Τώρα, εξηγείται –ή, μάλλον, δεν εξηγείται, τώρα· τώρα το κατάλαβα, εγώ-, γιατί, εν Αθήναις, τον 15αύγουστο, παλιότερα, δεν έμενε «κουτσή κουρούνα»… Όχι· δεν έρχονταν για να βάλουνε ένα κερί στους αποθαμένους τους αφού, σ’ αυτούς, βάζανε, ολοχρονίς, μιας κι αριβάριζαν κι άλλα σαββατοκύριακα στη γενέτειρα, καθότι, το χρήμα “έρεε κι από τα μπατζάκια μας”… Ούτε έρχονταν για να πιούνε νερό απ’ την πηγή του χωριού τους, ούτε για να περπατήσουνε στα διάσελα αφού, κι αυτό, τ’ απολαμβάνανε, ολοχρονίς… Και, τέλος πάντων, μπορεί να ‘ρχονταν και για όλ’ αυτά όπως και για να συναντηθούνε μεταξύ τους ή να… Για εκείνο, για το οποίο βουλιάζανε τα χωριά μας, από κόσμο, κατά τον 15αύγουστο, παλιότερα, ήτανε τα Πανηγύρια! Το Πανηγύρι του χωριού τους και τα Πανηγύρια των γύρω χωριών!

Γι’ αυτά έρχονταν, γι’ αυτά θα ‘ρχονται όσο ζούνε κι αντέχουνε τα πόδια τους κι έχουνε κάποια χρήματα, κι αυτά θα ονειροπολούνε στη δεύτερη –αν υπάρχει– ζωή! Ούτε για να φάνε ούτε για να πιούνε έρχονταν στα Πανηγύρια, αφού όλοι παραφαγωμένοι και παραπιωμένοι ήτανε… Έρχονταν και έρχονται για ν’ ακούσουνε νταούλι και κλαρίνο… και να χορέψουνε! Εμείς οι «καλαμαράδες» και οι «δήθεν πολίτες» και οι «δήθεν καμία σχέση έχοντες με το χωριό», δεν μπορεί να καταλάβουμε, ούτε να μπούμε στο πετσί τού διερχόμενου -προς τα κάτω- «τ’ αυλάκι» αυτές τις μέρες τ’ Αυγούστου… «Ψυχή τε και σώματι», έρχονται για το δικό τους πανηγύρι και τα πανηγύρια τών γύρο χωριών…! Το ‘χουνε στο είναι τους, το ‘χουνε στο πετσί τους… το Πανηγύρι «οι κατερχόμενοι Χωριάτες» -όλοι χωριάτες είμαστε- από τας Αθήνας ή τας Πάτρας ή τας Καλάμας ή τας… προς Αρκαδία μεριά… Μοιάζουνε μ’ εκείνα τα ψάρια που, από ένστικτο, παίρνουνε το δρόμο της επιστροφής και μετά κοπιώδες ταξίδι και χίλια δυο εμπόδια φτάνουνε· φτάνουνε, γεννάνε, και πεθαίνουνε, εκεί! Κάπως, έτσι, μοιάζουνε και όλοι οι Κατερχόμενοι… Αν έπρεπε να πεθάνουνε, δεν θα επέλεγαν…, πού, αφού τό «τετέλεσται, θέλω, να μου συμβεί, στο Πανηγύρι του Χωριού μου»!

Ιεροτελεστία, σκέτη, το Χωριάτικο Πανηγύρι… Κάθονται κατά οικογενειακές παρέες κάτω από τον πλάτανο ή την καρυδιά… Ο αρχηγός -εν είδει Χριστός στο υπερώο του Μυστικού Δείπνου- βοηθούμενος από τα μικρότερα παιδιά ψωνίζει τη γουρνοπούλα, τις μπύρες ή το κρασί, το ψωμί, τα πλαστικά ποτήρια και πιατοπήρουνα, τ’ αλατοπίπερο… Δεν υπάρχει μαχαίρι; το χέρι έχει τον λόγο και γίνεται μαχαίρι… Ελάχιστα τρώνε· περισσότερο για να λιπάνουνε τη μηχανή και να μπούνε στο κέφι… Η ορχήστρα –η καλή είναι μία στις δέκα– αυτοσχεδιάζει με κρυομάρες…, λες και δεν πρόκειται να σηκωθεί κανείς να χορέψει… Θυμίζει λίγο “ουβερτούρα πριν την όπερα”… Όμως, αυτό το χορευτικό κενό είναι ο χρόνος της αναγνώρισης… Όπως δύο παλαιστές ή δύο στρατοί που διαθέτουνε, προηγουμένως, αναγνωριστικό χρόνο και χρόνο προετοιμασίας…

Σε κάποια φάση, ο επικεφαλής Πρόεδρος, ανεβαίνει και παίρνει το μικρόφωνο: «Αδέλφια μου, αλήτες, πουλιά, καλώς ορίσατε στα πάτρια εδάφη…· παρακαλώ, τα Μέλη του Δ.Σ. να περάσουνε και να ν’ ανοίξουνε το χορό…». Αυτό είναι· μετά την εκκίνηση η, μέχρι πρότινος, νεκρή πίστα, φουλάρει! Γέροι και νέοι, άντρες και γυναίκες, χοντροί κι αδύνατοι –πρέπει να το λέμε, κι αυτό, τώρα- όλοι τους στην πλατεία, γραβατοφορεμένοι και μη, με τον παπά στην κεφαλή…· ο χορός αρχίζει περί ώρα 9 τη νύχτα και κρατάει, όχι μέχρι το πρωί αλλά σε λογικά πλαίσια… και τούτο διότι δεν υπάρχει χαρτούρα κι επομένως παραγγελιά, πλέον… Οι «βαρείς» και οι «εξπέρ» του είδους, δηλ. οι «ζογκλέρ» του Τσάμικου και του Καλαματιανού, περιμένουνε ν’ αραιώσει η πίστα οπότε ανεβαίνουνε τις πρώτες ώρες μετά τη 12η!

Όσο για τα τσιφτετελοειδή, αυτά δίνουνε και παίρνουνε, την σήμερον ημέραν…· είδος ξενόφερτο για τον «σοβαρό πισινό» του Έλληνα και της Ελληνίδας ενώ, κάποιο μικρό ρεπερτόριο βορειοηπειρώτικο ή αλλοδαπίσιο θα παιχτεί… Κι εσύ, «ο πολίτης, ο σνομπάρων τους Χωριάτες» κάθεσαι κούκος· έρμος και μόνος στο τραπέζι και γελάς ηλίθια, και κρυώνεις όταν οι άλλοι είναι αναψοκοκκινισμένοι από τις φούρλες, το λίκνισμα, το χτύπημα του ποδιού… σκηνές και χαρές ανεπανάληπτες που, οι ερχόμενοι στα Χωριά, τις παίρνουνε μαζί τους, για όλο τον χειμώνα, μέχρι τον άλλο 15αύγουστο… Κι αυτή είναι η ζωή… Η ζωή, δεν είναι ο «καθωσπρεπισμός» της πλ. Άρεως ούτε… Αν δεν κόψεις και δεν φας με τα χέρια τη γουρνοπούλα κι αν δε λιγδωθείς, αν δεν χορέψεις και δεν ιδρώσεις μέχρι την κωλοτρυπίδα σου… δεν μπορείς να καταλάβεις γλέντι, ξεφάντωμα, ζωή!

Κι εσύ, λοιπόν, κύριε ή κυρία της πλ. Άρεως και του Κολωνακίου, άσε τους ψευτοσνομπισμούς και κατέβα τα σκαλοπάτια απ’ όπου ξεκίνησες… Θα πεθάνεις, και θα σε ρωτήσει ο Άγιος Πέτρος, «πήγες σε πανηγύρι;»… Φαντάσου, να πεις, όχι· «στο πυρ το εξώτερον» θα διατάξει, διότι, ο Θεός, σου ‘δωσε τη ζωή, να τη ζήσεις· κι εσύ αμπελοφιλοσοφείς συμπεριφερόμενος ως το άνθος «μη μου άπτου»!

Αγήνωρ

Υ.Γ.:
1)Φέτος, τα πανηγύρια μας ήτανε ισχνά απ’ άποψη προσέλευσης…· κυρίως, τα τροφοδότησαν οι, εν Τριπόλει… αφού οι, εν Αθήναις, με τι “μόμολα” να κάνουνε κατά κα…Και να ‘τανε, μόνο, φέτος… Θα περάσουνε χρόονια να ξαναδούμε γεμάτα τα πανηγύρια μας…· και μήπως δεν τα δούμε, ποτέ, αφού οι μεγάλοι θα ‘χουνε “αναληφθεί” και οι μικροί δεν θα ξέρουνε από πανηγύρια…

2)Όσοι επιθυμούνε, να ξανάρθουνε και να ξαναχορέψουνε του χρόνου στο πανηγύρι τους, να φροντίσουνε, όλο τον χειμώνα, ν’ αδυνατίσουνε… Δεν μπορείς να φανταστείς, εσύ χοντρέ κι εσύ χοντρή, πόσο αηδιαστικός ή αηδιαστική είσαι… Φαντάσου, χοντρέ, να χορεύει ένας ελέφαντας τσάμικο ή καλαματιανό… Έτσι μοιάζεις, μ’ ελέφαντα χορεύοντας… Κι εσύ χοντρή, όποτε, η τηλεόραση, δείξει Αρκούδα να χορεύει, σκέψου πως μοιάζεις με υπερμεγέθη αρκούδα χορεύοντας στο ταψί… Και, δεν είναι ότι είσαι αηδία, χτυποκαρδίζεις και τον κοσμάκη, από κάτω που σε βλέπει, μπας και σου ‘ρθει ταμπλάς! Μα… μα και ξεμά, οι χοντροί, δεν χορεύουν κι ούτε τολμάνε να παρουσιαστούνε στην πίστα… γιατί γίνονται «ρεντίκολο των σκυλιών»!

3)Κάποιες Κυρίες, ας κρατήσουνε τα ντουζένια τους· ο τσάμικος είναι χορός αντρίκιος… Υπάρχουνε άλλοι χοροί για γυναίκες… Η γυναίκα, αν θα χορέψει τσάμικο, θα τον χορέψει σεμνά και ταπεινά, να την κρατάει δικός της άνθρωπος και να μη χτυπάει το πόδι· γιατί χάνει τη θηλυκότητα της! συμφωνείς, Θόδωρε, από του Ντάρα;

4) Με κοντοβράκι και παπούτσι «ελβιέλα» δεν χορεύεται Ζεϊμπέκικο… Ας μάθει, ο «χαλβάς κύριος», που προσπαθούσε να χορέψει Ζεϊμπέκικο σύμφωνα με τις πενιές του μπουζουξή οπότε ο κώλος του πήγαινε σαν «της φτερούς» ότι, το Ζεϊμπέκικο, δεν χορεύεται σύμφωνα με τις πενιές αλλά πάνω στο ρυθμό της μπότας της «γκραν κάσα»! Αν η Κυρία δεν είναι «αντράκι», δεν μπορεί να χορεύει Ζεϊμπέκικο αλλά δύναται να συνοδεύει, με παλαμάκι, τον άντρα που το χορεύει… Γκέγκε;

(188)