Στα 100 παρά 3 εγκατέλειψε τα εγκόσμια ο Δικηγόρος και ο Συγγραφέας, ο Αντιστασιακός και ο Ειρηνιστής, ο Πρόεδρος… και ο Δημοσιογράφος, ο Ποιητής και ο Εξόριστος, ο χαλκέντερος συμπατριώτης μας -από τ’ Αγιωργίτικα- Ευάγγελος Μαχαίρας, και ο αγαπημένος σύζυγος της μεγάλης ηθοποιού, Δάφνης Σκούρα!
Επειδή, εδώ, ως Επικήδειος ή ως Νεκρολογία, κι επειδή ο χρόνος πιέζει, τα γραφτά θα είναι, αναμφίβολα, “εκ του προχείρου και φτωχά”, γι’ αυτό τον λόγο, η Ο.Α., ως ένα επίκαιρο αφιέρωμα στον αείμνηστο εκλεκτό Φίλο, επαναλαμβάνει την πολύ ενδιαφέρουσα και πολυδιαβασμένη συνέντευξη, που, είχε πάρει, απ’ Αυτόν και τη Σύζυγό του, ο Δ/ντής της “χάρτινης” Ο.Α., Νίκος Γαργαλιώνης, στο σπίτι τους, στον Λυκαβηττό… και η οποία δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2011 στο 200ό φύλλο:

Ο Βαγγέλης Μαχαίρας και η Δάφνη Σκούρα είναι το φιλικό, τρυφερό ζευγάρι, που, ως “φιλμ-νουάρ Αγγελοπούλειας σκηνοθεσίας” έρχεται από το βάθος του χρόνου, περνά στο σήμερα και προχωρά στο αύριο πιασμένο χέρι χέρι…
Ίσως, ο αγαπητός μου, Ευάγγελος, όταν έφτασα στον 5ο όροφο, μ’ αγνάντι το Λυκαβηττό και «ταψί» την Αθήνα, ίσως να θεώρησε ότι θα κάναμε άλλη μια κουβέντα, για τον ίδιο· όμως, όχι, αφού, για τον μεγάλο Αντιστασιακό και Ιδεολόγο Σοσιαλιστή, τον ασυμβίβαστο, Βαγ. Μαχαίρα, πάμπολλες φορές έχουμε αναφερθεί αλλά και πάμπολλες θ’ αναφερθούμε στο μέλλον…
Αυτή τη φορά, λοιπόν, έφτασα στα ριζά του Λυκαβηττού, ούτε για τον ένα ούτε για τον άλλο, αποκλειστικά, αλλά για μια φιλική κουβέντα με το ζεύγος, Ευάγγελου Μαχαίρα και Δάφνης Σκούρα, ένα δίδυμο, που, 10ετίες, το παρακολουθώ και το θαυμάζω -φτύνοντάς το να μην το ματιάσω– καρπός, του οποίου, είναι η κόρη τους με τα εγγόνια τους…· τους θαυμάζω για την τόσο αρμονική συμβίωσή τους, μια γαλήνια συμβίωση, που, σπάνια, συναντάς σ’ αντίστοιχα, επώνυμα ζευγάρια… μέχρι τα στερνά… αφού
Η Δάφνη Σκούρα, «νύμφη της Μαντινείας», είναι η γνωστή πρωταγωνίστρια, του Κινηματογράφου και του Θεάτρου, η πανέμορφη συμπρωταγωνίστρια του Κατράκη και του Αλεξανδράκη, του Διαμαντόπουλου και του Ρηγόπουλου…, η συμπρωταγωνίστρια της Έλσας Βεργή και της Σοφίας Βέμπο, της Έλλης Λαμπέτη και της Ελ. Χατζηαργύρη… κι αυτή Αντιστασιακή, όπως ο Βαγγέλης, –«αν δεν ταίριαζαν δε θα συμπεθέριαζαν»-, μια δυναμική γυναίκα, που, μ’ εξέπληξε συνεχίζοντας να σοφάρει με δεξιοτεχνία εφήβου στις δύσκολες ανηφόρες του Λυκαβηττού!
Όμως, πριν προχωρήσουμε, ας κάνουμε, ένα “φλας μπακ εις αμφοτέρους”… έτσι ως μικρό “τρέιλερ” του πλούσιου βιογραφικού τους:

Ο Ευάγγελος Μαχαίρας, γεννήθηκε στ’ Αγιωργίτικα. Τελείωσε το Γυμνάσιο στην Τρίπολη και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πήρε το πτυχίο του το 1941 και τελείωσε την άσκησή του το 1943, αλλά το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ και συνεπώς άρχισε τη δικηγορία το 1945, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Η μεταβαρκιζιανή τρομοκρατία τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει το γραφείο του και να καταφύγει στην Αθήνα, όπου συνελήφθη κατά τα τέλη του 1947 και εκτοπίστηκε στην Ικαρία. Τον Ιανουάριο του 1949 μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο και από εκεί στο Στρατοδικείο της Τρίπολης με σκοπό την εξόντωσή του, η οποία αποφεύχθηκε ύστερα από διεθνή κινητοποίηση και κατά τα τέλη του 1949 διακόπηκε προσωρινά η προφυλάκισή του. Το 1950 –αν και υπόδικος– έκανε από τις στήλες της εφημερίδας «ΜΑΧΗ» τη δημοσιογραφική εκστρατεία κατά της Μακρονήσου, η οποία είχε διεθνή απήχηση και υποχρέωσε την Κυβέρνηση να καταργήσει το στρατόπεδο πολιτικών εξόριστων της Μακρονήσου. Το 1952 μετατέθηκε στο Δικηγορικό Σύλλογο του Πειραιά και το 1956 στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας. Από τότε ασχολήθηκε με τα προβλήματα της Δικαιοσύνης και των δικηγόρων ως Γενικός Γραμματέας και Πρόεδρος της «Νέας Κίνησης των Δικηγόρων» (1956-1980), αντιπρόεδρος του Δ.Σ.Α. (1975-1980) και πρόεδρος του (1981-1984). Από το 1987 είναι επίτιμος Πρόεδρος του Δ.Σ.Α. Παράλληλα, ασχολήθηκε με πολλά προβλήματα του δημόσιου βίου (διεύρυνση της δημοκρατίας, 1-1-4, αντιδικτατορικό αγώνα, απλή αναλογική, αγώνες για την Ειρήνη, την παιδεία, την υγεία…). Το 1989 εκλέχθηκε Πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και την Ειρήνη και το 1990 Πρόεδρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης. Από το 1994 είναι επίτιμος πρόεδρός του. Ως έφεδρος αξιωματικός πήρε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 και τραυματίστηκε κοντά στο Τεπελένι. Πήρε επίσης μέρος στην Εθνική Αντίσταση 1941-1944 ως Διοικητής μονάδων του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου και έγραψε τραγούδια της Αντίστασης («Η μάνα του αντάρτη», «Μεσ’ τα κατάμαυρα ντυμένη» και το «Νέο αρματολίκι») που τραγουδιούνται μέχρι σήμερα. Έγραψε το χρονικό της Αντίστασης με τίτλο «50 χρόνια μετά» (1994) και ένα πολύτιμο βιβλίο για την «Τέχνη της Αντίστασης» (1999) που είναι και το μοναδικό για την πνευματική μας αντίσταση. Ακόμη το «Πίσω από το Γαλανόλευκο Παραπέτασμα» (1999) και το “Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις”. Επίσης, τα Διηγήματα «Το Θανατοδικείο της Τρίπολης» και «Οι μισοί στα σίδερα». Κατά το 1945-46 υπήρξε Διευθυντής της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Νεολόγος της Τριπόλεως», το 1950-52 Συντάκτης της καθημερινής εφημερίδας «ΜΑΧΗ» με καμπάνιες κατά της Μακρονήσου, της Γυάρου και των άλλων κατέργων, για τη Γενική Αμνηστία και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Το 1958-67 και 1975-81 τον συναντάμε Διευθυντή της εφημερίδας «Δικηγορική» και κατά το 1978-2001 διαβάζουμε Άρθρα του στις εφημερίδες «Βήμα», «Νέα», «Ελευθεροτυπία», «Έθνος», «Ριζοσπάστης» για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, για τη Δημοκρατία, την Ειρήνη, τη Δικαιοσύνη, τις Γερμανικές οφειλές προς την Ελλάδα…

Η Δάφνη Σκούρα γεννήθηκε στην Αθήνα από πατέρα Ρουμελιώτη και μητέρα Μικρασιάτισσα. Μεγάλωσε στις ανατολικές συνοικίες (Παγκράτι, Βύρωνα, Υμηττό), με μια μικρή αλλά πολύ σημαντική, για τη ζωή της, περίοδο στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου, απέναντι από το θέατρο Ηρώδου του Αττικού. Εκεί, παρακολουθώντας από τα κάγκελα τις πρόβες των ηθοποιών του Εθνικού Θεάτρου για τις παραστάσεις αρχαίων τραγωδιών, μαγεύτηκε από τη θεατρική λειτουργία και έμαθε σε ηλικία 10-12 ετών να απαγγέλει αποσπάσματα μονολόγων των πρωταγωνιστών αλλά και χορικών. Αυτά όμως κάποτε θα τα ξεχνούσε, αν μια φίλη της μητέρας της, ηθοποιός της Λυρικής Σκηνής, δεν την έπαιρνε μαζί της σε μια επίσκεψή της στο Θέατρο «ΡΕΞ», (όπου στεγαζόταν ο θίασος Κοτοπούλη), κατά την οποία η μικρή Δάφνη κατέπληξε τη μεγάλη μας πρωταγωνίστρια, απαγγέλλοντας το «έρως ανίκατε μάχαν» (από την Αντιγόνη του Σοφοκλή). Παρά την αντίδραση της μητέρας της, γράφτηκε στη θεατρική σχολή της Κοτοπούλη σε ηλικία δεκατριών ετών και μετά από ένα χρόνο πήρε μέρος σε παραστάσεις του θιάσου της («Βουβές Αγάπες» του Σπύρου Μελά, «Φουσκοθαλασσιές» του Δημήτρη Μπόγρη, «Φυντανάκι» του Παντελή Χορν, «Ποπολάρος» του Γρηγόρη Ξενόπουλου και σε μουσικές κωμωδίες. Μετά την απελευθέρωση, προσλήφθηκε στο «Εθνικό Θέατρο» και σε, πρώτου μεγέθους, ιδιωτικούς θιάσους, όπως του Β. Αργυρόπουλου, της Κατερίνας, του Κώστα Μουσούρη, του Νίκου Χατζίσκου, του Βασίλη Διαμαντόπουλου, του Μίμη Φωτόπουλου, του Χρήστου Ευθυμίου, στην Πειραϊκή Σκηνή του Δημήτρη Ροντήρη… επιδιώκοντας πάντοτε το θέατρο ποιότητας. Η σημαντικότερη συνεργασία της ήταν με τον Μάνο Κατράκη, αρχίζοντας το 1954 με το περίφημο αντιρατσιστικό έργο «Βαθειές είναι οι ρίζες» και στη συνέχεια ως πρωταγωνίστρια του «Λαϊκού Θεάτρου». Συγκρότησε θιάσους συνεργαζόμενη με τον Τ. Καρούσο, το Λυκούργο Καλλέργη και τον Ηλία Σταματίου, αλλά και αποκλειστικά δικούς της, με τους οποίους έδωσε παραστάσεις στην Αθήνα, σε όλες τις ελληνικές επαρχιακές πόλεις και στην Κύπρο. Επιχείρησε πρώτη την αποκέντρωση των θεάτρων της πρωτεύουσας, μαζί με τον Λυκούργο Καλλέργη, ιδρύοντας το 1954 το «Θέατρο Ραντάρ» στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και το 1965, μόνη της, το «Μετάλλειο» στο Παγκράτι. Πρωταγωνίστησε σε δεκαπέντε κινηματογραφικές ταινίες και είχε ιδιαίτερη επιτυχία στο ραδιόφωνο (ποιητικές βραδιές και ραδιοφωνικό θέατρο). Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 αναγκάστηκε να διακόψει την καλλιτεχνική της δραστηριότητα εξαιτίας σοβαρής βλάβης των φωνητικών της χορδών. Παράλληλα με τις καλλιτεχνικές της ενασχολήσεις, ανάπτυξε δραστηριότητες στο δημόσιο βίο της Χώρας και ιδιαίτερα στο φιλειρηνικό κίνημα, στον αντιδικτατορικό αγώνα και στη «Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη»…

Όπως προείπαμε, έφτασα στο διαμέρισμα τών, Μαχαίρα-Σκούρα, που είναι στους πρόποδες του Λυκαβηττού… ένα απλόχωρο διαμέρισμα 130 τ.μ. με πολύ αντίκα και πολύ μεράκι διακοσμημένο, με χαρακτικά στα οποία πρυτανεύει η Βάσω Κατράκη, πάμπολλα βιβλία και φως, πολύ φως! Ζήλεψα το μικρό γραφείο, του Ευάγγελου, δίπλα στην τζαμαρία με το εκκλησάκι του Λυκαβηττού στα 50 μ.! Πολλές φωτογραφίες… ενώ ο, ακόμη, έρωτας του ζευγαριού(!) είναι έκδηλος σε κάθε τους κίνηση και λόγο… “Είθε να ζήσουν ακόμη πολλά χρόνια, οι άνθρωποι, έτσι κουρνιασμένοι και τόσο ευτυχισμένοι και γαλήνιοι”, αυτό, είπα μέσα μου!
Στην κουβέντα μας, με το Βαγγέλη, δεν είχαμε να κρύψουμε τίποτα, από τη Δάφνη, άλλωστε, γι’ αυτό και κάποιες φορές κάθισε, όχι δίπλα μου, αλλά δίπλα στο Βαγγέλη κρατώντας τον, τρυφερά, από το χέρι… Βλέπεις μία πολυκύμαντη ζωή 5μιση 10ετιών… δεν είναι λίγο πράγμα… μια ζωή, που -ίσως να μην το έχουν σκεφθεί ακόμη– αξίζει, όχι ν’ αποτελέσει τον καμβά ενός σεναρίου, αλλά ένα ατόφιο σενάριο και να γίνει κινηματογραφικό έργο αφού τίποτα δεν του λείπει… όταν ο πρωταγωνιστής και η πρωταγωνίστρια είναι ακόμη στη ζωή, έχει πλούσια δράση, αντίσταση, διωγμοί, εκδηλώσεις, πανηγυρισμοί, ιστορίες, νοσταλγίες, κίνδυνοι, έρωτας…

Το ζεύγος Μαχαίρα με τον Γιάννη Ρίτσο
Το ζεύγος Μαχαίρα με τον Γιάννη Ρίτσο

Ν.Γ.: Σας παρακολουθώ, όχι λίγα χρόνια, αλλά 10ετίες, πόσο αρμονικά προχωρείτε, εσύ Βαγγέλη ένας έγκριτος δικηγόρος και όχι μόνο, κι εσύ, Δάφνη, μια πρωταγωνίστρια του θεάτρου και του κινηματογράφου και όχι μόνο… Πώς γνωριστήκατε;
Δ.Σ.: Παίζαμε, με τον Κατράκη, το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, και βρισκόμαστε, τέλος καλοκαιριού, του 1956, στο «Λαϊκό Θέατρο», στο Πεδίο του Άρεως. Εκείνη τη μέρα, μετά την παράσταση, ο Κατράκης είχε κέφια –ίσως να είχε κερδίσει στον Ιππόδρομο– και μας είπε, ελάτε, απόψε, να σας κεράσω, να σας κάνω το τραπέζι. Ήτανε και κάποιοι ηθοποιοί και ο Λουντέμης με τον Βαγγέλη, τον οποίο, εγώ, Βαγγέλη, τότε, δε γνώριζα. Ήμασταν οκτώ άτομα, εφτά άνδρες κι εγώ· ίσως να ήταν και η Λίντα Άλμα. Μπαίνουμε σε δύο ταξί και πηγαίνουμε στου «Καλαμπόκα», στην Κηφισιά. Επειδή ήμουνα η μοναδική γυναίκα έπεσαν όλοι επάνω μου με υπονοούμενα… τα γνωστά… Εγώ, πρόσεξα τον ξένο της παρέας, που ήταν ο Βαγγέλης, και τη σοβαρότητά του. Άλλωστε, εκείνη τη βραδιά δεν είχα και κέφι διότι είχα σκοτούρες· είχα κάποια λεφτά και ήθελα ν’ αγοράσω ένα διαμέρισμα…, έπαιζα και σε ταινίες και είχα συγκεντρώσει… Τον Λουντέμη, τον γνώριζα πολύ καλά γιατί είχε κάνει τη μετάφραση του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Ο Βαγγέλης ερχόταν, μαζί του, κάποιες φορές πλην, όμως, εγώ, δεν είχα τύχει, να τον συναντήσω και να τον προσέξω πλην από εκείνο το βράδυ.
Ε.Μ.: Εγώ, ήμουνα φίλος κι έκανα παρέα με τον Μενέλαο Λουντέμη. Είμαστε μαζί εξορία στην Ικαρία. Απένταρος ο Λουντέμης… Μετά ένα 3ήμερο, από τη βραδιά στου «Καλαμπόκα», χτυπάει το τηλέφωνό μου. Ήταν η Δάφνη με τη οποία ακολούθησε ο εξής διάλογος:
– Κύριε Μαχαίρα, πρόκειται ν’ αγοράσω ένα διαμέρισμα και θα σας παρακαλέσω πολύ ν’ αναλάβετε να κάνετε τον έλεγχο των τίτλων…
– Πού είναι αυτό το διαμέρισμα;
– Στην περιοχή, της Αχαρνών…
– Απορρίπτεται.
– Γιατί;
– Γιατί η περιοχή είναι υποβαθμισμένη…
– Ξέρετε, δεν έχω πολλά χρήματα για κάτι καλύτερο και σε άλλη περιοχή…
Όμως, για να μην της χαλάσω το χατίρι, πήγαμε και το είδαμε και πράγματι, ήτανε, έτσι, όπως το είχα προβλέψει οπότε, της είπα, ας το αφήσουμε αυτό και να δούμε κάποιο άλλο. Την ίδια εποχή, φίλος μου, δικηγόρος, είχε αγοράσει ένα διαμέρισμα στην οδό Σούτσου 16, πιο πάνω από την Αμερικάνικη Πρεσβεία. Ήταν υπό κατασκευή η πολυκατοικία και τα χρήματα θα τα έδινε με την πρόοδο των εργασιών. Έστελνε τα χρήματα, ο Νικόπουλος, από τη Μεσσηνία, κι εγώ τα προωθούσα στο Συμβολαιογράφο. Κάποια μέρα θέλησα να ‘δω, αν προχωρούν οι εργασίες. Είχαν φθάσει στα χωρίσματα. Του Νικόπουλου ήταν το ρετιρέ κι απέναντι είχε μια ωραία θέα, τον δασωμένο Λυκαβηττό. Θυμήθηκα και την περίπτωση της Δάφνης την οποία, δεν το κρύβω, είχα αρχίσει να ερωτεύομαι. Ρωτάω, αν υπάρχει άλλο διαμέρισμα και μου δείχνουν το δεύτερο ρετιρέ, ακόμη πιο ωραίο. Παίρνω τη Δάφνη στο τηλέφωνο να έλθει, να το ιδεί. Έρχεται, το βλέπει, της άρεσε. Ρωτάμε, πόσο; Η απάντηση ήταν 750 λίρες. Οπότε ακολουθεί ο δεύτερος διάλογος:
– Εγώ, έχω μόνο 250 λίρες, κ. Μαχαίρα.
– Θα το πάρουμε μαζί.
– Τι εννοείτε, θα το πάρουμε μαζί;
– Θα καθόμαστε έξι μήνες εσείς κι έξι μήνες εγώ. Ή θα καθόμαστε στο μισό εγώ και στο άλλο μισό εσείς.
– Μήπως θέλετε ν αυτοκτονήσει η μάνα μου;
Δ.Σ.: Η μητέρα μου ήταν αυστηρών αρχών…
Ε.Μ.: Γελάσαμε, της εκμυστηρεύτηκα τα αισθήματά μου, αγκαλιαστήκαμε κι έτσι, λοιπόν, άρχισε ο σύνδεσμός μας. Αγοράσαμε αυτό το ρετιρέ το 1956 και παντρευτήκαμε το Δεκέμβρη του ίδιου έτους.
Ν.Γ.: Αγαπητή Δάφνη, ποιες είναι οι ρίζες σου;
Δ.Σ.: Οι δικές μου ρίζες βρίσκονται στ’ Αλάτσατα της Μ. Ασίας. Εκεί γεννήθηκε η μητέρα μου, Δέσποινα. Ο παππούς μου γνώριζε τον «Ερωτόκριτο» απ’ έξω και, κάθε καλοκαίρι, ψυχαγωγούσε τους συγχωριανούς του παίζοντας θέατρο. Εγώ, κατοικούσα κοντά στον Άγιο-Σπυρίδωνα, με τη μητέρα μου η οποία είχε πάρει διαζύγιο, από τον πατέρα μου, Ν. Σκούρα. Αργότερα, το 1935, μείναμε στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου, κοντά στην εκκλησία. Παρακολουθούσα το Δημοτικό Σχολείο Μπούρα και μετά το Γ΄ Γυμνάσιο, κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα.
Ν.Γ.: Το θέατρο, πώς προέκυψε;
Δ.Σ.: Όταν τ’ άλλα παιδιά έπαιζαν, εμένα μου άρεσε να παρακολουθώ τις πρόβες που γίνονταν στο θέατρο Ηρώδου Αττικού και μάθαινα, σχεδόν, απ’ έξω το ρεπερτόριο όπως «Χάρη του Βασιλιά», «Σκλάβα Πόλη», «Αντιγόνη», «Ιφιγένεια»… Το 1940 η μητέρα παντρεύτηκε το Ν. Λιούλιο που, μετά, έγινε ο επιχειρηματίας του ξενοδοχείου «Καστρί» που, τότε, ήταν το δεύτερο μετά τη «Μ. Βρετανία». Εδώ, έμεναν ο Πρωθυπουργός Μεταξάς, ο Γ. Παπανδρέου με την Κυβέλη, ο Μανιαδάκης, οι εφοπλιστές Γκούμας και Γουλανδρής… Εμείς μέναμε στον τρίτο όροφο μαζί με την οικογένεια Μπενβενίστε…. Έτσι, γνωρίστηκα με το γιο Παπανδρέου, το Γιωργάκη… Όσο για το θέατρο, η Μαρίκα Κοτοπούλη έπαιζε στο «Ρεξ»… Φίλη, της μητέρας μου, η Χρύσα, είχε προσληφθεί στην Εθνική Λυρική Σκηνή όπου τραγουδούσε δεύτερους ρόλους. Όμως, της άρεσε να πρωταγωνιστήσει και γράφτηκε στη Δραματική Σχολή της Κοτοπούλη. Μια μέρα, μου πρότεινε -επειδή απήγγειλα καλά- να πάμε να γνωρίσω την Κοτοπούλη. Ήμουν, 13 χρόνων. Κι έτσι έγινε. Σου αρέσει το θέατρο; μου είπε η Κοτοπούλη. Μου αρέσει, απάντησα. Θα μας πεις κάτι; Οπότε άρχισα ν’ απαγγέλλω, απέξω την τραγωδία «Σ’ απάτητες σπηλιές να ‘μουν κρυμμένη / ο Θεός πουλί να μ’ είχε καμωμένη…” Η Κοτοπούλη παραξενεύτηκε, της άρεσα και μου ζήτησε να ‘πω και κάτι άλλο· και είπα. Μετά, από περιπέτειες, με τη μητέρα μου, που δε με άφηνε τόσο μικρή να πάω, τελικά, πήγα. Εδώ, είχα καθηγητές τους Σπ. Μελά, Βασ. Λογοθετίδη, Ελ. Χαλκούση, Γ. Ανεμογιάννη… και συμμαθητές την Έλλη Λαμπέτη, Βίλμα Κύρου, Μίνω Βολονάκη… Αν και ακόμη μαθήτρια στη Σχολή και στο Γυμνάσιο, έπαιξα μικρούς ρόλους στο «Βουβές Αγάπες» με το Μιράτ και το Βόκοβιτς, στο «Φουσκοθαλασσιές» με το Λογοθετίδη στο οποίο, με τις Λαμπέτη και Κύρου, κάναμε τις τρεις αδελφές…
Ν.Γ.: Είχες συμμετοχή στην Αντίσταση…
Δ.Σ.: Από το 1943-44 διακινούσα προκηρύξεις του ΕΑΜ. Με το χωνί φώναζα και απάγγελλα συνθήματα. Έχω τραγικές εμπειρίες… διωγμούς… από το Εθνικό Θέατρο, το Ραδιόφωνο, στέρηση διαβατηρίου, αργότερα με το Βαγγέλη, το Μίκη Θεοδωράκη στη Νεολαία…
Ν.Γ.: Εσένα Βαγγέλη, πώς ήταν τα παιδικά χρόνια σου;
Ε.Μ.: Όπως ξέρεις, γεννήθηκα στ’ Αγιωργίτικα. Είμαι δασκαλοπαίδι. Ο πατέρας μου, ποτέ, δεν υπηρέτησε στο χωριό αν και ήταν ένας προοδευτικός δάσκαλος, συνδικαλιστής, είχε ιδρύσει στο χωριό δύο Συνεταιρισμούς, έναν Γεωργικό και έναν Πιστωτικό… Το 1924, επιτέλους, ο πατέρας ήρθε δάσκαλος στ’ Αγιωργίτικα αφού προβιβάστηκε, το Σχολείο, σε 2/θέσιο. Όμως, έφυγε, ξαφνικά, από συγκοπή. Θυμάμαι, που, ενώ ακόμη, δεν είχα τη νόμιμη ηλικία, μ’ έπαιρνε στο σχολείο, στην Α’… Εγώ, και μετά το θάνατο του πατέρα, συνέχιζα και παρακολουθούσα στην Α΄ Τάξη και τον Ιούνιο, ο δάσκαλος, με προβίβασε στη Β΄! Φτάνοντας στην ΣΤ΄ μια μέρα ήρθε, ο Επιθεωρητής, ο οποίος, όταν έμαθε ότι είμαι ένα χρόνο μικρότερος, είπε, στο δάσκαλο, να μ’ αφήσει στην ίδια τάξη ώστε να ξεπεραστεί η παρανομία. Ο δάσκαλος, δεν ήθελε· όμως, έπρεπε να πειθαρχήσει. Εγώ, αν και τόσο μικρός, το έκρινα ως αδικία, και έκανα αναφορά στον Υπουργό Παιδείας… ο οποίος και με δικαίωσε! Έδωσα Εξετάσεις στο Σχολαρχείο και πέτυχα· από εκείνη τη χρονιά, σύμπτωση, ονομάσθηκε, Γυμνάσιο. Μάλιστα, κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις, αν και δεν είχα διδαχθεί, σε φροντιστήριο, που πήγαν τ’ άλλα παιδιά, Αρχαία, έγραψα κείμενο, ορθογραφικά, αλάνθαστο.
Ν.Γ.: Πώς ήταν τα χρόνια στην Τρίπολη;
Ε.Μ.: Πολύ δύσκολα. Έμενα στου Τούντα το σπίτι, στην πλ. Κολοκοτρώνη. Εκεί είχε νοικιάσει και ο καθηγ. Μαθηματικών, Λέριος. Απ’ αυτόν, έμαθα όλες τις Όπερες απέξω γιατί, ο Λέριος, καθημερινά, έβαζε στο γραμμόφωνο δίσκους από Όπερες. Δίπλα, από το σπίτι, ήταν το καφενείο του Όθωνα. Κάθε Κυριακή, το πρωί, η Φιλαρμονική έδινε Συναυλίες στην Κεντρική πλ., μετά την εκκλησία, με Αρχιμουσικό, τον Ιταλό Ροντζέρο Καμπανίλε. Εκεί, στου Όθωνα το καφενείο, ερχόταν ο γραφικός τύπος της πόλης, Κωσταντάκης, κι έδινε, υποτίθεται, παραστάσεις από αρχαίες τραγωδίες, όπως από τη «Μήδεια»…· ερχόταν, ακόμη, ο μπαρμπα-Μήτσος ο «Ούζος» άλλος γραφικός τύπος, ο Τζικ-Τζακ, η Ελένη η «Μπαρμπούτω», η Φρύνη… Το 1935 έδωσα εξετάσεις στη Νομική, πέτυχα, κι ανέβηκα στην Αθήνα. Από την επόμενη χρονιά άλλαξα σπίτι, στην Τρίπολη, και συγκατοίκησα με τον μεγάλο φιλόσοφο, Ευάγγελο Παπανούτσο· καθημερινά, συνομιλούσαμε και διδάχθηκα πολλά απ’ αυτόν. Από το 1936 με τα δικαστήρια, Μεταξά, άρχισαν οι εξορίες… Με το ζόρι στρατολογούσαν, μαθητές, στην Ε.Ο.Ν. Εγώ, κρυβόμουνα κι έτσι γλίτωσα σε αντίθεση με τους δημοκρατικούς φοιτητές της Ιατρικής, Ρούλη Σαλαβράκο, Γιάννη Βλάχο και Μίμη Αναγνώστου που τους εντόπισαν και τους συνέλαβαν.
Ν.Γ.: Στο στρατό; ως δικηγόρος;
Ε.Μ.: Υπηρέτησα ως Έφεδρος Αξιωματικός στο 11ο Σ.Π. Αργότερα, υπηρέτησα, ως δικηγόρος, στην Τρίπολη. Ήμουνα ασκούμενος στο δικηγορικό γραφείο του Ν. Μπισιούλη αλλά και με τον Γκογκόρη και Ν. Δεληβοριά. Κοντά στον Κλίφτον Χάρβεϋ, το γιο του Παπανούτσου από άλλον πατέρα, που ήταν φίλος μου, και που βγήκε στο βουνό, βγήκα κι εγώ…

Η Δάφνη Σκούρα, αγαπητοί Αναγνώστες, όχι μόνο υπήρξε μία «πολλών αστέρων» ηθοποιός, του θεάτρου και του κινηματογράφου, αλλά παίζοντας με «τα ιερά τέρατα» της υποκριτικής, καταξιώθηκε ως μια ηθοποιός πρώτου μεγέθους! Μετά από τα προαναφερθέντα «Βουβές αγάπες» του Σπ. Μελά, «Φουσκοθαλασσιές» του Δ. Μπόγρη που έπαιζε ως μαθήτρια του Γυμνασίου και στο «Μελτεμάκι» του Παντ. Χορν και στον «Ποπολάρο» του Ξενόπουλου που έπαιξε ως Πτυχιούχος της Σχολής Κοτοπούλη, συμμετείχε, αμέσως μετά, στο θίασο Β. Αργυρόπουλου και πρωταγωνίστησε στα «Κυριακή αργία» και «Στραβόξυλο» του Ψαθά. Στη συνέχεια (1946) παίζει κοντά στη Σοφία Βέμπο, ως πρωταγωνίστρια, του “Πρίγκηπας Μουρούζης” με τους Βέμπο, Φιλιππίδη, Κοκκίνη, Μαυρέα και Μακρή. Αλλά και την άλλη χρονιά με τους Αυλωνίτη, Σταυρίδη… Το 1947 προσλαμβάνεται στο Εθνικό Θέατρο και στ’ «Αρραβωνιάσματα» του Δημ. Μπόγρη (Δημοτικό Θέατρο Πειραιά). Το ’48 τη συναντάμε στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και στο έργο «Σιρανό Ντε Μπερζεράκ” με το Δημ. Μυράτ. Κατόπιν, και πάλι στο Εθνικό, με πρωταγωνιστή το Δημ. Χορν, παίζει με την Έλλη Λαμπέτη και την Καίτη Λαμπροπούλου στο έργο, του Ξενόπουλου, «Φοιτητές» με Χριστοφ. Νέζερ, Βόκοβιτς… Και πάλι, με το Χορν, τη βλέπουμε στο Εθνικό, στο «Βολπόνε» -ο Χορν έπαιζε τον υπηρέτη του Αρώνη… Το 1949 συναντάμε, τη Δάφνη, με την Ελ. Χατζηαργύρη και το Ντίνο Ηλιόπουλο στο θέατρο «Αλίκη» στην κωμωδία «Υπηρέτης Κλέιτον» αλλά και με τη Βέμπο –σε κείμενα Μίμη Τραϊφόρου– σε τουρνέ σε όλη την Ελλάδα! Το 1952 πρωταγωνιστεί στο θίασο, Μίμη Φωτόπουλου, στο έργο «Καραντίνα στον Έρωτα» (θέατρο Σαμαρτζή) με φοβερά ονόματα «κάτω της» Βίλμα Κύρου, Γιαν. Αργύρη, Μ. Τζόγια, Θ. Μορίδη… ενώ, τον ίδιο καιρό, τη βλέπουμε να πρωταγωνιστεί στην ταινία «Ο Γρουσούζης» με Ορ. Μακρή, Γ. Βασιλειάδου, Μ. Φωτόπουλο, Ντ. Ηλιόπουλο…!
Εδώ, πρέπει να κάνουμε μια παύση…. για να ανακοινώσουμε τη μεταπολεμική πρωτιά, στο «Μαλλιαροπούλειο Θέατρο», από τη Δάφνη Σκούρα-Τζ. Καρούσο (1952), σ’ ένα «Μαλλιαροπούλειο, που επαναλειτουργεί και ξαναζεί μετά από μια μεγάλη μεταπολεμική ανάπαυλα και τις επισκευές και συντηρήσεις που του έγιναν! Πολλά έργα με τον Καρούσο: «Αρχισιδηρουργός», «Φιόρε του Λεβάντε», «Αρπαγή της Σμαράγδας», «Έβδομος Ουρανός»…
Μια δεύτερη μεγάλη παρένθεση είναι το «Όσκαρ 1952», που πήρε η Δάφνη Σκούρα «ως η καλύτερη ηθοποιός του κινηματογράφου» της Εφημ. “Εμπρός”! Ψήφισαν 13.850 θεατές και έλαβαν η Σκούρα 4.198, η Αλ. Κατσέλη 3.986, η Έλλη Λαμπέτη 2.657, η Ειρ. Παπά 1.155 και η Ελ. Χατζηαργύρη 832!
Το ’53 συνεργάζεται με την Κατερίνα (μεγάλη τουρνέ στο Εξωτερικό)… αλλά και με το Βασ. Διαμαντόπουλο και σκηνοθέτη τον Κάρολο Κουν αλλά και μεγάλα ονόματα: Φοίβο Ταξιάρχη, Γ. Φούντα, Χατζημάρκο, Ιορδ. Μαρίνο… Με τον Καλλέργη (1954) συνθιασάρχισσα και Κ. Ρηγόπουλο, Ανδρ. Ζησιμάτο… στη Λεωφ. Αλεξάνδρας!
Από το 1954-55 αρχίζει η συνεργασία της με τον Κατράκη! Διέπρεψε, η Σκούρα, στο «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» στο “Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» με το Μάνο Κατράκη! Και φθάνουμε στο 1955-56 στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»!
Τη χρονική περίοδο 1957-1973 συνεργάζεται μ’ εξίσου μεγάλα ονόματα και παίζει μεγάλους ρόλους: Κάκια Αναλυτή, Κ. Ρηγόπουλος, Ανδρ. Φιλιππίδης, Κατερ. Γιουλάκη, Δημ. Παπαγιανόπουλος, Δημ. Νικολαϊδης, Βασταρδής, Καλιβωκάς… Ροντίρης… ενώ έργα όπως «Η 12η Νύχτα», «Ξενοδοχείο η ευτυχία»…. την καθιέρωσαν ως «μεγάλη»!
Παράλληλα, η Δάφνη Σκούρα, έλαβε μέρος σε πολλά Ραδιοφωνικά έργα, όπως έκανε και μεγάλες ταινίες!: «Μαντάμ Σουσού», «Κατέστρεψα μια νύχτα τη ζωή μου», «Το κορίτσι της ταβέρνας», «Θέλω να ζήσεις Μανούλα» με Ν. Τζόγια, «Κόκκινα Τριαντάφυλλα» με Αλ. Αλεξανδράκη και Γκέλυ Μαυροπούλου, Ρίκα Διαλυνά…, «Κερένια Κούκλα», «Στρατιώτες χωρίς στολή» με Ξένια Καλογεροπούλου, Ανδρ. Μπάρκουλη, Μιχ. Νικολινάκο…, «Έξοδος του Μεσολογγίου» με Κατράκη, Καρούσο…
Αν δεν πάθαιναν οι φωνητικές χορδές, της Δάφνης Σκούρα (περί το 1980), θα συνέχιζε να μεσουρανεί, καλλιτεχνικά! Όμως, η Δάφνη, μην ξεχνάμε ήταν και δεινή ποιήτρια!
ΟΙ 200
Η πρώτη εκείνη μέρα του Μαγιού
Ξημέρωσε δίχως λουλούδια
Στραγγισμένη από χαρά,
Ξέπνεη στην αγκαλιά της άνοιξης.
Έν’ άσπρο μόνο τριαντάφυλλο
Στο χέρι του μικρού παιδιού.
Στο τέρμα ένα γκαζοζέν
Βογκούσε, ξεφυσούσε όλο καπνούς
Κι ανυπόμονες ματιές
Τρυπούσανε το σύννεφο.
Και ξαφνικά μουγκρίσανε
Πολλά καμιόνια στη σειρά
Που μοιάζουν άγρια τέρατα
Στην παγωμένη σκέψη μας.
Μια κόκκινη υγρή γραμμή
Αφήσανε στο πέρασμά τους.
Σα να τη χάραξε νυστέρι
Του δρόμου η σάρκα μάτωσε.
Με φρίκη οι άνθρωποι σφίχτηκαν
Ο ένας στον άλλον πιο κοντά.
Ο τρόμος πήρε τη μιλιά τους
Κι η μάνα σκέπασε τα μάτια του παιδιού.
Μια στάλα όμως απ’ το αίμα
Πετάχτηκε στο χέρι του
Και κόκκινο εβάφη το λουλούδι
Που είχε κιόλας μαραθεί.
Την πρώτη εκείνη μέρα του Μαγιού
Σαν παπαρούνες άλικες, διακόσες
Ματωμένες καρδιές γίναν στεφάνι του Μάη.
(Γράφτηκε το 1944 για τους 200 της Καισαριανής!)
Δεν υπάρχει κριτική από τις πάμπολλες που γράφτηκαν, για την «Αρκαδοπούλα» Δάφνη Σκούρου, που να είναι εναντίον της!
Όμως, να τελειώσουμε με γραφτό του Ε. Μαχαίρα… τον οποίο μπορεί ν’ “αδικήσαμε” αυτή τη φορά γράφοντας, γι’ αυτόν τον Μεγάλο, λίγα, όμως, εσκεμμένα το πράξαμε για να πέσουν τα φώτα της ράμπας στην παρτενέρ της ζωής του, Δάφνη Σκούρα!
“Μια τρίτη προεαμική οργάνωση είχε συγκροτηθεί στη νότια περιοχή της Τρίπολης (όπως την χωρίζει η οδός Ναυπλίου και η οδός Γορτυνίας). Είκοσι πέντε περίπου πατριώτες συγκρότησαν πέντε αντιστασιακές πεντάδες που δρούσαν στις περιοχές του Σιδηροδρομικού Σταθμού, Άγιου Δημήτρη-Γουρουνοπάζαρου-Δεξαμενής και του λόφου που είναι σήμερα το Παναρκαδικό Νοσοκομείο. Οργανωτές αυτών των πεντάδων ήταν οι Νίκος Παρασκευόπουλος και Νίκος Δημαράκης, φοιτητές της Νομικής, Κώστας Καλομπράτσος, τεχνίτης αυτοκινήτων, Θωμάς Κομίνης, Λευτέρης Πετρόπουλος, Ηλίας Μπεντεβής, Σταύρος Ξαγάς ή Χούρχουλας και δυο αδέρφια Θεοδωρόπουλοι τσαγκάρηδες. Τους ενθάρρυναν και τους καθοδηγούσαν οι Χρίστος Παπαδημητρίου, καθηγητής των μαθηματικών και Αντώνης Κωνσταντόπουλος.
Στην αρχή έγραφαν συνθήματα στους τοίχους (και ειδικότερα στις γειτονιές των Ταξιαρχών, Δεξαμενής, Νταβάκου, Μπεζαϊντέ). Τα χρώματα και τα άλλα υλικά τα έκρυβαν στο υπόγειο του σπιτιού του Ν. Παρασκευόπουλου. Οι συναντήσεις τους γίνονταν στο τσαγκαράδικο των αδελφών Θεοδωρόπουλου (μεταξύ Κεντρικής πλατείας και Ταξιαρχών). Εκεί ο Ν. Παρασκευόπουλος τους διάβασε την πρώτη χειρόγραφη προκήρυξη για την Αντίσταση και για τη Λευτεριά, για κοινωνική Δικαιοσύνη και γενικά για ένα καλύτερο κόσμο, πράγματα που τάκουγαν για πρώτη φορά και τους ενθουσίασαν. Οι Ιταλοί όμως συνέλαβαν τον Ν. Παρασκευόπουλο, ο οποίος έμεινε κρατούμενος μέχρι την απελευθέρωση. Οι υπόλοιποι ήρθαν σ’ επαφή με τους Κώστα Παυλόπουλο και Βασίλη Λουκαϊτη, που τους εντάξανε στο ΕΑΜ Νέων και αργότερα στην ΕΠΟΝ. Ο Κ. Καλομπράτσος το καλοκαίρι του 1943 προσχώρησε στον ΕΛΑΣ και επειδή ήταν εξαιρετικά τολμηρός του ανατέθηκαν πολλές επικίνδυνες αποστολές (οργάνωσε αποδράσεις Πολωνών στρατιωτών από γερμανικές μονάδες, συνόδευε ξένες αποστολές κλπ.). Από τα γενναία αυτά παιδιά έπεσαν στον αγώνα οι Ηλίας Μπεντεβής, οι αδελφοί Θεοδωρόπουλοι και ο Σταύρος Ξαγάς…”.

(2725)