Του Τριπολίτη Εφόρου Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου και Επίτιμου διδ. του Πανεπ. Βύρτσμπουρκ Γερμανίας…, επιστήθιου φίλου, και συναγωνιστή, του Μίκη Θεοδωράκη, Γρ. Κωνσταντινόπουλου, που, θα ήταν, σήμερα, 96 χρονών, γιου του αριστερού, τότε, ψάλτη του Αγίου Βασιλείου και κατόπιν μοναχού της Μονής Πετράκη, Γερβάσιου· του Γρηγόρη, του οποίου, η μάνα, ήταν το πρώτο θύμα των Ιταλικών βομβαρδισμών στην Τρίπολη του ’40!
(Το κατωτέρω είναι απόσπασμα από το βιβλίο του “Αγαπητοί μας αδελφοί…” που το εξέδωσε προ 30ετίας…)

… Καθώς χρόνια τώρα το ποθούσα, πήγα να την ξαναϊδώ με την κρυφή ελπίδα πως μέσα στο ονειρικό της περιβάλλον θα ξαναζούσα τις νεανικές χαρές και τις κρυφές λαχτάρες εκείνου του καιρού.
Όταν έφτασα με το αυτοκίνητο από τη δυτική πλευρά, όλα ήταν στη θέση που τα είχα αφήσει σε κάποια στιγμή μαθητικής εκδρομής. Το μεγάλο λαγκάδι που καταλήγει στη ρεματιά, ο κάμπος που απλώνεται γύρω τριγύρω της και τα βουνά που περιζώνουν το οροπέδιό της. Μόνο τα πεύκα των γύρω δασωμένων βουνών είχαν θεριέψει. Ήταν Σεπτέμβρης κι ο ήλιος μόλις ακουμπούσε στο βουνό, ακριβώς όπως τότε που μικρό παιδί έβγαινα στο παράθυρο κάθε γιόμα να τον αποχαιρετήσω και να μετρήσω τη δύναμη των ματιών μου πάνω του. Χρύσωνε όλη τη δύση αυτός, καθώς γλιστρούσε ανάμεσα στα πολύχρωμα σύννεφα και ύστερα πίσω απ’ τις βουνοκορφές. Τότε άρχιζε η ανερμήνευτη μελαγχολία μέσα μου και ο τρελός χορός των χρωμάτων στον ουρανό. Πρέπει να νύχτωνε κάθε φορά, που με συμμάζευε από κει η μητέρα βάζοντας κάπου κάπου τις φωνές. Τότε συνειδητοποιούσα πως είχε σταματήσει η φασαρία των παιδιών στους δρόμους, και είχε αρχίσει  το βραδινό αγιάζι, που  έφερνε ανατριχίλα σ’ όλο το κορμί και στην ψυχή τη θλίψη για την ημέρα που τελείωνε. Τώρα όμως δεν είχα σπίτι στη μικρή  μας πόλη, ούτε κοντινούς συγγενείς.

 

Στην Τρίπολη το 1942:  από αριστερά Γ. Κουλούκης, Γρ. Κωνσταντινόπουλος, Μίκης Θεοδωράκης, Τάκης Δημητρακόπουλος
Στην Τρίπολη το 1942:
από αριστερά Γ. Κουλούκης, Γρ. Κωνσταντινόπουλος, Μίκης Θεοδωράκης, Τάκης Δημητρακόπουλος

Προχώρησα στις γειτονιές που τόσο καλά τις ήξερα τότε στα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Οι δρόμοι ήταν ασφαλτοστρωμένοι και τα νερά από τα σπίτια δεν έτρεχαν στα ρείθρα ή στα οδοστρώματα. Δεν υπήρχαν οι ψηλοί, οι φορτωμένοι με τριανταφυλλιές, γιασεμί κι αγιόκλημα τοίχοι των κήπων, ούτε οι καγκελένιες ξώπορτες. Όπου είχαν μείνει μερικά αρχοντικά ήταν κλειστά και μισογκρεμισμένα. Οι μεγάλοι κήποι τους ήταν γεμάτοι ξερά αγκάθια και τσουκνίδες. Πολυκατοικίες είχαν γεμίσει τον τόπο. Προχώρησα έξω από την πόλη, εκεί στο νεκροταφείο της Μεταμόρφωσης να ιδώ του τάφους των φτωχοκόριτσων με τους μαύρους ξύλινους σταυρούς, όπου τότε ο ήλιος έφτανε μόνο την ώρα που βασίλευε. Τίποτε. Ολόλευκα μάρμαρα παντού. Πήγα στο σταθμό του τρένου.
Κλειστός. Ο κόσμος τώρα ταξιδεύει με ιδιωτικά αυτοκίνητα και λεωφορεία. Τα τρένα περνούν μόνο τρεις φορές την ημέρα. Και εδώ, σκέφτηκα, οι νέοι ζουν χωρίς το καρδιοχτύπι της αναμονής ή τη μελαγχολία του χωρισμού… Στον κεντρικό δρόμο δεν υπήρχαν πια τα μονώροφα και διώροφα καταστήματα και σπίτια, ούτε τα δέντρα στη δεντροστοιχία.  Κλειστός. Ο κόσμος τώρα ταξιδεύει με ιδιωτικά αυτοκίνητα και λεωφορεία. Τα τρένα περνούν μόνο τρεις φορές την ημέρα. Και εδώ, σκέφτηκα, οι νέοι ζουν χωρίς το καρδιοχτύπι της αναμονής ή τη μελαγχολία του χωρισμού… Στον κεντρικό δρόμο δεν υπήρχαν πια τα μονώροφα και διώροφα καταστήματα και σπίτια, ούτε τα δέντρα στη δεντροστοιχία. Όταν όμως έφτασα στο βάθος του πάρκου χάρηκα που είδα το μεγάλο σφενδάμι, αλλά αντί για το κιόσκι της μπελ-επόκ, το καφενείο του Ντίνου, ήταν τώρα χτισμένο στην ίδια θέση ένα μεγάλο τσιμεντένιο τουριστικό περίπτερο. Μπήκα μέσα, πλησίασα έναν ασπρομάλλη και τον ρώτησα για το Ντίνο.
– Πόσα χρόνια έχεις να ‘ρθεις στην πόλη μας; με ρώτησε βλέποντάς με κατάματα.
– Πολλά…
– Το βλέπεις το σφενδάμι; Εκεί τον κρέμασαν οι Γερμανοί στα 1944. Τον ρώτησα για τους άλλους γνωστούς… Κούνησε το κεφάλι…
– Όλοι αυτοί ξεχάστηκαν. Ξεχάστηκαν εκείνα τα χρόνια…
Όταν έφτασα στην κεντρική πλατεία, το καμπαναριό της εκκλησίας δεν δέσποζε. Γύρω του χτίστηκαν πολυκατοικίες. Το ρολόι ήταν σταματημένο. Δεν ρύθμιζε πια τη ζωή της πόλης. Το πλατάνι, όπου ο Φεστούτσι κρέμασε το Χανιά, το έκοψε ένας Έλληνας Στρατιωτικός Διοικητής στον εμφύλιο, γιατί δεν μπορούσε να ανεχθεί να λερώνουν τα πουλιά τα χρυσά του αστέρια…
Καθώς χρόνια τώρα ξενιτεμένος το ποθούσα, πήγα να την ξαναϊδώ… μα Εκείνη δεν ήταν πια εκεί.

(187)