Πρώτη χρονιά, φέτος, που, γεύτηκα αρκετά είδη μουσταλευριάς… Ίσως εφτά ΄χτώ…· “με λυπούνται”, φαίνεται, ένεκα μαγκουφιάς… Αν θα βαθμολογούσα… την πρωτιά θα την έδινα στη Δημητρακού… Τα δυο μπολάκια, που, μου ‘φερε ο Δήμος… ήτανε μούρλια… Όσο για την κυρα-Θοδώρα, κατά τον κλασικό τρόπο, μου έφερε ένα ριχό πιάτο μουσταλευριά συνοδευόμενο από ένα μπουκαλάκι πετιμέζι! Αλλά και τα μουστοκούλουρα της Ειρήνης -του Χρήστου…- μού θυμήσανε παιδικά χρόνια… Τις ευχαριστώ όλες… Όσο για το πετιμέζι το τοποθέτησα στο ντουλάπι, για τον χειμώνα· θα γαρνίρω την καψαλισμένη φέτα το ψωμί, όπως μικρός… Παλιά, όλ’ αυτά, αυτόν τον μήνα του χεινόπωρου -Οκτώβρης- έδιναν κι έπαιρναν στην Τριπολιτσά, με δίπλα της τη Μηλιά (Φτέρη, Ρουμάναγα, Κεφαλόγιαννη…)… Δικαιολογημένα, ο μακαρίτης, Βασίλης Μαρουλάς, υμνεί το πετιμέζι με τον δικό του τρόπο:

«Tο βράσιμο του μούστου μάς δίνει ένα πυκνό υγρό, που το λέμε πετιμέζι· είναι ξένη λέξη. Το πετιμέζι για να πετύχει χρειάζεται εκλεκτό μούστο, από το πρώτο πάτημα, το λεγόμενο «πρωτοπάτι». Από τον μούστο αυτόν, με ειδικό τρόπο, οι νοικοκυρές έβγαζαν πρώτα όσον χρειαζόντουσαν για μουσταλευριά, ύστερα για τα μουστοκούλουρα και τον υπόλοιπο τον έκαναν πετιμέζι, με τον εξής τρόπο:

Γέμιζαν ένα ασκί μούστο, είκοσι ή τριάντα οκάδες από το πρωτοπάτι στο ληνό. Τον μετέφεραν σπίτι, τον άδειαζαν σ’ ένα μεγάλο καζάνι  και τον έβαζαν αμέσως στη φωτιά, για να μην πάρει «βράσιμο» ο μούστος, για  να μην «κυλήσει» καθώς έλεγαν, δηλ. να μην υποστεί ζύμωση.

Αφού  έπαιρνε λίγες βράσεις, τον κατέβαζαν από τη φωτιά και του ‘ριχναν  (δηλ. τον πασπάλιζαν) καθαρή στάχτη με την κρησάρα. Την επόμενη, που είχε κατακαθήσει η στάχτη, κράταγαν ιδιαιτέρως απ’ το μούστο αυτόν, όσον χρειαζόντουσαν για μουσταλευριά.

Τη μουσταλευριά την έφτιαχναν  με λουκουμάλευρο (το «νισεστέ» λεγόμενο), που το αγόραζαν από το περίφημο ζαχαροπλαστείο του Τσίτσα (παλιότερα “Βιενέζικον” και τώρα “Μπάρακ”), που παρασκεύαζε λουκούμια. Η μουσταλευριά τότε ήταν πετυχημένη, αν είχε καθαρό διαυγές χρώμα και ξεκόλλαγε από το πιάτο χωρίς να αφήνει τα ίχνη της.

Την πασπάλιζαν με κανέλα, καρύδι τριμμένο ή σουσάμι, και ήταν ένα εξαιρετικό γλύκισμα. Δεν παράλειπαν οι νοικοκυρές να προσφέρουν ένα πιάτο σε φιλικά σπίτια, που δεν  είχαν δικά τους αμπέλια, και σε ξένους κυρίως υπαλλήλους, που υπηρετούσαν στην Τριπολιτσά.

Τη μουσταλευριά δεν συνήθιζαν να την ξεραίνουν στον ήλιο, όπως γίνεται σε πολλά νησιά, είτε  γιατί οι οικογένειες ήσαν πολυμελείς (τα παιδιά ήσαν 4 έως 12 σε κάθε σπίτι) και δεν πρόφτανε να ξεραθεί, είτε γιατί μετά τον τρύγο ο καιρός ψύχραινε στην Τριπολιτσά και δεν είχε δυνατό ήλιο.

Τον υπόλοιπο μούστο τον ξανάβαζαν στη φωτιά να πάρει τώρα αρκετές βράσεις κι όταν τον έπαιρναν από τη φωτιά, τον πασπάλιζαν πάλι με καθαρή στάχτη και τον άφηναν να ξαστερώσει. Από το μούστο αυτόν της δεύτερης βράσης κράταγαν σε καθαρά δοχεία την ποσότητα που χρειαζόντουσαν για να φτιάξουν αργότερα μουστοκούλουρα.

Όσος μούστος απέμενε πλέον, αφού τον στράγγιζαν, τον άδειαζαν σε άλλο καθαρό καζάνι και τον έβραζαν αρκετές ώρες, ανακατεύοντάς τον συνεχώς, για να μην «πιάσει» (καεί) και χαλάσει το χρώμα και η γεύση του πετιμεζιού. Οι νοικοκυρές ξέρανε, από πείρα πλέον, πόση ώρα θα ‘βραζε ο μούστος, για να ‘χουν πετυχημένο πετιμέζι, με άλικο ρουμπίνι και νόστιμο. Το τοποθετούσαν σε μεγάλα μπουκάλια ή σε μικρές νταμιτζάνες. Το χειμώνα, στα μεγάλα κρύα, έδιναν στα παιδιά πετιμέζι με ψωμί και το καλοκάιρι, στις μεγάλες ζέστες πρόσφεραν σαν αναψυκτικό πετιμέζι σε κρύο νερό, το περίφημο εκείνο «σερμπέτι», όπως το αποκαλούσαν.

Ποια γυναίκα κάθεται σήμερα να κάνει τέτοιες φασαρίες; Εμείς ζούμε με τι ωραίες μας αναμνήσεις!.. Οι σημερινοί, ας μάθουν τουλάχιστον, τι ήτανε το πετιμέζι, μια φορά κι έναν καιρό…».

Υ.Γ. δικό μας:

Εν μέρει έχει δίκαιο, ο Β.Μ. Πόσες γυναίκες υπάρχουν, σήμερα, που… Κι όμως· κάποιες, από τις νέες μαμάδες, τη προτροπή των μανάδων τους και των πεθερών τους ανακατεύονται… βοηθούμενες και από τσελεμεντέδες, και από την τηλεόραση… Έτσι, κοντά σ’ αυτές, γεύτηκα κι εγώ…

Και του χρόνου…

Ν.Γ.

(483)