Πανελλήνιος τύπος. Ο παλιότερος όλων. Ο πατριάρχης των τύπων, που κατέκλυσαν κατόπιν την πρωτεύουσα της Ελλάδας. Έζησε στο βουνό, μέσα στις φλόγες και το χαλασμό της Επανάστασης του 1821.

Ο Τσοπανάκος γεννήθηκε στη Δημητσάνα στα 1789. Το πραγματικό του ονοματεπώνυμο ήταν Παναγιώτης Κάλλας. Μα ο λαός και οι αγωνιστές του ’21 που τον υπεραγαπούσαν, τον φώναζαν Τσοπανάκο, ίσως γιατί έμοιαζε με τσοπανόπουλο, έτσι κοντούλης που ήταν, πιο κοντός απ’ τη γκλίτσα που κρατούσε! Η φύση είχε φανεί, όχι μητέρα, αλλά μητρυιά στον κακότυχο Τσοπανάκο. Ήρθε στον κόσμο σωστό έκτρωμα!… Ο άμοιρος Παναγιώτης, ήταν κοντούλης, νάνος σχεδόν, καμπούρης, με στραβά πόδια. Ένας απόγονος του Θερσίτη, πιστό αντίγραφο του Κουασιμόδου. Μα ο στραβοπόδης αυτός καμπούρης ήταν τετραπέρατος. Το πνεύμα του σπινθηροβολούσε. Όταν μιλούσε, τα παλληκάρια του αγώνα κρέμονταν από τα χείλη του. Τ’ αστεία του προκαλούσαν ακράτητα γέλια.

Μικρός ο Τσοπανάκος φοίτησε στην περίφημη σχολή της Δημητσάνας. Μα, έτσι μίζερος και κακοφτιαγμένος, όπως ήταν αναγκάστηκε ν’ αφήσει πολύ γρήγορα το σχολείο. Διψούσε όμως για μάθηση ο φτωχός καμπούρης. Πήγαινε λοιπόν στα σπίτια των άλλων μαθητών και μελετούσε μαζί τους. Έτσι απόχτησε, με τη φυσική εξυπνάδα που είχε, αρκετή μόρφωση για την εποχή που ζούσε.

tsopanΉταν μαθητής ακόμα ο Τσοπανάκος, όταν άρχισε να γράφει στίχους. Στίχους, αρκετά πετυχημένους, αν αγαπάτε, με τους οποίους σατύριζε τα στραβά και τ’ ανάποδα της μικρής κοινωνίας της πατρίδας του. Τους στίχους του αυτούς ο καμπούρης ποιητής τους διάβαζε μεγαλόφωνα στο παζάρι και σ’ άλλα κέντρα της Δημητσάνας. Κι’ όταν τελείωνε την απαγγελία, άρχιζε να τους τραγουδάει, γιατί είχε κι ωραία φωνή. Είχε γίνει δηλαδή ένα είδος ζωντανής σατυρικής εφημερίδας, που όλα τα σχολίαζε κι όλα τα καυτηρίαζε. Και κανένας δεν τολμούσε να του βάλει χέρι. Γιατί έλεγε την αλήθεια κι ο λαός τον αγαπούσε.

Όταν εξερράγη η Επανάσταση, ο Τσοπανάκος, άρχισε να εξυμνεί τους ηρωισμούς και τα αθάνατα κατορθώματα των γιγαντομάχων του αγώνα. Την εποχή αυτή ο λαός τον βάφτισε Ομηρίδιον. Γιατί όπως ο Όμηρος, έτσι κι αυτός έψαλλε τις παλικαριές των ηρώων. Δεν περιοριζόταν όμως στην εξύμνηση των αγωνιστών ο Τσοπανάκος. Κυνηγούσε άγρια και καυτηρίαζε με τους στίχους εκείνους που δίσταζαν να ριχτούν στη φωτιά του πολέμου.

– Εσύ, βρε Παναγιώτη, τον ρώτησε μια μέρα ένας απ’ αυτούς, γιατί κάθεται και δεν πας να πολεμήσεις;
– Πολεμώ κι εγώ, του απάντησε ο τετραπέρατος Τσοπανάκος. Πολεμώ, όχι με τ’ άρματα. Πολεμώ με τη λύρα, με τα τραγούδια μου!…
– Πώς βρε; Απόρησε ο χοντροκέφαλος χωριάτης.
Με τους στίχους που γράφω κάνω τα χέρια του Κολοκοτρώνη και του Νικηταρά ατσαλένια. Εγώ, με τα τραγούδια μου, ανάβω φλόγες στην καρδιά τους!

Τον ίδιο καιρό ο Τσοπανάκος, παρ’ όλο το σωματικό του χάλι, άρχισε να κάνει περιοδείες στις πόλεις και στα χωριά του Μοριά. Ακουμπώντας στην γκλίτσα του, με το ταγάρι στον ώμο, μέσα στο οποίο είχε λίγη μπομπότα και πολλά χειρόγραφα με στίχους, έφτανε ξαφνικά στην Τριπολιτσά ή στο Ναύπλιο, πήγαινε στο παζάρι, ανέβαινε σ’ ένα λιθάρι κι άρχιζε να τραγουδάει τους πατριωτικούς στίχους του. Ο λαός τον άκουγε κι ενθουσιαζόταν. Τραβούσε κατόπιν ο ακούραστος καμπούρης ποιητής για τα στρατόπεδα των Ελλήνων, όπου γινόταν δεκτός μ’ ένθουσιασμό. Ήταν φίλος των πιο ονομαστών καπεταναίων του ’21. Οι ηρωικοί αγωνιστές τον αγαπούσαν γιατί εξυμνούσε τα κατορθώματά τους και τους διηγόταν αλατισμένα και πιπεράτα ανέκδοτα και ιστορίες.

Κάποτε, ο Νικηταράς έστειλε δώρο στον Τσοπανάκο ένα κολοβό άλογο. Μόλις τα έλαβε ο ποιητής δεν ήξερε τι να το κάνει. Το άλογο ήθελε να φάει κι αυτός μόλις εξοικονομούσε το ψωμί του. Κάθισε τότε κι έγραψε στο Νικηταρά:
Το δώρο σου, Νικηταρά,
άλογο χωρίς ουρά!
Ή μου στέλνεις και κριθάρι,
ή σου στέλνω το τομάρι!…

Μια άλλη φορά, ο Τυρταίος αυτός της Επαναστάσεως, έγραψε στον Κολοκοτρώνη:
Ωρέ Γέρο του Μοριά,
θέλουμε ελευθεριά…
Άιντε, Γέρο, μάνι μάνι,
τράβατο το γιαταγάνι…
Να και μερικοί στίχοι από ένα θούριο του Τσοπανάκου:
Έλληνες τώρα άγωμεν
τα όπλα μας ας λάβωμεν,
η Πατρίδα μας φωνάζει
και ο Ρήγας μας διατάζει!…

Ο άτυχος Τσοπανάκος πέθανε νέος σχετικώς, στα 1825, σε ηλικία 36 χρόνων. Ο θάνατός του προήθλε από… λαιμαργία. Μια μέρα, εκεί που οδοιπορούσε στην ερημιά, βρέθηκε μπρος σε μια αγριαχλαδιά. Σκαρφάλωσε απάνω –πεινούσε φαίνεται πολύ ο δύστυχος– κι άρχισε να τρώει άγρια αχλάδια, χωρίς μέτρο και συγκρατημό. Το στομάχι του δεν μπόρεσε, φαίνεται, ν’ αντέξει σε τόσο βάρος και, μετά λίγη ώρα, ο τραγουδιστής του αγώνος έσκασε!…

Μετά την απελευθέρωση τα πατριωτικά τραγούδια του Τσοπανάκου εξεδόθησαν σ’ ένα μικρό τομίδιο, με ωραίες λιθογραφίες, εξαιρετικά σπάνιο σήμερα. Δεύτερη έκδοση των τραγουδιών του έγινε στην Αθήνα και στην Τρίπολη, προ 70 περίπου ετών. Αλλά κι αυτή σπανίζει πολύ σήμερα.

Υ.Γ.: Για τους ενδιαφερόμενους και τους συλλέκτες βιβλιογραφούμε εδώ τις δυο εκδόσεις των τραγουδιών του Τσοπανάκου:
Τσοπανάκου: Άσματα πολεμιστήρια του υπέρ Ανεξαρτησίας της Ελλάδος αγώνος, στιχουργηθέντα υπό Παναγιώτου Τσοπανάκου Δημητσανίτου κ.λπ. – Αθήναι – 1838 – 16ον – σελ. 99 – Εικ.4.
Τσοπανάκου: Άσματα και Ωδαί ηρωικαί ανώνυμοι – Αθήναι – 1878 – 16ον – σελ. 142.

(Από το περιοδ. “Θησαυρός”, Ν° 742, Φεβρ. 1953!)

(319)