Kάτι τέτοιες μέρες, που έχει πάρει για τα καλά η άνοιξη, που τα έντομα πετούν και ζουζουνίζουν στις αυλές και στα λελουδικά, ναι, θυμάμαι τον ασβέστη! Εάν δεν τον έβλεπα στη διπλανή οικοδομή εντός αβαθούς τεχνητής στέρνας θα θεωρούσα ότι είναι είδος προς εξαφάνιση!

Εκείνα τα παλιά χρόνια εμείς το παίρναμε σβησμένο συνήθως -σπάνια άσβεστο- σε ντενεκέ… Το ανακατεύαμε μέχρι να γίνει γάλα κι εκεί με μια βούρτσα -παλιά μπαντανόβουρτσα- αρχίζαμε το μούστρισμα… από ρείθρα πεζοδρομίων -εδώ φτιάχναμε γραμμές-, αυλές, πλυσταριά, κοτέτσια, πέριξ βόθρων και βρώμικων χαντακιών, καμπινέδες, σκαλοπάτια, σχέτες πέτρες…

Εκείνα τα χρόνια, ο ασβέστης, εκτός απ’ ομορφιά και καθαριότητα που προσέδιδε, ήταν κι απολυμαντικό στοιχείο! Κι ο πιο φτωχός, ιδίως ο φτωχός, ναι, αμυνόταν -για την υγείας του- μ’ ασβέστη! Oι παλιοί θα θυμούνται πως, τα χωρίς ασβέστη ρείθρα των καταστημάτων ήταν αφορμή προστίμου από την Αστυνομία! Αργότερα -10ετία του ‘60- ο ρεντιστής έγινε κι επάγγελμα… Δηλαδή, υπήρχαν δύο, τρεις στην πόλη -όπως είναι σήμερα οι καθαριστές τζαμιών- που ζαλωμένοι τη ρεντιστήρα, από τα πάργιουρα ρέντιζαν μ’ ασβέστη τα πεζοδρόμια-ρείθρα· διότι τότε τα ρείθρα κρατούσαν παλιόνερα -δεν υπήρχε άσφαλτος στους δρόμους- οπότε γίνονταν εστίες δυσοσμίας και κουνουπιών!

Περιττό, να πούμε, ότι η ξελόντζα που θα χρησιμοποιείτο για το ψήσιμο των αρνιών βαφόταν σχεδόν κάτασπρη -πάντα μ’ ασβέστη… Κι ανάδυδε μια ωραία μυρωδιά ο φρέσκος ασβέστης συνυφασμένη, επαναλαμβάνω, με την υγεία μας… Σήμερα, δεν χρειάζεται ασβέστης… Υπάρχει το πλαστικό χρώμα που τα κάνεις όλα κατάλευκα… αλλά και χίλια δύο είδη απορρυπαντικά και αντισηπτικά που δεν υπάρχει φόβος… Ναι· κάποτε, λοιπόν, ο ασβέστης, κάθε άλλο παρά καταφρονεμένο είδος ήταν…

 

(2696)