της Mαρίας Πολυδούρη

Πριν 85 χρόνια, στις 29 Απριλίου 1930, το πρωί, άφηνε την τελευταία της πνοή στην κλινική Χρηστομάνου η ποιήτρια του έρωτα και του πόνου, Μαρία Πολυδούρη. «Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη» είχε γράψει σε ποιήμα της. Και πράγματι, έτσι έγινε.

Η «Νέα Εστία» της 15ης Μαΐου 1930 έγραψε στις σελίδες «Το Δεκαπενθήμερο» το παρακάτω σχόλιο, υπογραφόμενο από τον Πέτρο Χάρη:

«Στις 29 Απριλίου, στις τρεις το πρωί, απέθανε στην κλινική του Χρηστομάνου, όπου τελευταία είχε μεταφερθεί από την «Σωτηρία», η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Στο πολύωρο, στερνό πάλεμα της με τον θάνατο, που δεν το ‘νιωσε, ωστόσο, γιατί δυο δυνατές ενέσεις μορφίνης την είχαν βυθίσει σε λήθαργο, παραστάθηκαν, γεμάτοι στοργή και αφοσίωση, η ποιήτρια Μυρτιώτισσα, και οι αδελφικοί της φίλοι δ. Γεντέκου και κ. Γεντέκος. Η Πολυδούρη δεν ήταν παραπάνω από 25 χρόνων.

Πραγματικά, η μεγάλη αυτή πονεμένη είχε πεθάνει από καιρό, απ’ τη στιγμή που το πληγωμένο της σώμα το ‘νιωσε ανίσχυρο να ακολουθήσει την ψυχή της στα μεγάλα, τ’ αχόρταγα φτερουγίσματά της προς την χαρά, προς την ηδονή, προς τον έρωτα. Της έμενε η ψυχή. Μα μόνο για να την κάνει να ματώνει ακόμα περισσότερο βλέποντας πόσο, γι’ ανθρώπους του είδους της τουλάχιστον, όταν το σώμα αγιάτρευτα πληγωθεί, όλα πια εδώ κάτω τελειώνουν. Είναι αλήθεια πως μαζί με την ψυχή της έμενε το τραγούδι. Μα και αυτό δεν ήταν παρηγοριά, δεν ήταν ξαλάφρωμα, μα σαν ένα λεπίδι που η ίδια το’ μπηχνε, με μια οδυνηρή οδύνη, στην καρδιά της. Τα στερνά της τραγούδια είναι γοερές κραυγές που την ξέσκιζαν να βγουν, και που μας ξεσκίζουν και μας.

Για την Πολυδούρη αληθινά μπορεί να ειπωθεί ότι κάηκε στην φλόγα της αγάπης. Θερμή, ασυγκράτητη φύση, η μεγάλη αυτή ασυλλόγιστη ρίχτηκε στον έρωτα με παραφορά, με φρενίτιδα. Τίποτε δε λύγισε, τίποτε δε φειδωλεύτηκε, τίποτε δε λογάριασε με μια πυρετώδη ανυπομονησία, σαν να προαισθανόταν πόσο λίγο θα βαστούσε γι’ αυτήν η γλυκειά σπίθα της ζωής, ασώτεψε τον εαυτό της, λες και δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, λες και υπάκουε σε κάποιο μυστικό, υπέρτατο πρόσταγμα.

Το έργο που μας αφήνει -δυο συλλογές (λένε ότι έγραψε και ένα -ανέκδοτο, ακόμη- μυθιστόρημα)– είναι σαν ένας ατελείωτος πίνακας καμωμένος από τις θολοκόκκινες πινελιές του πάθους και απ’ του πόνου τις πιο μελανές. Μια λυρική ιστορία, όπου βογγούνε και αφροκοπούν όλες οι φουρτούνες που ξυπνούν σε μια ψυχή καμωμένη για τη χαρά, όταν η ψυχή αυτή χτυπηθεί απ’ την Μοίρα μες «στην καλή και την γλυκειά της ώρα». Δεν υποτάχθηκε στη μοίρα της η Πολυδούρη, γιατί ποτέ κανείς δεν μπορεί να υποταχθεί σε μοίρα τόσο άδικη. Το μόνο φως που θαμπογελά μες στο έργο της πάλι απ’ την πονεμένη της αγάπη το παίρνει.

Αυτή θα ήταν και το μόνο όπλο θα εκράτησε σφιχτά ως το τέλος μες στα σωμένα, τρεμάμενα χέρια της, για να αντιπροβάλει στη Μοίρα. Την αγάπη της μόνο δεν μπόρεσε να της πάρει η φθορά που της τα πήρε όλα, ένα ένα. Την εκράτησε σφιχτά, σπασμωδικά, απεγνωσμένα ως το τέλος, πάνω στη μικρή και τόσο μεγάλη καρδιά της. Μα και η αγάπη τώρα δεν θα την αφήσει ολότελα να χαθεί. Η αγάπη που θερμαίνει με μιαν άσβηστη φλόγα το έργο της.

(Από τον «Νουμά»)

 

(376)