Oλα όσα γίνονται γύρω µας, χρωστάνε τη γέννησή τους σε κάποια αιτία, κατά τον Πλάτωνα. Ποια αιτία προκάλεσε, τάχα, το έθιµο του «Κουτσοφλέβαρου» στην Τριπολιτσά; Πότε γεννήθηκε ο Κουτσοφλέβαρος, κι από ποια ανάγκη;

Ήταν ο Κουτσοφλέβαρος ένα έθιµο αθώο στην αρχή, που, όσο και να ψάξεις στο βάθος του χρόνου, δεν θα µπορέσεις να βρεις τις ρίζες του. Τι γινότανε; Έδιωχναν το Φλεβάρη, που τον θεωρούσαν άσχηµο µήνα και υποδεχόντουσαν τον καλό Μάρτη, που, επί τέλους απ’ τα Ρωµαϊκά Χρόνια, ήταν ο πρώτος µήνας του Χρόνου, σαν να πούµε ο σηµερινός Γενάρης.

Κι ακόµα πρέπει να χουµε υπ’ όψη µας, πως στους Ρωµαίους ο Φλεβάρης ήταν µήνας καθαρµού, θρησκευτικού εξαγνισµού (το λέει και το όνοµά του Februus = καθαρτικός). Και τον ξέβγαζαν µε διάφορες γιορτές, για την υποδοχή του Μάρτη. Κι αν από κει δεν είχε τις ρίζες του το δικό µας έθιµο, όπως πολλά άλλα των αρχαίων Ελλήνων, που διατηρήθηκαν µέχρι τα χρόνια µας παραλλαγµένα, πρέπει να τις αναζητήσουµε στον νεώτερο Ελλαδικό χώρο και κατά προέκταση στα χθεσινά δεδοµένα ακόµα.

Ο Φλεβάρης µήνας είναι κουτσός, κάθε τέσσερα χρόνια παίρνει µια µέρα για να στυλώνεται, έτσι τον βλέπει ο απλός κοσµάκης και του κόλλησε το παρατσούκλι… Κουτσοφλέβαρος!

Αλλά ο Κουτσοφλέβαρος αυτός έχει τις πιο σκληρές καιρικές συνθήκες του χρόνου, τις βροχές, τις λάσπες, τα χιόνια, τις παγωνιές, τα πολλά έξοδα, για καλή διατροφή και θέρµανση. Ποιος δεν θυµάται τα πολλά χιόνια της παλιάς Τριπολιτσάς; Έφθαναν πάνω από µισό µέτρο και περισσότερο· µέσα στην Πόλη πάγωναν οι δρόµοι, πάγωναν τα χιόνια κι αλίµονο αν πάνω στο παγωµένο χιόνι έπεφτε άλλο φρέσκο χιόνι… Μεγάλωνε η παγωνιά, τα κρούσταλλα στα υπόστεγα των µαγαζιών κρεµόντουσαν µέχρι ένα µέτρο και σου ‘διναν πρωί πρωί µε την παγωνιά και την εκτυφλωτική ασπράδα του χιονιού, το φαντασµαγορικό εκείνο θέαµα του κρουστάλλινου δρόµου, όπως ο δρόµος Καλαµών µε τα υπόστεγα από τσίγκους στα Γύφτικα, που κρεµόσαντε τα κρούσταλλα στους γεµάτους χιόνια τσίγκους, για λίγο όµως, αφού τα παιδιά γκρέµιζαν µε πέτρες τα κρούσταλλα, τα κρουστάλλινα αυτά µασούρια για να παίξουν…

Σήµερα, όµως, άλλαξαν όλα, χάθηκε το χιόνι από την Τριπολιτσά, στις βαρυχειµωνιές ζήτηµα είναι αν το χιόνι φθάνει τους πέντε πόντους!… Τότε µε τα φτυάρια άνοιγαν διαδρόµους στα χιόνια, να περάσουν τα µαθητούδια για το Σχολείο. Οι χιονίστρες πονούσαν φριχτά στα χέρια και στα πόδια, γάντια δεν υπήρχανε και οι µουσκεµένες βακέτες σου ‘φιγγαν το πόδι σα µέγγενες… Παναγιά µου!.. Να το θυµάσαι αποφεύγεις!…

Γενικά, ο Φλεβάρης ήταν ένα µήνας που µας βασάνιζε. Και δικαιολογηµένα την τελευταία του ηµέρα µαζεύονταν σ’ όλες τις γειτονιές τα παιδιά και µε τενεκέδες, παλιοτροκάνες (πούφιαχνε ο µαραγκός Γιαννακόπουλος στον αγιο-Ταξιάρχη, για τις Απόκριες) και ό,τι αντικείµενο µπορούσε να κάνει µεγάλο θόρυβο… «ξέβγαζαν τον Κουτσοφλέβαρο». Γύριζαν στους δρόµους και τραγουδούσαν ρυθµικά:

– Όξω Κουτσοφλέβαρε, µέσα Μάρτης και χαρά και καλή νοικοκυρά!

Αλλά το γραφικό και ωραίο αυτό έθιµο που εξέφραζε την αγανάκτηση των παιδιών, για τον κακό και ψυχρό Φλεβάρη, µεταβλήθηκε σιγά σιγά σε τυραννικό και βάρβαρο για κείνους, που, αδικηµένοι από τη φύση ή από άλλη αιτία, κούτσαιναν. (Πόσοι δεν γλίστραγαν στους παγωµένους δρόµους ή στα ανύπαρκτα πεζοδρόµια και έσπαγαν τα πόδια τους, ή στις σάπιες µπουκαπόρτες των υπογείων και έµεναν ανάπηροι;). Με το λέγε λέγε είχε γίνει συνείδηση, φαίνεται, στον κοσµάκη και κατά προέκταση στα ευφάνταστα παιδιά, πως κάθε κουτσός ήτανε ένα µε τον Κουτσοφλέβαρο και θα ‘πρεπε να πλήρωνε κι αυτός στο ξέβγαλµα του Φλεβάρη. Κατά κακή σύµπτωση, σε κάθε τετράγωνο της Τριπολιτσάς, υπήρχε και ένας κουτσός!…

Η ποµπή του Κουτσοφλέβαρου πέρναγε επιδειχτικά στους δρόµους, µε φωνές και τραγούδια και φυσικά από κάθε σπίτι κουτσού, έτσι που την ηµέρα του Κουτσοφλέβαρου, οι κουτσοί γινόσαντε άφαντοι, κλεινόντουσαν στα σπίτια τους, έκλειναν και τα µαγαζιά τους ακόµα, για να αποφύγουν τον «Κουτσοφλέβαρο», την ποµπή των τενεκέδων, το ρεζίλι!… Πολλοί φίλοι το ‘παιρναν στ’ αστεία και άρχιζαν τα πειράγµατα από την παραµονή:

– Ει, Σωτηράκη, αύριο θα σε πάρουν τα σκάγια του Κουτσοφλέβαρου!… Φυλάξου!…

Ο Σωτηράκης ήταν ένας κουτσός από του Θάνα, ψευτοφραγκοράφτης, κάπου εκεί στην οδό Καλαµών, τούχαν και παρατσούκλι, τον λέγαν Μπλούµ-Μπλούµ, ίσως απ’ το λίκνισµα που έκανε λόγω της αναπηρίας του. Ο κακόµοιρος έκλεινε το µαγαζί του από την προηγούµενη και πήγαινε στο χωριό του, κι έτσι δεν έδινε τη χαρά στα παιδιά να του ψάλουν Κουτσοφλέβαρο!…

Ένας άλλος κουτσός, ο Κουτσοδήµος λεγόµενος, διατηρούσε µανάβικο κάτω απ’ το σπίτι Κατσούλη, στη Λάκα. Ο άνθρωπος αυτός δεχότανε στωικότατα τον Κουτσοφλέβαρο, δεν θύµωνε µε τα παιδιά και του ήταν αρκετό να λέει:

– Ε! φτάνει, ρε παιδιά! Σας ακούσαµε! (προσφέροντας φρούτα στα παιδιά):

– Να, πάρτε ρε!… Και του χρόνου!

Τα παιδιά φεύγανε διακριτικά, τον λυπόσαντε τον κακόµοιρο τον Κουτσοδήµο, που έδινε µια φιλοσοφηµένη λύση στο θέµα, όσο κι αν τον πείραζε…

Ο γερο-Γοµατόπουλος, σεβαστός άνθρωπος, τιµηµένος πολίτης σαν τραυµατίας αξιωµατικός της µάχης Μπιζανίου, δεχότανε και κείνος ήρεµα το πέρασµα του Κουτσοφλέβαρου. Μάλιστα, κάποτε, δηµιουργήθηκε επεισόδιο κάτω απ’ το σπίτι του…

Ο καθηγητής ∆ηµήτριος Παπαδηµητρίου, ο Κουτσοδηµητράκης επιλεγόµενος, δεχόταν και κείνος τον Κουτσοφλέβαρο, µε πόσην άραγε πικρία ο ευγενής και καλός εκείνος δάσκαλος…

Μια γυναίκα, η Κυρά Χρηστοπούλου, διευθύντρια του ∆ηµοτικού Σχολείου (ή «Κουτσοκατίνα), για να τον αποφύγει, ή δεν πήγαινε στο Σχολείο, ή το ‘κλεινε το απόγευµα του Κουτσοφλέβαρου… Υποδεχότανε όµως τα παιδιά η επιστάτισσα του Σχολείου, η Ρήνα (η γνωστή Ρήνα) µε πέτρες…

– Άστε στο διάολο, ρε! Πηγαίνετε σπίτι της, εδώ είναι σχολείο!…

Και γινότανε ο πολύς σαµατάς µεταξύ Ρήνας και παιδιών. Η Ρήνα στην περίπτωση αυτή παρίστανε τη διευθύντρια του Σχολείου και τα παιδιά έβρισκαν ευκαιρία να πειράξουν την ξακουστή Ρήνα, χτυπώντας δυνατά:

– Όξω, Ρήνα, Κουτσοφλέβαρεεε…

– Να κουτσαθεί ούλο σας το σόι, ρε µπάσταρδα!…

∆ραµατική ήταν η κατάσταση των σπιτιών, που είχαν κάποιο κορίτσι κουτσό! Πολλές φορές δηµιουργούντο επεισόδια, γιατί, κάποια κακοµαθηµένα ή βαλτά από τρίτους παιδιά, χτύπαγαν την πόρτα ή το παράθυρο σπιτιού που καθόταν µέσα κουτσός. Ο «Κουτσοφλέβαρος» δεν έκανε διάκριση φτωχών και πλούσιων, µεροκαµατιάρηδων και επιστηµόνων, αρσενικών ή θηλυκών και τούτο έδειχνε, πως δεν εστρέφετο προσωπικά κατά των άτυχων αυτών ανθρώπων, αλλά κατά του Φλεβάρη, του κακού και κουτσού αυτού µήνα, που κατά κάποιο τρόπο θεωρούσε εκπροσώπους του τους άτυχους αυτούς κουτσούς…

Όσο και αν ήσαν διακριτικά τα παιδιά που ‘διωχναν τον «Κουτσοφλέβαρο», όσο κι αν φρόντιζαν να θεωρείται τυχαίο το πέρασµα τους από τα σπίτια των κουτσών, όµως µε τίποτα δεν µπορούσε να διασκεδαστεί η πικρία που δοκίµαζαν οι άτυχοι αυτοί άνθρωποι την ηµέρα του Κουτσοφλέβαρου. Είχε καταντήσει πραγµατικά βάρβαρο έθιµο, είχε φαίνεται ξεφύγει από την αρχική του διάθεση, είχε χάσει την ευγενικιά του φυσιογνωµία, ξεβγάλµατος δηλ. άσχηµου µήνα…

Και όµως, η τότε Κοινωνία τον ανεχότανε, ποιος ξέρει ή ποιος µπορεί να εξηγήσει γιατί. Μήπως, γιατί είχε ριζωθεί µέσα τους, η άλλη δεισιδαιµονία, ότι ο Θεός σηµαδεύει τους κακούς ανθρώπους; Ή γιατί, µεταξύ των άτυχων αυτών ανθρώπων, υπήρχαν αρκετοί δύστροποι («στριµµένοι» που λέµε), λόγω της παθήσεώς τους; Ή µήπως µε αυτά βοηθούσε η διάθεση που υπήρχε τότε µέσα στους Τριπολιτσιώτες να πειράζουν ο ένας τον άλλον µε χωρατά που έχουν µείνει ιστορικά για την εποχή εκείνη, ως σπάνια ανέκδοτα της Τριπολιτσάς; Μήπως (και ασφαλώς), το τάδε παιδί που χτύπαγε την πόρτα του δείνα κουτσού κατά τη διαδροµή, δεν θα ήταν βαλτό από κάποιον στενό φίλο του κουτσού;

Οπωσδήποτε, µετά τους πολέµους, µετά την ανατροπή των πάντων, µετά το σβήσιµο τόσων άλλων εθίµων της παλιάς Τριπολιτσάς, έµεινε ανάµνηση και ο «Κουτσοφλέβαρος», έσβησε:

– Ντουµ-Ντουµ! Έξω, Κουτσοφλέβαρε, µέσα Μάρτης και χαρά και καλή νοικοκυρά…

Αλλά πριν κλείσουµε τα περί «Κουτσοφλέβαρου» θα αναφέρουµε ότι ο ∆ηµ. Γουδής σε µια µελέτη του («Ανθρωποθυσίες εν τη αρχαία Αρκαδία») βρίσκει τις ρίζες του έθιµου αυτού στα ιστορικά χρόνια…

Αναφέρει ο ∆ηµ. Γουδής:

«Παράδοξος ανθρωποθυσία ετελείτο εν Αθήναις. ∆ύο άνδρες συνήθως όλως άχρηστοι ή κακούργοι άξιοι θανάτου, φέροντες περί τον τράχηλον καλάθας ξηρών σύκων µελανών ο ένας και λευκών ο άλλος και καλούµενοι Φαρµακοί (ως χρησιµεύοντες ως φάρµακον προς απολύµανση της πόλεως) ή Καθάρµατα (ως αποµυζώντες εις εαυτούς πάσαν µόλυνσιν της πόλεως), περιφέροντο συνοδεία άσµατος εν πανηγυρική ποµπή δια των αγυιών της πόλεως, ίνα απολιµανθεί η πόλις. Καθ’ όλην την διαδροµήν διά σκιλλών και κλάδων συκών, έως ότου εξήγοντο έξω των πυλών της πόλεως και εκεί εσφάζοντο ως ιλαστήρια θύµατα των θεών· αναλογίαν τινά προς την ποµπήν ταύτην παρουσιάζει η αποποµπή του Κουτσοφλέβαρου, τον οποίον εποπτικώτατα υπεδύετο ο µακαρίτης Μαµελετζής κατά τα παιδικά µου έτη την τελευταίαν ηµέραν εκάστου Φεβρουαρίου εν Τριπόλει».

Ο Γουδής, ίσως έτσι µας δίνει τις ρίζες του εθίµου του Κουτσοφλέβαρου, γιατί δεν πιστοποιεί µονάχα ότι Κουτσοφλέβαρος γινότανε στα παιδικά του χρόνια δηλ. το 1880 (εγεννήθη το 1875), αλλά και το ότι η ποµπή µε τραγούδια «Έξω Κουτσοφλέβαρε!…», έχει αναλογίαν µε άλλη ποµπή των Ιστορικών Χρόνων που γινότανε στην Αθήνα και µάλιστα ότι κάποιος (ο Μαµελετζής) υπεδύετο τον Κουτσοφλέβαρο.

Φαίνεται ότι ο Μαµελετζής αυτός ήταν τύπος που πρωτοστατούσε σε κάθε τέτοια λαϊκοκοινωνική εκδήλωση. Τον Μαµελετζή θυµούµαι να ρίχνει από ενθουσιασµό, µε τη διµούτσουνή του, στην Κεντρική Πλατεία της Τριπολιτσάς, το 1912, όταν κηρύχτηκε ο Βαλκανοτουρκικός πόλεµος και όλοι οι Έλληνες και οι Τριπολιτσιώτες φυσικά ξεσηκώθηκαν µε ενθουσιασµό, «για την Πόλη»…

Οπωσδήποτε, ο Κουτσοφλέβαρος έσβησε στα δικά µας τα χρόνια…

Του +Β. Μαρουλά

 

 

(232)