Ο Τριπολιτσιώτης φίλος μου, προχθές, υλοτόμησε παράνομα! Η ώρα ήτανε 10 το βράδυ, όταν εγκατέλειψε την ταβέρνα, και με το αγροτικό αυτοκίνητό του, έφυγε για το γειτονικό χωριό του όπου θα μετέφερε τα ξύλα που είχε υλοτομήσει τις προηγούμενες μέρες… από το δάσος στο οποίο όμορο ήτανε το χωράφι του…!

(Την ανωτέρω φάση, είχα να τη ζήσω από τα τέλη της 10ετίας του ’40 και αυτή του ’50… Κοίταξε που ξαναγυρίσαμε στα παλιά… στα χρόνια της δυστυχίας…)!

Η Τρίπολη ζεσταινότανε με σόμπες, εκείνα τα χρόνια…· όχι με τζάκια τα οποία ήτανε δείγμα χωριού και καθόλου είχαν «ελίτικο» χαρακτήρα αφού, εκείνα τα χρόνια, δεν υπήρχανε «μεζονέτες» και τα συνακόλουθα… αλλά, όπως είπαμε, τζάκι σήμαινε χωριό… οπότε, καθετί το χωριάτικο δεν είχε θέση στην αστική κοινωνία της Τρίπολης… η οποία ζεσταινότανε, βασικά, με μικρές ημιμαντεμένιες σόμπες· οι λιγότεροι φτωχοί είχανε μαγκάλι με μπρονζέ επικάλυψη και οι πάμπτωχοι τσίγκινο μαγκάλι ή φουφού ή σχέτη λαμαρίνα στο έδαφος… Η στόφα -μαντέμι συν τσίγκος σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου…- ήτανε δείγμα, ελαφρώς, ευκατάστατης οικογένειας από χωριό… και μπήκε στην αγορά περί το ’55…

Τόσο οι σόμπες και οι στόφες όσο και τα μαγκάλια και οι φουφούδες έκαιγαν ξύλα… Τα πλουσιόσπιτα θερμαίνονταν με πελώριες μαντεμένιες θερμάστρες που τις τοποθετούσαν στο κέντρο του σπιτιού -στο χολ- και με ανοιχτές τις πόρτες των δωματίων ζεσταινότανε όλο το σπίτι… βοηθούσης και της κουζίνας η οποία ήτανε, κι αυτή, ένα είδος μικρού τζακιού…

Περί το ’50 ήλθε στην επιφάνεια το πριονίδι… Κι εδώ, τα φτωχόσπιτα αγόραζαν από τα εργοστάσια της Τρίπολης: Γαργαλιώνη, Μαυρόγιαννη, Καψιμαλάκου… πριονίδι σε τσουβάλια της ρίγας… το οποίο και αποθήκευαν σε στεγνές μικραποθήκες και πλυσταριά… Γέμιζαν τις σόμπες -ήταν ειδικές σόμπες, λαμαρινένιες, αφήνοντας στο κέντρο τους κυλινδρικό κενό αλλά και κενό κάτω…· γέμιζαν τη σόμπα το πρωί… και κρατούσε μέχρι το απόγευμα… Έδινε μεγάλη θερμότητα… τόση που κοκκίνιζε η λαμαρίνα και δεν μπορούσες να σταθείς δίπλα της! Κυρίως, τα καφενεία -όχι τα καλά- έκαιγαν πριονίδι… αλλά και τα φτωχόσπιτα αφού το πριονίδι σήμαινε φτήνια και όχι καθαριότητα…!

Βασικά, ως καύσιμη ύλη, εκείνα τα χρόνια, χρησιμοποιείτο το ξύλο… το οποίο, σταθερά, το προμήθευαν τ’ ανωτέρω τρία εργοστάσια… συν δυο τρία αλλά, μικρότερα, όπως της Νίτσας στο τρένο, του Σιόλα στη Θεοφιλοπούλου, του Καγιαννά στην παλιά Πυροσβεστική… Ήτανε ξύλα από δάση… ήτοι έλατο, πεύκο κέδρο… αλλά κι ελιές και άλλα ακαθόριστα… τα οποία υλοτομούσαν, νόμιμα και παράνομα, αυτά τα εργοστάσια -με την άδεια και υπόδειξη, ή όχι, του Δασαρχείου- ή αγόραζαν μεγάλα τεμάχια κομμένων κορμών από Μαίναλο και Πάρνωνα τα οποία έφερναν φορτηγά, όπως των Αφών Μαρινάκου, Λαμπρόπουλου… και τα οποία τεμάχιζαν, οι μηχανές των εργοστασίων, πρώτα στον καταρράκτη και μετά στις πριονοκορδέλες… σε μικρότερα κομμάτια, ανάλογα με τις θερμάστρες… -για τις μικρές σόμπες 20-30 εκ. μήκος και για τις στόφες και τις μεγάλες των πλουσιόσπιτων ίσως και μισό μέτρο μ’ 60 πόντους!

Την Τρίπολη, βασικά, ξύλα προμήθευε ο Φάλανθος… με τα χωριά του… από παράνομα υλοτομημένα του Μαινάλου! Οι χωρικοί υλοτομούσαν, κρυφά, μέσα στο δάσος την ημέρα, και τη νύχτα, με τα μουλάρια, τα έφερναν στην Τρίπολη, πριν φέξει και τους πάρουν είδηση, οι δασικοί… Τα έφερναν και προμήθευαν σπίτια και φούρνους… Στους φούρνους, δεν χρειάζονταν κόψιμο ώστε να γίνουν μικρότερα αλλά όπως ήταν… Όμως, στα σπίτια, τα μισού κι ενός μέτρου ξύλα, έπρεπε να τεμαχιστούν… κάτι που γινότανε με πριόνι ή με τσεκούρι, από το αφεντικό και τους άνδρες του σπιτιού ή από πριονοκορδέλα που ήτανε περιπλανώμενη στην Τρίπολη επάνω σε τρακτέρ…

Τα ξύλα, για τους Φαλάνθιους χωρικούς, μπορεί να ήταν ένα καλό έσοδο, όμως ήτανε ένα διαρκές χτυποκάρδι· ένα θρίλερ! Κινούσαν, με τα μουλάρια, από την Αλωνίσταινα, από την Πιάνα, το Ροεινό, τη Ζαράκοβα…· κινούσαν από τις 11 και 12 τη νύχτα ώστε να φτάσουν, στην Τρίπολη, αφώτηγα! Κι έφταναν γύρω στις 5 κι 6 το πρωί οπότε κατευθύνονταν στα προκαθορισμένα σπίτια και φούρνους… Σε μηδέν χρόνο έλυναν τις τριχιές αφού τα ξύλα δένονταν με θηλιές και όχι με κόμπους, έριχναν τα ξύλα κάτω, έπαιρναν τα λεφτά και όπου φύγει, φύγει…!

Στη συνέχεια, έδεναν τα μουλάρια στα χάνια του Σινάνη, του Σινόπουλου, του Κολοκυθώνη… και με το άνοιγμα των μαγαζιών, αγόραζαν τα χρειαζούμενα (μακαρόνια, καφέ, τυρί, ρύζι, ζάχαρη, μπακαλέο…), πλήρωναν τον ταβερνιάρη που τάιζε όλη την εβδομάδα ή όλο το μήνα το παιδί ή τα παιδιά που πήγαιναν στο Γυμνάσιο, πλήρωναν το νοίκι της κάμαρας στην οδό Χρονά ή στην Κεφάλα, στην Ταξιαρχών ή στην 25ης Μαρτίου…, άφηναν το καρβέλι το ψωμί με το σβώλο το τυρί στο δωμάτιο, καν’ αυγό και καμιά πατάτα…, λίγα λεφτά για κανά γλυκό από του Θοδόση… και βάδιζαν για την ταβέρνα με τον κουμπάρο… για καμιά κούπα ξεροσφύρι ή στο μαγερειό… οπότε, περί το μεσημέρι, έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού… από το Νοσοκομείο, ίσια πάνω, Συλίμνα, Νταβιά…

Από πλευράς Δασαρχείου… ναι μεν έβλεπαν με συμπάθεια τον αγώνα των Φαλάνθιων να ζήσουν τις οικογένειές τους και τα παιδιά τους, να τα μορφώσουν… από την άλλη, όμως, έπρεπε να κάνουν το καθήκον τους… Είχαν δύο «κέρβερους» δασικούς, τον Λεωνίδα και τον … που, κι αυτοί, από τα πάργιουρα, έπιαναν τα περάσματα… που θα περάσουν οι χωρικοί για να τους πιάσουν! Έτσι, ουκ ολίγες φορές ξεπετάγονταν μπροστά τους…! Δεν υπήρχε χειρότερο πράγμα, να είναι Σάββατο, να περιμένουν τα παιδιά πώς και πώς τον πατέρα… να ‘ρθει με τον σερμεντζέ, από τα ξύλα, ώστε να καλύψουν τις ανάγκες τους… και ο πατέρας, να μένει αμανάτι… Τζάμπα οι, μιας ‘βδομάδας κόποι, να κόβουν τα ξύλα…, τζάμπα και ο μόχθος τους να τα φορτώσουν και να τα κουβαλήσουν, τζάμπα η αγωνία…! Και αυτοί οι δασικοί «δεν λύγιζαν»! Μάταια, οι χωρικοί τους θερμοπαρακαλούσαν κι έφταναν να πέφτουν στα γόνατα…! Δεν υπήρχε χειρότερο πράγμα, να σου ξεπετάγονται, την τελευταία στιγμή στου Μπαλαμπίνη… ενώ, μετά δυο τρία λεπτά, θα είχες φτάσει στους δρόμους της Τρίπολης και θα χανόσουνα στα σοκάκια…!

Οι παλιοί, θα θυμούνται τις παγερές νύχτες το γκράπα γκρούπα από τα πέταλα των μουλαριών… στους χωματόδρομους της Τρίπολης, χειμώνα καιρό, με κρύα, βροχές και χιόνια… Γραφικά ακούσματα, γραφικές εικόνες…  ενώ, όχι κάπως έτσι, αλλ’ έτσι ακριβώς, μεγάλωσαν τα παιδιά τών, τότε, χωρικών που πήγαιναν στα Γυμνάσια της Τρίπολης και, κατόπιν, έγιναν μεγάλοι και τρανοί… Αυτά να θυμούνται, οι σημερινοί Φαλάνθιοι… και, αν υπάρχει το μνήμα των γωνιών τους, ας πηγαίνουν να τους βάζουν κανά κερί!

Ν.Γ.

Υ.Γ.:

Στην Υψούντος, και απέναντι από το εργοστάσιο, του Γαργαλιώνη, είχε δίπατο σπίτι, ο μπάρμπας μου, ο Γιώργης, ο Κωστόπουλος, όπου ζούσε με τη γυναίκα του, τη Μαριγούλα, και τα παιδιά τους, τον Κώστα, την Ευανθία και τον Σταύρο… Σ’ αυτό το σπίτι, το σπίτι του αδελφού της, ήλθε κι έμεινε κι η μάνα μου, από το Ροεινό, από το 1935…

Όταν πληροφορήθηκε, ο μαστρο-Γιώργης πως, η σεχιώτισσα γυναίκα που παντρεύτηκε, η κυρα-Μαριγούλα, ήτανε αγράμματη…, το έφερνε βαρέως και την «καταδίκασε να μη βγει, ποτέ, από το σπίτι της»! Έτσι, η καϋμένη, η θεια, έμενε μέσα…· ήτανε μια απλή, καλοσυνάτη γυναίκα, καλή νοικοκυρά… όμως, ποτέ, δεν έμαθε ούτε τα λεφτά… μέχρι που έκλεισε τα μάτια της… τη 10ετία του ’60…!

Εκείνο το χειμωνιάτικο πρωί -λίγο πριν το ’40-  έφυγε ο μαστρο-Γιώργης για το τσαγκάρικο που είχε στην Ταξιαρχών… λέγοντας, στην κυρα-Μαργούλα, «κοίταξε μην περάσει κανάς χωρικός με ξύλα, πάρε κανα φόρτωμα…» και της άφησε τα λεφτά…

Πράγματι, πέρναγε ο χωρικός και, η θεια, βγήκε στο πεζούλι…:
– Πόσο το φόρτωμα, ρωτάει τον χωρικό…
– Δεκαπέντε, ήτανε η απάντηση…
– Πολλά ζητάς· αν θες είκοσι ρίχτα κάτω!!!

Τη στιχομυθία, ευτυχώς, την άκουσε η μάνα μου, που ήτανε πίσω στο κουζινάκι οπότε κι επενέβηκε με το
– Ρε Μαργούλα, το 20 είναι πιο πολλά από το 15…!

Αυτός ήτανε ο κόσμος, τότε, αγράμματος, αγνός κι αδιαβόλευτος!

(Όμως, η ιστορία της κυρα-Μαργούλας… έχει πολλά τα οποία θα διηγηθούμε άλλοτε…).

(1096)