Aρκάδες: Ένα από τα σπουδαιότερα αρχαιοελληνικά φύλα. Ως αρχικός χώρος διαμόρφωσης αυτού του φύλου, θεωρείται η δυτική Μακεδονία και ειδικότερα οι περιοχές γύρω από τον μέσο και άνω ρου του Αλιάκμονα, όπου πρωτοεγκαταστάθηκε μετά την είσοδό του στον Ελλαδικό χώρο (2200-2100 π.Χ.).

Κατά την παράδοση, γενάρχης των Αρκάδων θεωρείτο ο Αρκάς, γιος του Δία και της Καλλιστούς (κατ΄ άλλους μητέρα του θεωρείται η Θεμιστώ, κόρη του βασιλέα των Λαπιθών της Πίνδου Υψέα), ο οποίος σύμφωνα με το Λεξικό Κύριων Ονομάτων: «… εδίδαξε τους Πελασγούς να τρώγωσιν άρτον αντί βαλάνων και να νήθωσι έρια..».

Κατά το Λεξικό Ελληνικής Αρχαιολογίας: «… οι κάτοικοι της Αρκαδίας εθεώρουν εαυτούς πάντοτε αυτόχθονας και ελέγοντο προσέληνοι ήτοι προ της σελήνης υπάρχοντες (πιθανώς προέλληνες), ο δε χρησμός, τους έλεγε βαλανηφάγους άνδρας… Των πλείστων πόλεων αυτών ιδρυταί θεωρούνται ο Λυκάων, υιός του Πελασγού και οι 50 υιοί αυτού, όπερ αινίττεται την καθαράν πελασγικήν αυτών εθνικότητα…».

Για τους Αρκάδες, ο καθηγητής Μιχ. Σακελλαρίου αναφέρει (Ι.Ε.Ε. Τομ. Α΄) τα εξής:

«… Η ετυμολογία του ονόματός τους, από την λέξη άρκ(τ)ος εξυπακούει μια τοτεμική λατρεία αρκούδας.  Το ίδιο και ο αρκαδικός μύθος που παρουσίαζε την μητέρα του Αρκάδος ως μία αρκούδα ή ως μία νύμφη που μεταμορφώθηκε σε αρκούδα. Έτσι μαζί με ένα στοιχείο της θρησκείας των Αρκάδων, συμπεραίνουμε ότι το όνομά τους ήταν πανάρχαιο. Άλλωστε αυτό το όνομα το εντοπίζουμε στη Στερεά και στην Αθαμανία…».

Όταν οι Αρκάδες ξεκίνησαν το 1900 π.Χ. τις μετακινήσεις τους προς τα νότια, μιλούσαν μια από τις δύο παραλλαγές της Κεντρικής διαλέκτου. Μετά την εγκατάστασή τους στην Πελοπόννησο, στη διάλεκτό τους αναπτύχθηκαν νεωτερισμοί που χαρακτηρίζουν αποκλειστικά την Αρκαδική. Τα όρια αυτής της διαλέκτου, ξεπέρασαν τα σύνορα της περιοχής που έγινε γνωστή ως Αρκαδία κατά τους ιστορικούς χρόνους και η αρκαδική διάλεκτος θα εξαπλωθεί σε τμήματα της Αργολίδας, της Μεσσηνίας,  της Τριφυλλίας και σχεδόν σε ολόκληρη την Λακωνία, περιοχές που θα περιέλθουν στους Αχαιούς με την  έναρξη της Μυκηναϊκής εποχής (1600 π.Χ.). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όσα τμήματα Αρκάδων δεν ακολούθησαν τον κύριο μεταναστευτικό κορμό προς την  κεντρική Πελοπόννησο και παρέμειναν σε περιοχές της Ηπείρου (π.χ. Αρκτάνες), της Στερεάς Ελλάδος, αλλά και της Πελοποννήσου, θα απορροφηθούν από άλλα φύλα που θα τους επικαλύψουν.

Αντίστοιχα, ο κύριος όγκος των Αρκάδων θα αφομοιώσει τους παλαιότερους κατοίκους της κεντρικής Πελοποννήσου, οι περισσότεροι από τους οποίους ήσαν Πελασγοί. Με αυτόν τον τρόπο εμφανίσθηκαν αργότερα ως αρκαδικοί μύθοι οι πελασγικές παραδόσεις για τον Πελασγό και πιστεύτηκε ότι οι Αρκάδες ήσαν εξελληνισμένοι Πελασγοί. Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με την παράδοση, οι Αρκάδες, κατά την κάθοδό τους, θα συμμαχήσουν με τους εγκατεστημένους στην περιοχή του Παρνασσού Λυκάονες, οι οποίοι θα ηγηθούν του συνασπισμού Αρκάδων, Αζάνων και Λυκαόνων, που θα κατακτήσει τελικά την κεντρική Πελοπόννησο.

Μετά τη Δωρική κατάκτηση, Αχαιοί και Αρκάδες θα μεταναστεύσουν στην Κύπρο όπου βαθμιαία θα διαμορφωθεί η λεγόμενη Αρκαδοκυπριακή διάλεκτος. Όπως τονίζει για το θέμα αυτό ο καθηγητής Μιχ. Σακελλαρίου:

«… Πολλοί από τους Αχαιούς και τους Αρκάδες, που έφυγαν από την Πελοπόννησο κατά την υπομυκηναϊκή εποχή, κατευθύνθηκαν στην Κρήτη και στην Κύπρο, ακολουθώντας τα βήματα ομοεθνών τους που είχαν μεταναστεύσει εκεί παλαιότερα. Τα διαθέσιμα δεδομένα από αυτές τις δύο περιοχές δεν μας επιτρέπουν να διακρίνουμε ανάμεσα σε Αχαιούς και Αρκάδες, όταν πρόκειται για ομάδες που έφυγαν από  την Αργολίδα, τη Λακωνία, τη δυτική Πελοπόννησο, όπου οι Αχαιοί κατέκτησαν αρκαδόφωνους πληθυσμούς στην αρχή της μυκηναϊκής εποχής, αλλά δεν τους αφομοίωσαν γλωσσικά ως το τέλος της. Ωστόσο το γεγονός ότι στην Κύπρο, που αποικίσθηκε πιο πολύ από τις εξωτερικές επαρχίες της Πελοποννήσου παρά από την Αρκαδία, επεκράτησε η αρκαδική διάλεκτος, κάνει πιθανή την υπόθεση ότι ανάμεσα στους πρόσφυγες από αυτές τις επαρχίες πλειοψηφούσαν οι αρκαδόφωνοι…» (Ι.Ε.Ε. τομ. Β΄, σελ. 26).

Όπως τονίσθηκε παραπάνω, με την έναρξη της Μυκηναϊκής Εποχής (1600-1150 π.Χ.), οι Αχαιοί κατέκτησαν αρκετές περιοχές με αρκαδόφωνους πληθυσμούς και στις οποίες εγκαταστάθηκαν. Ο κύριος όμως κορμός των Αρκάδων θα αποσυρθεί στο εσωτερικό της Πελοποννήσου, στην Αρκαδία, όπου παρά το γεγονός ότι ήσαν υποτελείς των Αχαιών, διατήρησαν τις δομές της φυλετικής οργάνωσής τους και τη γλώσσα τους, καθώς και τη διάκρισή τους σε πέντε υποφύλα, που τα αποκαλούσαν «έθνη»: στους Ευτρήσιους, τους Κυνούριους, τους Μαινάλιους, τους Παρράσιους και τους Αζάνες.

Η ίδια κατάσταση θα επαναληφθεί και στη διάρκεια της δωρικής κατάκτησης της Πελοποννήσου, που θα αφήσει ουσιαστικά ανεπηρέαστους τους Αρκάδες στην ορεινή και ελάχιστα παραγωγική χώρα τους. Οικονομικές και πολιτικές ανακατατάξεις θα αρχίσουν να παρατηρούνται στη  διάρκεια της Υπομυκηναϊκής περιόδου (1150-1050 π.Χ.) και της Γεωμετρικής Εποχής (1050 – 700 π.Χ.). Έτσι θα εγκαταλειφθεί βαθμιαία το φυλετικό κράτος και η πατριαρχική βασιλεία και θα προκύψουν «πόλεις», ομάδες αυτόνομων κοινοτήτων και ομάδες οικισμών (δήμοι).

Στους Αρχαϊκούς χρόνους (700-500 π.Χ.), η Αρκαδία ακμάζει, οικονομικά και πολιτιστικά, όπως αποδεικνύουν τα πολυάριθμα αρχαιολογικά ευρήματα αυτής της περιόδου. Η Τεγέα γίνεται η ισχυρότερη αρκαδική πόλη και ανταγωνίζεται τη Σπάρτη, με αποτέλεσμα οι Αρκάδες να ταχθούν με το μέρος των Μεσσηνίων στους δύο Μεσσηνιακούς πολέμους. Η Τεγέα τελικά θα συμμαχήσει με τη Σπάρτη, θέτοντας έτσι τα θεμέλια της Πελοποννησιακής Συμμαχίας. Στους Περσικούς πολέμους οι Αρκάδες ως μέλη της Πελοποννησιακής Συμμαχίας θα πολεμήσουν στο πλευρό των Σπαρτιατών στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.).

Οι Αρκάδες είχαν σοβαρές αντιρρήσεις στην έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, αλλά στην αρχή αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν τη Σπάρτη ως μέλη της Συμμαχίας, την οποία όμως θα εγκαταλείψουν στη συνέχεια και θα συμμαχήσουν με τους Αθηναίους. Η Σπάρτη θα εκδικηθεί τους Αρκάδες για τη στάση τους και το 386-385 π.Χ. θα γίνει ο περίφημος διοικισμός της Μαντινείας με την κατάλυση της πόλης και τον διασκορπισμό των κατοίκων της στις παλιές τους κώμες.

Το 371 π.Χ. μετά την ήττα της Σπάρτης στη μάχη των Λεύκτρων, θα ιδρυθεί το «Κοινόν των Αρκάδων», που θα συμμαχήσει με τους Θηβαίους και θα εμπλακεί σε συνεχείς διαμάχες με τους Σπαρτιάτες. Το «Κοινόν» θα διαλυθεί το 362 π.Χ. και θα ακολουθήσει η μάχη της Μαντινείας.

Η Μεγαλόπολη αναδεικνύεται η ισχυρότερη δύναμη της Αρκαδίας και επίφοβος αντίπαλος της Σπάρτης, την οποία θα επιδιώξουν οι Σπαρτιάτες να συντρίψουν. Οι Μεγαλοπολίτες θα γίνουν σύμμαχοι του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας και θα παραμείνουν πιστοί στους Μακεδόνες για πολλά χρόνια, μέχρι το 235-234 π.Χ. Τότε θα γίνουν μέλη της Αχαϊκής Συμπολιτείας, στην οποία θα προσχωρήσουν βαθμιαία οι περισσότερες αρκαδικές πόλεις και οι Αρκάδες θα εμπλακούν στους συνεχείς πολέμους μεταξύ των ελληνιστικών κρατών.

Το 147 π.Χ. μετά τη μάχη της Σκάρφειας, περίπου 1000 επίλεκτοι Αρκάδες σφαγιάστηκαν στην Ελάτεια από τους Ρωμαίους και το 146 π.Χ. μετά τη μάχη της Λευκόπετρας, η Αρκαδία θα υποδουλωθεί στη Ρώμη.

 Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης
(από την “Ενημέρωση”)

(209)