του Χρυσ. Κριμπά

Μουσαμάς, είναι το ειδικό κηρωτό ύφασμα, με την ιδιάζουσα μυρουδιά, από το οποίο, παλιότερα, κατασκεύαζαν τραπεζομάντιλα, αδιάβροχα πανωφόρια και άλλα.

Η λέξη είναι αραβική και την πήραμε από τους Τούρκους. Στα αραβικά, λέγεται μουσιάμαα, με παχιά προφορά. Σιάμαα ή γιάσμαα, σημαίνει κατασκευάζω κεριά. Η ύλη του κεριού λέγεται σιάμα και το έτοιμοι κερί σιάμαατ. Το κηροπήγιο λέγεται σιαμαντάν. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και πολύ αργότερα, οι δικοί μας το έλεγαν σιαμαντάνι.

Κυρίαρχο στοιχείο στην έννοια και χρήση της λέξης, είναι η μυρουδιά, η όσφρηση, η οσμή: σιαμ. Το πεπόνι λέγεται σιαμάμ: μυρουδάτο. Στις αραβικές χώρες, κάθε χρόνο, αρχές Απριλίου, τελούν τη γιορτή της άνοιξης, τα ανθεστήρια. Τη λένε σιαμ ελ νασίμ: μοσχοβολημένο αεράκι. Βγαίνουν στην εξοχή οικογενειακώς και κάνουν χαρούμενες εκδηλώσεις, σαν τις πρωτομαγιάτικες δικές μας.

Η αρχική προέλευση της λέξης, είναι σημιτική. Έχει την ίδια προφορά «σιαμ» και την ίδια σημασία: άρωμα, ευωδιά, ευχάριστη μυρουδιά. Από τη σημιτική ρίζα σιάμ, προέρχεται και η ονομασία Σάμος, επειδή ευωδίαζε από τα πολλά λουλούδια. Άλλο γνωστό μας παράγωγο, είναι το γιασεμί, για το οποίο θα μιλήσουμε ξεχωριστά…

Ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος (1641-1707): Να μας στείλετε του Αγίου Αυγουστίνου το περί Τριάδος και να το διπλώσητε εις ένα μουσιαμά και να παραγγείλετε των πατέρων, να μη το δώσει ο θεός, αμή αν τους λάχει τίποτα περίστασες, όλα αν χαθούν, αμή το βιβλίον να μη χαθεί.

Κ. Καβάφης (τα αποκηρυγμένα):
Το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ την άνοιξιν αγγέλλει της εξοχής πανήγυρις αθώα.
Κενή η Αλεξάνδρεια κι οι δρόμοι οι πυκνοί της. Το ευτυχές, Σαμ ελ Νεσίμ να εορτάσει θέλει ο αγαθός Αιγύπτιος και γίνεται σκηνίτης.

Πηνελόπη Δέλτα: Με γραβάτα που είχε χάσει και χρώμα και σχήμα και είχε γίνει είδος μουσαμά.

Άννα Κατσίγρα (1934): Οι πολυκατοικίες μάς απομακρύνουν πολύ από την γην. Απομονώνουν τέλεια, επομένως βλάπτουν, πατώματα στρωμένα με μουσαμάδες και λινέλαια. Άριστα, τα χωματένια των χωρικών.

Λιλίκα Νάκου: Ο Ραμύ με δέχτηκε απλά, όπως το συνήθιζε, στην τραπεζαρία του. Έγραφε απάνω σε ένα στρογγυλό τραπέζι με μουσαμά.

Τέλλος Άγρας: Τ’ αλογατάκια της σιμά / κάτω απ’ τον ίδιο μουσαμά / κάνουν καρτέρι.

Ν. Καββαδίας – Μαραμπού: Ένα μουσαμά καινούργιο, πρόσταξε ο γραμματικός.

Στρατής Δούκας: Τον βρήκα σφιχτοτυλιγμένο στο στενό παλτό του, να κάθεται στον μουσαμαδένιο καναπέ, πάνω από μια μισοσβησμένη σόμπα, που κάπνιζε.

Στρατής Τσίρκας: Τα χαρτιά, να μη τα βγάζεις από το μουσαμά, έτσι ραμμένα να τ’ αφήσεις.

Βασίλης Ιθακήσιος: Χαιρόμουν τη ζωή εκεί ψηλά κι αυτή τη χαρά την αποτύπωνα με τα χρώματα, πάνω στο μουσαμά.

Σπύρος Βασιλείου: Με την αγάπη όλων, ανάστησα οικογένεια, παιδιά, εγγόνια, έχτισα σπίτια, περιμάντρωσα και φύτεψα περιβόλι, ταξίδεψα πολύ, έχω πινέλα πολλά, χρώματα όσα θέλω, μουσαμάδες, φίλους πολλούς και γκαρδιακούς.

Ο Γιάννης Μηλιάδης, για το ζωγράφο Γ. Μπουζιάνη: Ασκούσε τη ζωγραφική σαν βιολογική λειτουργία. Όταν δεν είχε μουσαμά, έσβηνε ένα έργο του, για να ζωγραφίσει ένα άλλο.

Μίλτος Σαχτούρης: Ο Εγγονόπουλος πέρασε άθλια φτώχεια. Ζούσε σ’ ένα παμπάλαιο σπίτι με χώμα κάτω κι από πάνω περπατούσαν κατσίκες. Σκέπαζε τα έργα του με μουσαμάδες, για να μη τα βρέχουν οι κατσίκες.

Μίνως Αργυράκης: Ο ζωγράφος Γιώργος Σταθόπουλος, δουλεύει σαν το χωρικό. Κάθε πρωί σκύβει στο μουσαμά σα να ήταν χωράφι του και το οργώνει με τα πινέλα του, το ποτίζει με τα χρώματά του.

Τάσος Βουρνάς: Απορεί κανείς πώς του διέφυγε ο συσχετισμός της αφηρημένης τέχνης με την ουρά του γαϊδάρου, τη βουτηγμένη στα χρώματα, που κοπανιέται στο λευκό μουσαμά του ζωγραφικού τελάρου.

Κυριάκος Διακογιάννης: Ανεβαίνω και βρίσκομαι σ’ ένα πλατύσκαλο με λειωμένο μουσαμά στο δάπεδο και δυο πόρτες η μια απέναντι στην άλλη που οδηγούσαν έξω.

Ιάκωβος Καμπανέλλης: Οι κάτοχοι του, κάθονταν μπροστά στα ντουλάπια, κάτω απόνα μουσαμά, που τους προφύλαγε το χειμώνα από τη βροχή και το καλοκαίρι από τον ήλιο.

Βασίλης Βασιλικός: Οι τουρίστες κυκλοφορούν κάτω από διάφανες πλαστικές μουσαμαδιές.

Διονύσης Σαββόπουλος: Και ένα βράδυ στην άμμο, είδα νάρχονται απ’ το βάθος νέοι και νέες με αντίσκηνα, με μουσαμαδιές, ωραία χρώματα.

Φίλιππας Γελαδόπουλος: Απειλούν ξυλοφόρτωμα. Τυλιγμένοι με τους μουσαμάδες και τις κουκούλες, γυροφέρνουν ντε και καλά, να μη χάσουνε στιγμή.

Κώστας Πίτσιος: Κάποτε στο ξεροχώρι, χωριό κοντά στη Ζαχάρω, είχανε πάει και δουλεύανε στο χτήμα του Θανάση Μουσιαμά, που βρισκότανε ανατολικά του χωριού.

(177)