Χαράματα σχεδόν ακουγόταν η μακρόσυρτη τραγουδιστή φωνή: «Ο γαλατααάς…». Οι πόρτες άνοιγαν και νάσου οι νοικοκυρές, μ’ ένα κατσαρόλι στο χέρι για να προμηθευτούν το πρωινό ρόφημα της οικογένειας.
Από τον ώμο του κρεμόταν, με ένα χοντρό λουρί, το ειδικό δοχείο σε σχήμα μεγάλου όρθιου μπουκαλιού από αλουμίνιο, γεμάτο φρέσκο γάλα. Και ήταν πραγματικά φρέσκο, γιατί αυτό που έφερνε μαζί του τελείωνε πάντα «μέχρι τελευταίας ρανίδος»· και ψυγεία ή γάλα σε σκόνη… για να συμπληρώνει από εκεί το «εμπόρευμά» του δεν υπήρχαν τότε. Όπως πρέπει να ήταν αλήθεια και το ότι σε ημέρες μεγαλύτερης από τη συνηθισμένη κατανάλωσης, όταν έβλεπε ότι το δοχείο άδειαζε γρήγορα και δεν θα έφτανε το γάλα για όλους τους πελάτες του, το συμπλήρωνε με τρόπο και από τη βρύση…

Μια και μιλήσαμε όμως για ψυγεία, να θυμηθούμε ότι μόνο τα «πλούσια» σπίτια διέθεταν τότε ψυγεία και αυτά με πάγο. Περίμεναν τον πλανόδιο παγοπώλη που έφερνε πάγο σε κολόνες και τις έκοβε με το πριόνι, ανάλογα με την ανάγκη του πελάτη του. Όταν έκανε μεγάλη ζέστη τύλιγε τις κολόνες του πάγου με μια μεγάλη λινάτσα για να μη γίνονται τα χρήματά του… νερό!

Άλλος γνωστός τύπος, πολύ αγαπητός στον γυναικόκοσμο, που γύρναγε στις γειτονιές ήταν ο «γυρολόγος». Ο εμποράκος με τις δύο μεγάλες καλάθες, τις κρεμασμένες μία από κάθε χέρι, που είχαν μέσα ό,τι μπορεί να φανταστεί ο νους. Από κλωστές, βελόνες, κουμπιά, φερμουάρ, κορδέλες για τα μαλλιά και τσιμπιδάκια μέχρι πετσέτες, τραπεζομάντιλα, μαξιλαροθήκες και σεντόνια. Στεκόμουν κοντά του και έβαζα στοίχημα με τον εαυτό μου ότι κάτι θα του ζητήσουν και θα απαντήσει «αυτό δεν το έχω». Σπάνια κέρδιζα το στοίχημα. Είχε κάθε τι που χρειάζεται σαν είδος πρώτης ανάγκης η νοικοκυρά.

Ήταν και ο τροχιτζής, με το αυτοσχέδιο εργαστήριο του, το φτιαγμένο από μία ρόδα ποδηλάτου, στη ζάντα του οποίου είχε προσαρμοσμένη μια ειδική μεταλλική επίστρωση. Γύρναγε γρήγορα τον τροχό με το πόδι στο πεντάλ και καθώς τρόχιζε τα μαχαίρια, σπίθες ξεπετιόταν τριγύρω. Κάθε λίγο δοκίμαζε την κόψη του μαχαιριού στον δάκτυλο του, και έριχνε λίγο νερό στον τροχό που είχε ζεσταθεί. Ξανά γύρισμα. Ξανά σπίθες και το μαχαίρι γινόταν «ξουράφι…».

Τον παπλωματά τον περίμεναν με αγωνία οι μελλόνυμφες για να τους φτιάξει το σκέπασμα του νυφικού κρεβατιού με ωραία πολύχρωμα υφάσματα, αλλά και οι μεγαλύτερες για να «αναπαλαιώσει» τα παλιά.

Ωραίος τύπος, πεντακάθαρος με την άσπρη του ποδιά, σαν νοσοκόμος. Με το τσιγκελωτό στριμμένο μουστάκι του και δύο χρυσά δόντια μπροστά μπροστά, να τονίζουν το μόνιμο χαμόγελό του, ήταν ο νερουλάς. Ένα ξύλινο καρότσι με ένα όρθιο ξύλινο βαρέλι στη μέση. Μια βρυσούλα στο κάτω μέρος και στηρίγματα που προεξείχαν δεξιά και αριστερά, για να κρεμάει από τα χερούλια τους τα κύπελλα του νερού. Ο Γιάννος με την Παγώνα ν’ αλλάζουν τρυφερές, ντροπαλές ματιές. Πουλάκια σε γαλάζιους ουρανούς και θάλασσες με βαρκούλες ν’ αρμενίζουν ήταν ο διάκοσμος του βαρελιού, ενώ φύλλα κληματαριάς περασμένα σ’ ένα μεγάλο καρφί, έκαναν τα ποτήρια να τρίζουν, καθώς τα ξέπλενε ύστερα από κάθε χρήση. Μια πεντάρα τρύπια και ξεδίψαγε κάθε διψασμένος…

Το «μαγαζί» του πλανόδιου παπουτσή ήταν ένα σκαμνί και μια μεγάλη σακούλα από χοντρό ύφασμα. Εκεί μέσα είχε τα εργαλεία του, μερικά κομμάτια δέρματος σε διάφορα χρώματα, σκληρότερο δέρμα για σόλες και τακούνια, πρόκες, κόλλες κ.λπ. Του έδινες τα στραπατσαρισμένα από τους χωματόδρομους και τις πέτρες παπούτσια σου και σε λίγη ώρα σου άλλαζε σόλες, ψίδια, τακούνια και σου τα έφτιαχνε «του κουτιού…».

Ο γανωματάς γάνωνε τις χάλκινες κατσαρόλες. Δουλειά πολύ χρήσιμη γιατί όταν έφευγε η βαφή τους από μέσα γίνονταν επικίνδυνες για δηλητηριάσεις. Τις πέρναγε από μέσα με καλάι και τις έκανε να γυαλίζουν σαν ασημένιες.

Ο κουρέας του χωριού δεν άνηκε βέβαια στους γυρολόγους. Έπαιζε όμως πολύ σημαντικό ρόλο στη μικρή κοινωνία του χωριού ή της γειτονιάς, ασκώντας καθήκοντα αυτοδίδακτου «γιατρού»… Αυτός έκανε την πρώτη «διάγνωση» στον ασθενή. Έβαζε τα κατάλληλα έμπλαστρα για πόνους στη μέση, στα πόδια ή στα χέρια. Έριχνε απλές βεντούζες για το κρύωμα και «κοφτές» με το ξυράφι για να φύγει το «σκοτωμένο» αίμα, αν υποπτευόταν πνευμονία… Έβαζε βδέλλες πίσω από τ’ αυτιά για να τραβήξουν το αίμα από όσους είχαν πίεση και ν’ αποφύγουν τη «συμφόρηση» και φυσικά έκανε και ενέσεις έχοντας γνωρίσει τα «οπίσθια» όλων των συγχωριανών του…

Το «πάνελ» των πολύ χρήσιμων για την εποχή εκείνη πλανόδιων εμποράκων συμπλήρωνε ο «καρεκλάς». Ένας στρυφνός τύπος, με μια μόνιμα ξινισμένη φάτσα. Μύτη καμπουρωτή και σουβλερή, τράνταζε το χωριό με την τσιριχτή εκνευριστική φωνή του. «Ο καρεκλάααας. Διορθώωωνουμε καρέκλεεες». Μεγάλα μάτσα ψαθί σε λουρίδες. Χοντρές βελόνες, ένα κοφτερό μαχαίρι κι ένα ψαλίδι ήσαν όλα κι όλα τα εργαλεία του, αλλά σου έκανε την παλιοκαρέκλα σου καινούργια.
Σαν τελείωνε και τον ρώταγες «τι σου χρωστάω», απαντούσε στερεότυπα: «Δώσε ό, τι θέλεις…». Αν του έδινες λιγότερα από όσα περίμενε, τα άφηνε στο πεζούλι με περιφρόνηση, στραβομουτσούνιαζε και γκρίνιαζε. «Λεφτά είν’ αυτά που μου δίνεις; και σου ‘φτιαξα την καρέκλα καινούργια;». Αν του έδινες αρκετά, ούτε τότε έδειχνε ικανοποιημένος. Τα έπαιρνε και τα έριχνε στην τσέπη του μουρμουρίζοντας… «Τέεελος πάντων…».
Με τη θεια μου τη Λένη αρπάχτηκαν κάποτε για τον λογαριασμό… Εκείνη τον αποκάλεσε «τζαναμπέτη». Εκείνος της το ανταπόδωσε λέγοντάς τη «γρουσούζα» και από τότε έκοψαν τις «διπλωματικές» σχέσεις… Η θεία σαν ήθελε καμιά καρέκλα της φτιάξιμο, την έδινε στην ανεψιά της τη Ναυσικά να του την πάει σαν δική της.
Εκείνος, που του καλάρεσε η νεαρή και τροφαντή Ναυσικά, έπαιρνε αμίλητος την καρέκλα, την έφτιαχνε και όταν την παρέδιδε καινούργια έλεγε στην κοπελιά: «Πάρ’ τηνε και πες στη θεια σου να πάρει και καμιά καινούργια καρέκλα. Είκοσι χρόνια της τη φτιάχνω. Λεφτά έχει η γρουσούζα. Μαζί της θα τα πάρει;». Και η θεια, που κρυφοκοίταζε και κρυφάκουγε πίσω από το πατζούρι, σταυροκοπιόταν και μουρμούριζε: «Μπα που να φας το κεφάλι σου, αχαΐρευτε…» και έφτυνε τον κόρφο της!

Απλοί άνθρωποι. Πρωτόγονα τα μέσα που διέθεταν. Χρήσιμοι όμως και αγαπητοί, σίγουρα περισσότερο από τις αυτόματες μηχανές του σήμερα!
Χρήστος Γκερέκος
από την “Έρευνα”

(133)