Μιλάμε για τα μεσοπολεμικά και μεταπολεμικά χρόνια της Τρίπολης… άντε μέχρι τη 10ετία του ’70… Ήτανε και ο γαλατάς που ‘ρχότανε με το ποδήλατο και κρεμασμένα, εκατέρωθεν της γύφτικης σχάρας, τα ειδικά μπιτόνια με το γάλα, μα, κυρίως, η Τριπολιτσά είχε συνδέσει το πρωινό ρόφημά της με την κλασική γαλατού… κι ελάχιστα με τους, μετρούμενους στα δάχτυλα της μιας παλάμης, γαλατάδες…
Το πρωινό ρόφημα των Τριπολιτσιωτών ήτανε γάλα, τσάι βουνού ή καφές. Το πρώτο προερχότανε από «εβαπορέ» -γάλα «Βλάχας» ή «Νουνού» ή…- ή από γνήσιο πρόβειο γάλα ή κατσικίσιο ή αγελαδινό ή μείγμα από τα δύο πρώτα… Τα φτωχότερα σπίτια έπιναν τσάι και, μάλιστα, όπως είπαμε «τσάι του βουνού»· ατυποποίητο δηλ. μαζεμένο στο Μαίναλο ή στον Πάρνωνα σε ματσάκια· τσάι, λοιπόν, που ρίχναμε ψωμί μέσα για να μαλακώσει αφού ήτανε ζυμωμένο προ εβδομάδας, κι άντε να το συνοδεύαμε με απειροελάχιστη φέτα αν υπήρχε ή λίγες ελιές… κατά το «δεν έχουμε τυρί να φάμε το ψωμί μας»… Περισσότερο, ήτανε ένα ζεστό ρόφημα, «νερόπλυμα και ξέπλυμα στόματος και στομάχου», το τσάι, αφού δεν διάθετε θρεπτικές ουσίες για τα καχεκτικά τότε σώματά μας…
Όμως, μπορεί ο εργάτης να ξεκίναγε από το σπίτι πίνοντας τον καφέ του σκέτο δηλ. χωρίς βουτήματα ή… άντε με λίγο παξιμάδι ή και φέτα αν υπήρχε… όμως, εκείνα τα χρόνια, το γάλα θεωρείτο, όπως κι ανέκαθεν, ως βασική τροφή· ευτυχής ήτανε η οικογένεια που είχε καθιερώσει -δυνάμενη οικονομικά- να πίνει γάλα κάθε πρωί -τα φτωχόσπιτα, εάν είχαν ζάχαρη, για να κοροϊδέψει η μάνα την κατάσταση, έριχνε λίγο αλάτι…!
Το «εβαπορέ» ήτανε «γάλα του κουτιού», του μεταλλικού κουτιού γιατί, τότε, δεν υπήρχανε χάρτινα κουτιά –τα χάρτινα καθιερωθήκανε από το ’75 και μετά! Άνοιγε η μάνα το κουτί με καμιά πρόκα χτυπώντας τη με σφυρί ή με το σκεπάρνι ή και με το τακούνι του παπουτσιού -πού να βρεθεί ανοιχτήρι…- κι έριχνε στη μικρή κατσαρόλα όσο έπρεπε δηλ. ανακατωμένο με νερό… Ενώ έπρεπε να ρίχνει μισό γάλα, μισό νερό… επειδή δεν έβρισκε άκρη, η μάνα –ήθελε σωρό κουτιά- έριχνε πολύ μειωμένο το γάλα και πολύ νερό οπότε… Εμείς είμαστε αυτής της συνομοταξίας… τουτέστιν μπαραμπάτηδες δηλ. αν είχε βάλει κανά μεροκάματο, ο πατέρας, παίρναμε απ’ τον μπακάλη κανά κουτί… αν, όμως, όχι, τότε το λόγο είχε το τσάι –το χαμομήλι ήτανε ακόμη πιο νερόπλυμα…- με καμιά ελιά “θρούμπα”…
Υπήρχανε και τα σπίτια, που, το γάλα το βλέπανε “από την τρύπα του μακαρονιού”! Έτσι, εδώ, έπαιζε το ρόλο του το σχολείο… Και τα πέντε Δημοτικά σχολεία της Τρίπολης, τότε, έστελναν, κατά τις οκτώ η ώρα το πρωί, μαθητές της ΣΤ’ στο 1° Σχολείο, το επονομαζόμενο “του Κωτσάκη”, στην πλ. Ανεξαρτησίας, και από ‘κει παίρνανε τρεις τέσσερις χύτρες βρασμένο γάλα σκόνη “από την “Αμερικανική βοήθεια” -συνοδευόμενο από σταφιδόψωμο-, και το φέρνανε στο καθένα σχολείο, όπου γινότανε διανομή σε κύπελλα, που, το κάθε παιδί έφερνε από το σπίτι του κρεμασμένο από την τσάντα του… Η διανομή γινότανε σε όλα τα παιδιά, αδιάφορα αν ήτανε άπορα ή όχι… Δεύτερο συνοδευτικό ήτανε μια χάντρα χρώματος μελί, που, περιείχε μουρουνέλαιο…· και το καταπίναμε, παρουσία του δασκάλου, για να πολεμήσουμε τη ραχίτιδα που ήτανε απόρροια της νηστικομάρας! Αργότερα, προστέθηκε το κίτρινο τυρί και βούτυρο… όλα από βοήθεια του “Σχεδίου Μάρσαλ”…

Ευτυχείς ήτανε όσοι πίνανε γάλα από τη γαλατού! Επρόκειτο για χωριάτισσες γυναίκες–μανάδες που ‘ρχόντουσαν το ξημέρωμα από τα γύρω χωριά της πόλης και, κυρίως, από το Μερκοβούνι, αλλά κι από το Περιθώρι, Μαντζαγρά, Μπολέτα, Μπεντένι… Έρχονταν πάνω στο γαϊδαράκο τους πουρνό πουρνό διπλωμένες στη χειροποίητη πόλκα τους και στην κλαρωτή μαντήλα τους, με κρεμασμένους, εκατέρωθεν του σαμαριού ,τους κάδους –ειδικούς ντενεκέδες- με το γάλα αλλά και τη μισιοκά -άλλο μεταλλικό κατσαρόλι μετρήματος κρασιού…

Οι γαλατούδες, για χρόνια, είχανε πελάτες τα «εκλεκτά» σπίτια της πόλης… των γιατρών, δικηγόρων, μηχανικών, φαρμακοποιών, εμπόρων, εργοστασιαρχών… δηλ. αυτών που μπορούσανε να πληρώνουνε όσα έπρεπε… Σ’ αυτούς πρέπει να προσθέσουμε και τους μονόμισθους δημοσίους υπαλλήλους, τους στρατιωτικούς –οι γυναίκες, ‘κείνα τα χρόνια, δεν δούλευανε…

Την περιμέναμε τη γαλατού στην ώρα της… Έφθανε ξεπαγιασμένη, βρέξει δεν βρέξει, χιονίσει δεν χιονίσει, κι εμείς βγαίναμε με την κατσαρόλα οπότε γαλομετρούσε η καημένη… Έκανε φοβερό κρύο εκείνα τα χρόνια· έτσι, δεν ανοίγαμε διάπλατα την πόρτα αλλ’ απλώς βγάζαμε την κατσαρολίτσα κρατώντας την από μέσα το χερούλι της… Πολλές φορές, για να μην ξυπνάμε απ’ τα πάργιουρα, αφήναμε αποβραδίς την κατσαρόλα στο πρεβάζι του παραθύρου οπότε ‘ρχότανε, η γαλατού, έριχνε το γάλα και προχωρούσε στο άλλο σπίτι…

(Κάπως έτσι έγινε και με το Σπρέκο, τον αντάρτη, που πήγε στη Μακρόνησο θεωρώντας καρφωτός από τον κ. Ντίνο τον πλούσιο γείτονα… Θα ήτανε γύρω στο ’50 όταν, γυρίζοντας νυχτιάτικα και σκνίπα, ο Σπρέκος, από το ταβερνείο, είδε την κατσαρόλα στο πρεβάζι, και για να εκδικηθεί τον «καταδότη του», έβγαλε την τσουτσούνα του και κατούρησε εντός! Το πρωί έπιασε θέση στο παραθύρι του κι έκανε την πλάκα του ακούγοντας την Ντίναινα ν’ αχουγιάζει…

Ήτανε γάλα γνήσιο, ολόπαχο, άδαρτο… αρμεγμένο αποβραδίς αλλά και το ξημέρωμα… Όχι· αυτό το γάλα δεν ήθελε αραίωμα με νερό… Όμως, μύριζε· μύριζε ανάλογα με την προέλευση: προβατίλας αν ήτανε πρόβειο, κατσικίλας αν ήτανε κατσικίσιο ή αγελαδίλας αν ήτανε αγελαδίσιο… Όπως καταλαβαίνουμε, πρόβειο έφερνε η γαλατού αν είχανε κοπάδι πρόβατα, κι έφερνε από Νοέμβρη και μετά –που είχανε γεννήσει τα πρόβατα- μέχρι ‘ξώλαμπρα που σταματούσανε… Όμως, κατσικίσιο ή αγελαδινό -που ήτανε πιο φθηνό- είχαμε σχεδόν όλο το χρόνο… Όπως μάθει κανείς· εμείς είχαμε μάθει στο «εβαπορέ» και το καθαυτού, της γαλατούς, μας μύριζε… Το πίναμε και, πολλές φορές, χωρίς ζάχαρη· χωρίς ζάχαρη γιατί δεν υπήρχανε χρήματα· σε αντικατάσταση, η μάνα, και “για να μας κοροϊδέψει”, όπως προείπαμε, μας έριχνε λίγο αλάτι… για να σπάσει τη γαλατίλα… αν και το αλάτι “πάει” με το γάλα… εξ’ ου και η βραστογαλιά… που είναι το μόλις αρμεγμένο γάλα και βρασμένο με αλάτι…!

Όσες φορές επιχειρούσαμε να πάρουμε γάλα από γαλατού, εκτιθέμεθα… διότι δεν είχαμε να πληρώσουμε…· άντε να φθάσαμε ένα δυο μήνες… αφού ‘ρχόντουσαν δύσκολες εποχές που, ο πατέρας, δεν είχε δουλειά, οπότε, πώς να πληρώσουμε τη γαλατού η οποία περίμενε πώς και πώς να πάρει το Σάββατο τα λεφτά της για να ψωνίσει καμιά οκά μπακαλιάρο ή κανά μακαρόνι… αλλά και να δώσει λίγα χρήματα στα παιδιά της που ‘ρχοντουσαν στο Γυμνάσιο…

Οι γαλατούδες, κυρίως, προσπαθούσανε να έχουνε την πελατεία τους από το τμήμα της πόλης που ήτανε κοντά στο χωριό τους…· δηλαδή, μία γαλατού από τη Μάκρη μοίραζε το γάλα της μέχρι την πλ. Αγ. Δημητρίου, Άγιο-Ταξιάρχη, Καλαμών…· το ίδιο και μία Μερκοβουνιώτισσα -Καλαβρύτων, πλ. Άρεως, Σιταροπάζαρο… Ήτανε ασύμφορο να έρχεται μια Μαντζαγριώτισσα και να φθάνει στη «βίλα Τουρκοβασίλη» για να δώσει γάλα!

Εμείς προτιμούσαμε, λοιπόν, το «εβαπορέ» τη μυρωδιά του οποίου είχαμε συνηθίσει… Έτσι και μας έβαζε η μάνα τ’ ολόπαχο πρόβειο, το αηδιάζαμε γι’ αυτό το κάλυπτε η μάνα ανακατεύοντάς το με λίγο καφέ ή κακάο… Αν συνοδευότανε με παξιμάδι ή φρυγανιά κι αυγό ή και βούτυρο… ε, τότε, μιλάμε για «βασιλικό πρόγευμα»! Συνήθως, τα πλουσιόσπιτα, δίνανε στα παιδιά τους το γάλα με παξιμάδι και φεύγοντας για το σχολείο τα κυνηγούσανε στη σκάλα για να τους δώσουνε το μελάτο αυγό τους…

Κάποιες φορές η πλούσια μάνα, περί τη 10η ώρα, κατέφθανε στο σχολείο φέρνοντας το αυγό εκεί, να το φάει ο κανακάρης της, η καμιά φορά να φάει την κροκάδα του! Ήτανε ένα «ταξικό ράπισμα» προς όλους εμάς τα φτωχαδάκια που «κάναμε στα μάτια»! Όταν, στο θρανίο, καθόμουνα με το φίλο μου, τον Κώστα, ο οποίος μόλις προ ολίγου είχε φάει την κροκάδα του –δαρμένος κρόκος με μπόλικη ζάχαρη- ναι, λιγούρευα διότι, και μύριζα την κονκάρδα αλλά κι έβλεπα μουστρισμένο, τον Κώστα, με κροκάδα!
Αυτό το γάλα, της γαλατούς, ήτανε ό,τι το πιο υγιεινό…· μία πλήρης θρεπτική τροφή! Κυρίως, οι άντρες γαλατάδες, το πηγαίνανε το γάλα, μέσα στους ντενεκέδες, στα γαλακτοπωλεία -Δεμάγκου, Κανατά, Κατσαρού, Σπανού, Τσέκα…- αλλά και στα εργαστήρια ζαχαροπλαστικής -Κολάρα, Δημητρακά, Κατσίγιαννη…
Αρκετοί ήτανε αυτοί που πίνανε το γάλα τους στο γαλακτοπωλείο! Τους το σερβίρανε σε ποτήρι με λίγο ψωμί και τη ζάχαρη μέσα σε μεταλλικό κυπελλάκι…
Λίγο πριν το ’50, στο 4ο Δημοτικό (οδός Νεομ. Δημητρίου) ήρθε με απόσπαση ο δάσκαλος, Τάμπασης –πατέρας του Βαγγέλη. Γνωριζότανε με τη μάνα μου…· έτσι, όταν γινότανε η διανομή στο μικρό προαύλιο του Νεομ. Δημητρίου, κι όταν τέλειωνε και περίσσευε γάλα, μου έλεγε να φέρω την κατσαρόλα από το σπίτι και να πάρω το υπόλοιπο γάλα μαζί με μια φραντζόλα σταφιδόψωμο! Δεν χρειαζότανε να φάμε πια όλη τη μέρα! Το «γάλα σκόνη», τότε, το θεωρούσαμε κακής ποιότητας αν και, σήμερα, το πίνουνε τα μωρά!

Σήμερα, δεν συναντάμε γαλατούδες…· πρέπει, εδώ και καμιά 40ετία να σταμάτησανε… Ποιος να κάνει, σήμερα, αυτό που έκανε τότε η Μερκοβουνιώτισσα, η Μπεντενιώτισσα, η Περθωρίτισσα, η Αγιο-Βασιλιώτισσα… με τα κρύα και τα χιόνια… Δύσκολα χρόνια, ανεπανάληπτα από κάθε άποψη…

Αγήνωρ

(138)