Έως και τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, χιλιάδες Έλληνες από την Πελοπόννησο, την Ήπειρο και τη Στερεά Ελλάδα, ταξίδευαν μαζικά στις Ηνωμένες Πολιτείες Πολιτείες για να γλιτώσουν από την πείνα και τη φτώχεια.

Μετανάστες καταφθάνουν στο Ellis Island

Ντυμένοι παραδοσιακά έμπαιναν στα καράβια και ταξίδευαν με προορισμό το Ellis Island της Νέας Υόρκης. Η βασική αιτία που τους οδηγούσε σε αυτή την απόφαση ήταν η οικονομική κατάρρευση που δημιουργήθηκε μετά την κρίση της σταφίδας, που ήταν το βασικό εξαγωγικό προϊόν της Ελλάδας προς τη Γαλλία. Όταν οι εξαγωγές μηδενίστηκαν, επειδή η Γαλλία βασίστηκε πάλι στη δική της παραγωγή, χιλιάδες αγρότες καταστράφηκαν και αποφάσισαν να μεταναστεύσουν. Βασανισμένοι και με πολύ κόπο οι μετανάστες άρχισαν να χτίζουν τη ζωή τους στη νέα πατρίδα. Μία δουλειά και ένα σταθερό εισόδημα, όχι μόνο θα τους επέτρεπε να ζήσουν καλύτερα, αλλά και να στείλουν λεφτά στην οικογένεια τους. Αρχικά πίστευαν ότι θα επιστρέψουν σύντομα αλλά τα χρόνια πέρναγαν και το κομπόδεμα ποτέ δεν ήταν αρκετό.
Με τα χρόνια όμως αισθάνονταν την ανάγκη να δημιουργήσουν δική τους οικογένεια.
Γυναίκες μετανάστριες δεν υπήρχαν. Μόνο οι άνδρες έφευγαν από την Ελλάδα.
Όμως δεν συζητούσαν να παντρευτούν μια ξένη. Άλλωστε οι πιο πολλοί δε μιλούσαν αγγλικά!
Πώς θα συνεννοούνταν; Έτσι οι περισσότεροι από τους μετανάστες γυρνούσαν στην Ελλάδα και πήγαιναν στα χωριά τους προκειμένου να βρουν τη γυναίκα της ζωής τους και να γίνει το συνοικέσιο.

Τα προξενιά με τις φωτογραφίες

Η μία λύση ήταν το προξενιό, το οποίο προγραμματίζονταν πριν ακόμα φτάσουν στην Ελλάδα. Όταν δεν υπήρχε γνωριμία στον στενό κύκλο, το ρόλο αυτό αναλάμβανε η εκκλησία. Ο γαμπρός γνώριζε τη νύφη, κανόνιζε το προικοσύμφωνο και την έπαιρνε αμέσως μαζί του στο ταξίδι της επιστροφής ή γυρνούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες και την περίμενε να έρθει αργότερα. Ο άλλος τρόπος για να βρουν γυναίκα από την Ελλάδα ήταν μέσω γραμμάτων. Οι γαμπροί μετανάστες έβγαζαν φωτογραφίες και μαζί με ένα γράμμα τις έστελναν στο χωριό για να τους δει η υποψήφια νύφη. Σε αυτή την περίπτωση οι καταστάσεις ήταν κωμικοτραγικές. Οι μεγαλύτεροι, που είχαν ταλαιπωρηθεί από τις κακουχίες, έστελναν παλιότερες φωτογραφίες ή ζητούσαν από τους φωτογράφους να διορθώσουν το πορτρέτο τους ώστε να δείχνουν όμορφοι. Τι πιο ανθρώπινο;

Οι νύφες γοητεύονταν από τους γαμπρούς, αλλά όταν έφθαναν στην Αμερική και έβλεπαν ότι είχαν ξεγελαστεί, έψαχναν τρόπο να ξεφύγουν και να γυρίσουν πίσω. Το ίδιο όμως έκαναν και οι μετανάστες. Περίμεναν με τη φωτογραφία στο χέρι μέχρι η νύφη να κατέβει από το καράβι. Όταν κατέβαινε και δεν ήταν έτσι όπως τη φαντάζονταν, την παρατούσαν. Πολλές γυναίκες που ταξίδεψαν από την Ελλάδα στην Αμερική βρέθηκαν να περιπλανώνται στις μεγάλες λεωφόρους της Νέας Υόρκης. Μόνες, χωρίς βοήθεια από κανέναν και χωρίς χρήματα να πληρώσουν το εισιτήριο της επιστροφής με το καράβι! Φυσικά αυτές οι ιστορίες δεν ήταν γενικευμένες αλλά παράμετροι ενός φαινομένου που σκοπό είχε να αποκατασταθούν και οι άνδρες και οι γυναίκες γιατί προφανώς στην Αμερική δεν πήγαινα όσες έβρισκαν καλούς γαμπρούς στο χωριό τους.

Η κατάθλιψη και οι αυτοκτονίες

Υπάρχουν όμως και περιστατικά που οι κοπέλες αυτοκτόνησαν και βούτηξαν στα νερά του Εllis Island. Κάποιες βρέθηκαν στον υγρό τάφο, είχε αφηγηθεί ο συγγραφέας, Θεόδωρος Μπρεδήμας στη «Μηχανή του Χρόνου».

Κάποιοι γάμοι χάλασαν πριν καν γίνουν, ενώ πάρα πολλά προξενιά ολοκληρώθηκαν με επιτυχία. Το πραγματικό δράμα όμως για τις γυναίκες άρχιζε μόλις έφταναν στην Αμερική. Δεν γνώριζαν τη γλώσσα, δεν είχαν φίλες ή συγγενείς και αντιμετώπιζαν συνεχώς προβλήματα προσαρμογής στο νέο περιβάλλον. Σύμφωνα με τη συγγραφέα Κωνσταντίνα Καλλίνικος, η οποία έχει γράψει το βιβλίο «American Aphrodite” βασισμένο σε μαρτυρίες γυναικών που παντρεύτηκαν με προξενιό, η ζωή για αυτές ήταν μία κόλαση. Κλεισμένες μέρα-νύχτα στα σπίτια περίμεναν καρτερικά τους άντρες να γυρίσουν από τη δουλειά για να τους φροντίζουν. Όπως αναφέρει η συγγραφέας, οι περισσότερες από αυτές έπεσαν σε κατάθλιψη.

Θυμάται τη μαρτυρία μιας Ελληνίδας. Μέρα-νύχτα καθόταν σε μια κούνια και χάζευε. Καθόταν και κουνιόταν μόνη της. Έκανε δουλειές, τάιζε τον άντρα της, ο οποίος όλη μέρα έλειπε από το σπίτι. Εκείνη ήταν μόνη της. Η κούνια ήταν η παρηγοριά της. Ξεχνιόταν. Έβλεπε το φανάρι και περίμενε να αλλάξει χρώματα, από κόκκινο, να γίνει κίτρινο, πράσινο και πάλι από την αρχή. Καθόταν και μετρούσε τις αλλαγές. Είχε πάθει κατάθλιψη.
Δεν ήξεραν να χειριστούν ούτε καν τις οικιακές συσκευές, όπως την κουζίνα το ψυγείο και οτιδήποτε άλλο, καθώς δεν τα είχαν ξαναδεί ποτέ. Πολλές γυναίκες θέλησαν να μάθουν τη γλώσσα. Λίγες όμως τα κατάφεραν, καθώς σπάνια οι άντρες τις άφηναν να πάνε σε νυχτερινό σχολείο και να μάθουν αγγλικά. Ο μόνος τρόπος ψυχαγωγίας ήταν η εκκλησία. Εκεί γνώριζαν κι άλλες Ελληνίδες που είχαν ακριβώς τα ίδιο προβλήματα. Οι περισσότερες κατέληγαν τελικά κουμπάρες. Η μία βάπτιζε το παιδί της άλλης ώστε να έχουν συντροφιά να κάνουν παρέα και να μπορούν να εμπιστεύονται κάπου τα παιδιά τους όταν είχαν ανάγκη. Όταν τα χρόνια πέρασαν, πολλές ενσωματώθηκαν στην κοινωνία και ανάλογα με τα οικονομικά της οικογένειας κάποιες κατάφεραν να πιάσουν δουλειά σε φάμπρικες. Πάντα υποαμοιβόμενες και πάντα στις πιο δύσκολες εργασίες.
Ο βασικότερος λόγος ήταν ότι δεν γνώριζαν τη γλώσσα και οι Έλληνες άργησαν πολλά χρόνια να αποδεχτούν ότι η μετανάστευση ήταν μόνιμη και η ενσωμάτωση η μόνη επιλογή για πραγματική προκοπή.

(29)