Αναπόσπαστο εξάρτημα της στολής του τσολιά, είναι το τσαρούχι. Ειδικά, τα τσαρούχια των ευζώνων της προεδρικής φρουράς, είναι καλοφτιαγμένα από καλούς τεχνίτες, με εκλεκτό δέρμα ποιότητας. Φέρουν εντυπωσιακή κόκκινη φούντα και γερά καρφιά στα καττύματα (σόλες) για να προκαλούν ιδιάζοντα θόρυβο, όταν οι εύζωνοι βηματίζουν ρυθμικά.

Το τσαρούχι, ως είδος και όνομα, έχει τουρκική προέλευση. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας και πολύ αργότερα, υπήρχαν τα τσαρουχάδικα, τα οποία πουλούσαν τσαρούχια που κατασκεύαζαν οι τσαρουχάδες.

Τσαρούχια, δεν φορούσαν μόνον οι άντρες, αλλά και οι γυναίκες και τα παιδιά. Ήσαν, τότε, τα καθιερωμένα χειροποίητα υποδήματα, προτού τα εκτοπίσουν τα μετέπειτα, ευρωπαϊκά.

Εκείνον τον καιρό, εκτός από τα καλά τσαρούχια, καθημερινά και γιορτινά, έφτιαχναν και άλλα από ευτελέστερα δέρματα, αλλά πολύ ανθεκτικά, που τα φορούσαν στις αγροτικές και ποιμενικές ασχολίες, αλλά και στις πεζοπορίες. Τα έλεγαν γουρνοτσάρουχα, διότι η πρώτη ύλη, ήταν το δέρμα του γουρουνιού. Ήσαν μυτερά, χωρίς φούντα και προστάτευαν τα πόδια από τα αγκάθια και τις κοφτερές πέτρες.

Από το προσηγορικό όνομα τσαρουχάς, προέκυψαν τα επώνυμα: Τσαρούχης, Τσαρούχας και Τσαρουχάς, Τσαρουχόπουλος και Τσαρουχίδης…

Απόσπασμα από προικοσύμφωνο του έτους 1780: «Ο τάδες έδωσε στην κόρη του προίκα, πέντε στρέμματα αμπέλια, ένα βαγένι, δύο φουστανέλες, τρία φέσια, τρία ζευγάρια τσαρούχια αρβανίτικα, αφόρεστα…».

Από παλιότερο αφήγημα: «Ο εκ Τριπόλεως κτηματίας Δημήτριος Γαλανόπουλος, το έτος 1836, ενύμφευσε την θυγατέρα του Ελένην, με τον Ηλίαν Τσαρουχόπουλον…».

Το έτος 1844 ιδρύθηκε στην Τρίπολη «Νηπιακόν Σχολείον». Βασικό στέλεχος της σχολικής εφορείας, ήταν ο Ηλίας Τσαρουχόπουλος.

Το έτος 1924 ιδρύθηκε στην Τρίπολη ο Σύλλογος Φιλοπρόοδων ο «Παν». Ένα από τα πέντε ιδρυτικά μέλη, ήταν και ο Ηλίας Α. Τσαρούχης.

Ο σπουδαίος ζωγράφος, χαράκτης, σκηνογράφος και συγγραφέας Γιάννης Τσαρούχης (+1989) είχε γεννηθεί στον Πειραιά, αλλά ο πατέρας του καταγόταν από το χωριό Ζευγολατιό της Μαντινείας.

Στην επαρχία Καρδίτσας υπάρχει ορεινός οικισμός που λέγεται Τσαρούχι, λόγω σχετικής διαμόρφωσης του εδάφους.

Κάποτε, κάποιος βλάχος, ζήτησε από εμπειρικό ζωγράφο να του ζωγραφίσει τον Άγιο Γεώργιο. Παρά την άρνηση του ζωγράφου, ο πελάτης ζητούσε επίμονα, να εικονιστεί ο Άγιος με τσαρούχια και μάλιστα κόκκινα, με φούντα. Στο τέλος, ικανοποιήθηκε το αίτημα με αύξηση  της αμοιβής. Έτσι, προέκυψε η έκφραση: «Θέλοντας ο βλάχος και μη θέλοντας ο ζωγράφος, φόρεσε άγιε μου, κόκκινα τσαρούχια».

Στίχοι από λαϊκά τραγούδια:

* Να σας το κρύψω δεν μπορώ / πολύ πολύ μ’ αρέσει / την φουστανέλα να φορώ / τσαρούχι, φούντα φέσι.

* Βλαχούλα εροβόλαγε, από ψηλή ραχούλα / φέρνει τη ρόκα φουντωτή, τ’ αδράχτι της γεμάτο / σέρνουν τα πόδια της δροσιά και τα μαλλιά της μόσχο / σέρνουν και τα τσαρούχια της, του Μάη τα λουλούδια.

* Τα τσαρούχια του στο φράχτη / τα σκαλτσούνια του στη στάχτη / κι η γυναίκα με τη νάκα / πάει στη μεγάλη λάκα (σκαλτσούνια=κάλτσες).

* Περπάτα Κατερίνα, κάνε γρήγορα / δεν μπορώ Παναγιώτη, τι ‘μαι ξυπόλυτη / και τα τσαρούχια βγάνει και της τα φορεί / τότε να ιδείς πιλάλα και περπάτημα / πώς απηδάει τα σπάρτα και τα σφάλαθρα (φράχτες).

* Πο, πο, πο, ευζωνικό / τι καμάρι ελληνικό / φέσι, τσαρούχι και μουστάκι τσιγκελωτό, πο, πο!

* Στα τσαρούχια μου, είχα φούντες / κι όλο γύρναγα, στις στρούγκες.

* Νικόλαος Κουτούζης (+1813): Το πώς με τα τσαρούχια του, που εφόρειε ένα ζευγάρι / και με το κλεφτοφάναρο, έγινε παλικάρι.

* Από θεατρική επιθεώρηση του έτους 1913: Εν δυο, εν δυο, φουστανέλα, τσαρούχι φούντα φέσι / καμάρι, λεβεντιά, περηφάνια και μύτες τσαρουχιών με κορφές (φούντες).

* Αντρέας Καρκαβίτσας (+1922): Με το κοντοβράκι ως το γόνατο και τις αγραφιώτικες κάλτσες και τα τσαρούχια του, εγύριζε μέσα στα βούρλα της ακρογιαλιάς, σαν φάντασμα.

* Μιλτιάδης Μαλακάσης (+1943): Φουστανελίτσα φόραγε ζυγιασμένη / και κάλτσες και τσαρούχια φουντωτά / παραγγελιά απ’ τα Γιάννενα φερμένη / γαντζούδια πρεβεζιάνικα, ασημιά.

* Στρατής Μυριβήλης (+1969): Και στο κεφαλάρι της κούνιας κρεμασμένα, ένα ζευγάρι ολοκόκκινα ευζωνικά τσαρουχάκια, με ασπρογάλαζες γαρνιτούρες.

* Δημήτρης Χατζής (+1981): Θα ήταν καμιά εξηνταριά λεβεντόπαιδα, αμούστακα ακόμη, με καθαρές φουστανέλες, με κάτασπρες σκάλτσες, με κόκκινα τσαρούχια, με ανήσυχα πρόσωπα και κάτι ματιές γεμάτες φλόγες

* Γιώργος Οικονομίδης (+1985): Μουσολίνι μη σε μέλει / αν την πάθαν οι φρατέλοι / κι αν θα δουν τη γλύκα που  ‘χει / ο τσολιάς με το τσαρούχι / σε λιγάκι Μουσολίνι / μακαρίτης θα ‘χεις γίνει.

* Ηλίας Σταμέλος: Οι πρόγονοί μου είχαν σκαρφαλώσει εδώ ψηλά στα διάσελα το Μαινάλου, για να μη βλέπουν τους Τούρκους. Απ’ εδώ ξεκίνησαν με τη λερωμένη φουστανέλα τους και τα τρύπια τσαρούχια, για να φτάσουν στην κατακαημένη την Τριπολιτσά και μαζί με άλλους αγωνιστές, να την απελευθερώσουν.

* Λάμπρος Μάλαμας: Έπεσε, λέει, κάθε καρδιά με τη λαχτάρα που ‘χει / την πήρε η φούρια του τσολιά, μαζί με το λεβέντικο, ευζωνικό, τσαρούχι.

* Θεόδωρος Τρουπής: Φορεί τσαρούχια από λαγό / και σκούφια από κουνάβι / η δόλια η καρδούλα του / από αγάπη, ανάβει.

* Ο ίδιος: Άσπρη φουστανέλα, φέσι / θα ντυθώ γιατί μ’ αρέσει / και θα μπω και θα χορέψω / τα τσαρούχια μου να ρέψω.

* Βρασίδας Σωτηρόπουλος: Στην Ευρυτανία, γύρω στα 1900, όχι μόνον οι χωρικοί, αλλά και οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι επιστήμονες, όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, τσαρούχια, φορούσαν.

* Ηπειρώτικη παροιμία: «Τσαρούχι από τον τόπο σου κι ας είν’ και μπαλωμένο». Αλλού, λένε παπούτσι, αντί για τσαρούχι. Και στις δυο περιπτώσεις, εννοούν τη μέλλουσα σύζυγο…

Παλιότερες εκφράσεις:

* Από τη φτώχεια, κατάντησε με μισό τσαρούχι: εξαθλιώθηκε.

* Άλλη: Για κάτσε φρόνιμα, παιδάκι μου, γιατί θα πέσει τσαρούχι: θα φας άγριο ξύλο, με τσαρουχιές, κυρίως, στον πισινό. Τώρα, το τσαρούχι ως μέσον ξυλοδαρμού των ατάκτων, αντικαταστάθηκε με την παντόφλα…

* Άλλη: Ο χωριάτης κι αν πλουτίσει / το τσαρούχι δεν θ’ αφήσει: οι κακιές συνήθεις, δεν αποβάλλονται εύκολα.

* Άλλη: Έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Ευελπίδων και μπήκε με τα τσαρούχια: σημείωσε θριαμβευτική επιτυχία, με τις εξαιρετικές του ικανότητες.

* Άλλη: Η γλώσσα του, έχει γίνει τσαρούχι: η εμπύρετη αρρώστια, έκανε τη γλώσσα του να στεγνώσει και να σκληρύνει.

*Μεταπολεμικό, κινηματογραφικό έργο: “Ένας ιππότης με τσαρούχια”.

Χρυσόστομος Κριμπάς

 

 

(821)