του Θανάση Βαλτινού*

Γεννήθηκε στην Κυνουρία, στο χωριό Καράρτουλα. Ήταν της κλάσεως του 1919. Το φθινόπωρο του ’20, με ένα χρόνο καθυστέρηση, τον κάλεσαν στο στρατό να γυμναστεί. Παρουσιάστηκε στο Ναύπλιο, αμέσως μετά τις εκλογές του Νοεμβρίουτις εκλογές που έχασε ο Βενιζέλοςστα έμπεδα του 8ου πεζικού συντάγματος. Σαυτά τον κράτησαν τρεις μήνες, τον έκαναν πολυβολητή και ύστερα, μέσω Πειραιώς, τον έστειλαν να πολεμήσει στη Μικρά Ασία.

Εκεί, από τον Μάρτιο του ’21 ως τον Ιούλιο, έλαβε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις προς Εσκή Σεχίρκαι διακρίθηκε. (Ο ίδιος ο στρατηλάτης Κωνσταντίνος, ο γιος του Αητού, στάθηκε μπροστά του στο Αρχαίο Δορύλαιο και του κάρφωσε στο στήθος το Παράσημο.)

Δύο βδομάδες μετά, είκοσι τριών χρονών, στον μεγάλο ελιγμό της Στρατιάς για το αποφασιστικό χτύπημα, πέρασε την Αρμυρά Έρημο: Ημερόνυχτα πορεία μέσα στον μπουχό και τον ιδρώτα, χωρίς νερό αλλά με ακμαίο φρόνημα, μέχρι τον Γόρδιον. Πήγαιναν για την Κόκκινη Μηλιά.

Όταν έσπασε το μέτωπο, το ’22, πολλά χιλιόμετρα πια δώθε από τον Σαγγάριο, στο Αλή Βεράν, πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με τον στρατηγό Τρικούπη και τα υπολείμματα του Γ΄ Σώματος.

Ήταν η τελευταία τους μάχη. Από το στρατόπεδο του Ουσάκ επέζησεένας από τους τρειςκαι κοπανώντας για δεκαοχτώ μήνες χαλίκι, έφτασε ως την Κιλικία.

Στην ανταλλαγή, το ’24, εντελώς ανέλπιστα, με άλλους καμιά τριακοσαριά ακόμα, τον  κατέβασαν στη Σμύρνη. Μια επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού τους περίμενε στο σταθμό Μπασμά Χανέ, τους παρέλαβε χοντρικά, τους φόρτωσε στο ατμόπλοιο «Μαρίκα Τόγια» από τη Σιδερόσκαλα της Πούντας και, όσο το καράβι ανοιγόταν, ο Παναγιώτης όρθιος στο ψηλότερο κατάστρωμα κοίταζε πίσω του τη στεριά που μίκραινε.

Παρά τους εξευτελισμούς που είχε υποστεί και με όλα τα ράκη που τον σκέπαζαν, η μορφή του εξακολουθούσε να διατηρεί κάτι το αρχαγγελικό.

Η αρρώστια του παρουσιάστηκε πολύ αργότερα, τέλη του‘ 27. Άρχισε να τρέμει το δεξί του χέρι, ένα είδος Πάρκινσον. Άρχισε επίσης να τραυλίζει. Οι γιατροί που τον εξέτασαν αποφάνθηκαν ότι ήταν από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας.

Ένας κομματάρχης, παλιός συμμαχητής του, τον έσπρωξε να γυρέψει σύνταξη. Τον βοήθησε, έφτιαξαν τα χαρτιά του, τα έστειλε στο υπουργείο και περίμενε. Του απάντησαν σε εννέα μήνες αρνητικά.

Στο μεταξύ πέθανε η μάνα του και ένας μεγαλύτερος αδερφός του που συντηρούσε και τους δυο. Κάμποσο καιρό για να τα βγάλει πέρα, ο Παναγιώτης έκανε θελήματα.

Μετά αναγκάστηκε να επαιτεί. Περίεργη επαιτεία: Μάζευε και εμπορευόταν διάφορα χορτάρια, ρίγανη, φασκόμηλομικροποσότητες, πρόσχημα για όση περηφάνια του είχε απομείνει.

Μια γειτόνισσα μοδίστρα, παντρεμένη, παιδικός του έρωτας κάποτε, τον λυπήθηκε και του έραψε μερικά ομοιόμορφα σακούλια από κάμποτε, με σούρα στο απάνω μέρος.

Αυτός τα γέμιζε με υπομονή, τα φορτωνόταν και έπαιρνε τους δρόμους. Η μισή Πελοπόννησος τον έμαθε έτσι: Ο Παναγιώτης.

Καμιά φορά στις δημοσιές, μέσα στην καλοκαιριάτικη ζέστη, οι ατσίδες οδηγοί των φορτηγών σταμάταγαν, τον ανέβαζαν δίπλα τους και για να σπάνε πλάκα στη διαδρομή, του άνοιγαν χοντρή κουβέντα.

Ακόμα και τα αλάνια, στις μικροπολιτείες που διανυκτέρευε τον πείραζαν. Άλλοτε του κρέμαγαν ντενεκέδες, άλλοτε κουρελόχαρτα και του έβαζαν φωτιά.

Δέχτηκε τα πάντα, όχι σα μοίρακαλόκαρδα. Ίσως να το γλένταγε κι ο ίδιος από μέσα του.

Το ’57, στρατιώτης, κατέβαινα με άδεια από τη Μακεδονία και τον τράκαρα στο Άργος, στις «γυναίκες». Τους πούλαγε σερνικοβότανο. Είχαμε κάποια μακρινή συγγένεια εξαγχιστείας και όταν με είδε κοκκίνισε. Θα κόντευε τότε εξηντάρης.

Το 1973 αποτραβήχτηκε οριστικά στο χωριό του. Είχε γεράσει πια, το φως του είχε αρχίσει να θαμπώνει, τα πόδια του δεν τον βάσταγαν να κάνει τη γύρα όπως άλλοτε.

Τον περιμάζεψαν κάτι μικρανίψια του. Του έδιναν ένα πιάτο φαΐ και μια από τις νιφάδες του ζεμάταγε κάθε δεκαπέντε τη μοναδική αλλαξιά τα εσώρουχα. Για ανταμοιβή τους έβοσκε δυο τρεις γίδες που είχαν στο κατώι.

Πέθανε την ίδια χρονιά τον Αύγουστο μήνα. Είχε βγει έξω με τα ζωντανά, δίψασε, κάπου έσκυψε να πιει σένα λάκκο, γλίστρησετέσσερα δάχτυλα νερόκαι πνίγηκε.

* Ο Θανάσης Βαλτινός είναι ΣυγγραφέαςΑντ/δρος Ακαδημίας Αθηνών

(201)