O ΚΗΡΥΞ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΕΩΣ ήταν εφημερίδα “πολιτική, κοινωνική και των ειδήσεων” που άρχισε να εκδίδεται στην Τρίπολη το 1932 υπό τη διεύθυνση του Καλ. Καλούτση. Από το 6ο φύλλο της 31ης Ιανουαρίου 1932 και από τη στήλη της εφημερίδας “Τριπολιτσιώτικες Ιστορίες” αναδημοσιεύουμε την ακόλουθη ιστορία που υπογράφει ο Βασμάρ (Βασίλης Μαρουλάς, μάλλον…):

Ο Αράπης

Πάνε πολλά χρόνια, που τα παιδιά της Τριπολιτσάς τα τράβαγαν στον σιδηροδρομικό σταθμό τα μαύρα και άγρια μάτια και τα κοντά κατακατσαρά μαλλιά ενός μαύρου ανθρώπου. Ο Αράπης με τα’ άσπρα δόντια… ο Αράπης του Μηνά του Πλάτσα… πάνου στο κάρο με τις ζάχαρες και τους καφέδες και τα ρίζια, ξεκίναγε απ’ το σταθμό για το μπακάλικο του Μηνά.

Μπουλούκια τα παιδιά ξωπίσω του ακολουθούσαν το κάρο και θαυμάζανε τον Αράπη στο μπακάλικο… πούπουλα ήτανε τα σακιά για δαύτονε… τ’ άρπαζε στα γερά του μπράτσα, λες κι είχανε αέρα μέσα! Οι χαμάληδες της Τριπολιτσάς τον φοβηθήκανε… δουλευταράς ήτανε… τον προτίμαγε καθένας για τις δουλειές του, κι εκείνος που καταλάβαινε την αξία του, δούλευε τίμια και παστρικά για να γίνει μια μέρα νοικοκύρης.

Ο Αράπης παντρεύεται!!! … βούιζε κάποιο πρωί η Τριπολιτσά! Ο Αράπης παντρεύεται… κι όλοι τα βαλαν με το Μηνά τον Πλάτσα… έφερε έναν μαύρο και δεν έφτανε αυτό … τον πάντρευε κιόλας;  Και νάταν μόνο τούτο; Τώρα πια ο Αράπης είχε δικό του κάρο και άλογο για τις δουλειές… εμπόδιο και καρφί των παλιών χαμάληδων της Τριπολιτσάς.

Αλλοίμονον! … στην Τριπολιτσά, στην καρδιά του Μοριά, παντρευότανε ένας Αράπης, λες και ζούσανε στην τουρκιά του Μπραΐμη τα χρόνια!!

Η γκρίνια έδινε κι έπαιρνε, όλοι με το Μηνά τα βάλανε κι ας αγάπαγαν τον Αράπη σαν παιδί τους πιά.  Κάθε θάμα τρεις ημέρες… το μεγάλο τέσσερες…

Ο Αράπης άρχισε να γεννάει παιδιά, κοίταγε τη δουλειά του και τη φτώχεια του… κανείς δεν τον πρόσεχε. Ένα… δύο… τρια-τέσσερα πετάχτηκαν στους δρόμους τ’ Αραπάκια… τα παιδιά του. Κι εκείνος δούλευε σαν το σκυλί, που λέει, για να βγάλει το ψωμί των παιδιώνε του και της άραχλης της γυναίκας του που δεν άκανε άλλη δουλειά παρά να γενοβολάει αραπάκια. Πέντε… έξι… εφτά, οκτώ παιδιά!… λιγνά, μαύρα  ξεραγκιανά τ’ αραπάκια, κυκλοφορούσαν στην Τρίπολιτσά.

Δέκα στόματα περίμεναν από δυο χέρια να ζήσουνε… κι ο πόλεμος μεγάλος θέριζε τον κόσμο, κ’ η δυστυχία γονάτιζε κι εστραγγάλιζε αλύπητα τους φαμελίτες!.

Ποιος πρόσεχε τον Αράπη; Κάθε ένας τους δικούς του και τον εαυτόν του κοίταγε να πορέψει … κι ο Μηνάς πέθανε… για την κακή τύχη τ’ Αράπη του κακόμοιρου. Κι έτσι μονάχος π’ απόμεινε κ’ η δυστυχία τον βάραγε απ’ ούλες τις μεριές, σκέφθηκε την Αθήνα, την ψυχομάνα τη μεγάλη Αθήνα… στην Αθήνα που την είχε αφήσει τόσα χρόνια τώρα… Κανένας δε χάνεται ‘κει.

Κάποιο βράδυ έφτασε ‘κει… ερείπιο, τσακισμένος…. Στον σταθμό σαν κατέβει, κάποια δάκρυα πούχαν μείνει στην πονεμένη του ψυχή, βρέξαν τα μάτια του… τα παλιά του λημέρια… τα νιάτα του… η ζωή του… ο σταθμός της Αθήνας. Ο Αράπης ο χαμάλης… το φόβητρο του Σταθμού, έφθανε πάλι εκεί σαραβαλιασμένος, αγνώριστος. Ποιος του το λεγε… η μοίρα του η αμίλητη.

Τώρα όποιος φθάνει από την Τρίπολι στην Αθήνα ή όποιος ανεβαίνει από την Αθήνα στην Τρίπολι θα τον δει στο σταθμό. Ίσως κουραστεί να τον γνωρίσει κανείς, μα το φαρδύ του γέλιο τον φανερώνει, κι ας το σκεπάζουν τα πυκνά του γένια.

Ένα μικρό, μάλλον μαύρο, παιδί, το τελευταίο του αραπάκι ίσως, τον συνοδεύει… πουλάνε μαζί «γύψινα πουλάκια για τα παιδάκια» και τσιμπάνε τίποτε ψιλά από κανέναν γνώριμο Τριπολιτσιώτη, έτσι για το καλό ταξίδι.

Βασμάρ

 

(154)