του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ Δημοσιογράφου – Συγγραφέα
Τον συναντήσαμε –μια παρέα– αναπάντεχα, ύστερα από κοντά δέκα χρόνια, σε μια υπαίθρια καλλιτεχνική εκδήλωση, στη γενέτειρά του Ζυγοβίστι της Αρκαδίας, λίγο πιο μετά από τη δική μου, τη Δημητσάνα. Και τον βρήκαμε ακμαιότατο, πρόσχαρο, κομψό, όπως εκείνα τα χρόνια –άνθρωπο– φαινόμενο, θα ‘λεγα, χωρίς υπερβολή. Πολύ περισσότερο όταν ακούσαμε ότι του χρόνου συμπληρώνει έναν αιώνα ζωής.
Παρακολουθούσε, με την παραδοσιακή γκλίτσα ανά χείρας, την εκδήλωση, κι έδειχνε να απολαμβάνει τα τεκταινόμενα, αφού σιγοτραγουδούσε αρκετά από τα τραγούδια που ακούγονταν, ενώ στο τέλος συνεχάρη από μικροφώνου τους συντελεστές.
Κι έδειξε να καταχάρηκε που βρέθηκε εν μέσω μαθητών του –μεταξύ των οποίων κι ένας πανεπιστημιακός καθηγητής-, μαθητών που πρόκοψαν, που η διδασκαλία του δεν πήγε χαράμι! Κι όπως κάθε φορά που μας συναντούσε στο παρελθόν, έτσι και τώρα, η παραίνεσή του: «Να έρχεστε όσο μπορείτε πιο τακτικά, να αγαπάτε και να νοιάζεστε τον τόπο μας».
Δεν θα είχε νόημα ν‘ αναφερθώ σε μια πτυχή της προσωπικής μου ζωής, αν στο πρόσωπο του Φώτη Γαβρά (αυτό είναι τ‘ όνομά του) δεν αναγνώριζα ένα αντιπροσωπευτικό είδος δασκάλου. Και μάλιστα σε καιρούς άγριους για τον τόπο και ειδικότερα σ‘ εκείνα τα μέρη (που, ευτυχώς, επειδή είναι ορεινά, εγκαταλείφθηκαν μεν, δεν “αξιοποιήθηκαν” δε, και διασώθηκαν).
Ο Φώτης Γαβράς δεν ήταν μόνο ο δάσκαλος, ήταν και ο διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου της Δημητσάνας, τότε που η γορτυνιακή πρωτεύουσα έσφυζε από ζωή, με πάνω από 40 παιδιά η κάθε τάξη –εκεί που σήμερα όλο το σχολείο έχει 35! (Τυχερά ως εκ τούτου τα παιδιά, όχι μόνο του Δημοτικού αλλά και του Γυμνασίου, και του Λυκείου, φτάνει να μην τα κλείσουν ελλείψει μαθητών).
Ήταν λίγο πριν από τη λήξη και μετά του Εμφυλίου, με τη βία να κυριαρχεί παντού, με την επιβολή, εν τέλει, του δίκαιου του ισχυρότερου. Βία που περνούσε και στα παιδιά, καθώς είχε εκτιμηθεί ότι ήταν το πιο αποτελεσματικό μέσο φρονηματισμού. Ξύλο από τους γονείς, τα μεγαλύτερα αδέλφια, γενικά τους μεγαλύτερους (και δυνατότερους) και φυσικά, τους δασκάλους. Και, εννοείται, κανένας δεν εννοούσε να διαμαρτυρηθεί. Ήταν τότε που οι γονείς παραδίδοντας το παιδί στον δάσκαλο του ‘λεγαν: «Σου παραδίνω κρέας, να μου παραδώσεις κόκαλα!». Κι ας προστεθεί ότι τότε οι γνώσεις για τα περισσότερα παιδιά, και ειδικότερα για τα θηλυκά, σταματούσαν στο Δημοτικό.
Ο Φώτnς Γαβράς δεν ανήκε στους δασκάλους που έδερναν.
Είχε ένα δικό του τρόπο να επιβάλλεται με τον λόγο, το βλέμμα και την όλη παρουσία του. Κατείχε ίσως αυτό που είχε πει ο πρύτανης του Πολυτεχνείου Κωνσταντίνος Φρεαρίτης (και πότε το 1864): «Αι πλάναι της νεότητος πάντοτε έχουσιν ανάγκην μόνο φωτισμού λογικού και διδασκαλίας πατρικής, ουδέποτε σε αγενούς τιμωρίας και εκδικήσεως» (από το βιβλίο του Χρήστου Λάζου «Ελληνικό φοιτητικό κίνημα, 1821- 1973», εκδ. “Γνώση”).
Κι εδώ το ερώτημα, αν το ξυλοφόρτωμα εκείνο άφησε τραύματα (πέρα από το σώμα) στις παιδικές μας ψυχές. Ως παθών θα ‘λεγα όχι (εκτός αν έχω κάποια βλάβη και δεν το ‘χω πάρει χαμπάρι), γιατί το ξύλο ήταν στη ζωή όλων, ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, γιατί αυτή, νομίζω, είναι που αφήνει τραύματα.
Δεν είναι άλλωστε ίσως τυχαίο ότι πριν από το ξύλο έμπαινε η λέξη έφαγε -«έφαγε ξύλο». Ήταν δηλαδή κάτι απαραίτητο, σαν το φαγητό και τον ύπνο. Και τι μπορούσε, κάτω από τέτοιες συνθήκες, να εύχεται ένα παιδί; Να αντέχει το ξύλο και να μπορεί κι αυτό να δέρνει!
Συντάσσομαι μ‘ αυτούς που έχουν εκτιμήσει ότι ο χαρακτήρας ενός παιδιού διαμορφώνεται ως τα 12 του χρόνια. Εξ ου και παραδοσιακά ο νονός, όταν παραδίδει στη μάνα το νεοβάπτιστο, τη συμβουλεύει να το προσέχει ως τα 12 του χρόνια (ίσως επειδή στην ηλικία αυτή ο Χριστός προσήλθε στον ναό εντυπωσιάζοντας τους πάντες με τις γνώσεις του, όπως αναφέρεται στο Κατά Λουκά).
Το σημερινό μου σημείωμα, που ξεφεύγει κάπως από τα συνηθισμένα, ας θεωρηθεί, επ’ ευκαιρία της συνάντησης με τον δάσκαλό μας και την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, ως ένας φόρος τιμής στους δασκάλους της βασικής εκπαίδευσης (θα ‘πρεπε να αμείβονται όσο και οι καθηγητές πανεπιστημίου», εκτίμησε ο πανεπιστημιακός της συντροφιάς μας). Ειδικότερα σ‘ αυτούς που διδάσκουν σε απομακρυσμένες περιοχές. Κι ας μου επιτραπεί, τελειώνοντας, να ομολογήσω ότι αν δεν ήμουν δημοσιογράφος, θα ήθελα να ήμουν δάσκαλος (το δοκίμασα για κάμποσο όταν βρέθηκα στο εξωτερικό και καλοπέρασα. Όχι τόσο για να διδάξω τα παιδιά όσο για να μάθω από αυτά).
(25)