τρέχοντας από το δωμάτιο. Φέρνει βιαστικά μια σκούπα να καθαρίσει τη ζημιά. Θυμάται πως ξέχασε το φαράσι. Φτούσου λέει και βαράει το κούτελο του. Τινάζεται να κάνει μεταβολή και σκοντάφτει πάνω στον καλόγερο πίσω από την πόρτα. Χτύπησε στο μάτι. Βρίζει. Κάνει να πιαστεί από τον τοίχο αλλά χάνει την ισορροπία του και πέφτει. Κυλιέται στο πάτωμα με αίματα στο μάτι. Τα γυαλιά από τα ποτήρια τον κόβουν σε διάφορα σημεία. Ο Γιώργης αιμορραγεί και πονάει.

Είναι να τον λυπάται κανείς έτσι που κατήντησε. Αλλά η γυναίκα του έχει μάθει πια να μην ανησυχεί. Τόσες και τόσες φορές τον έχει δει σε αυτήν την κατάσταση. Γιατί σήμερα να είναι διαφορετικά;

Ο Γιώργης κλαίει και φωνάζει βοήθεια. Μπουσουλάει στο χώρο, ενώ προσπαθεί να αποφύγει τα θραύσματα. Με τα πολλά, τα καταφέρνει και σηκώνεται. Διπλωμένος στα δύο, πιάνεται από διάφορα έπιπλα και βγαίνει σιγά σιγά. Πηγαίνει στο μπάνιο βογκώντας να καθαρίσει τις πληγές του. Πλένεται. Βάζει πάγο στο μάτι του, επίδεσμο στα χέρια του, οινόπνευμα στις πληγές του.

Κοιτάζεται στον καθρέφτη. – Πώς κατάντησα έτσι; Κοίτα τα μούτρα σου, πώς τα ‘κανες έτσι ρε!

Χαμηλώνει το βλέμμα και παίρνει δυο βαθιές ανάσες. Ναι, αυτό ήταν. Τώρα είναι ήρεμος, είναι μια χαρά. Τώρα πια κατάλαβε. Αύριο δε θα την ξαναπάθει έτσι. Αύριο θα προσέχει. Από τα λάθη μας μαθαίνουμε άλλωστε, έτσι δεν είναι; Η γυναίκα του τον ενθαρρύνει, όπως κάνει κάθε μέρα. – Ναι Γιώργη μου, έτσι είναι. Συγυρίσου τώρα, και αύριο θα τα καταφέρεις καλύτερα. Αύριο θα ‘ναι καλύτερα.

 

Φώτης Ηλιόπουλος

(από το “Καλειδοσκόπιο”)

 

(56)