O «στρατηγός» του ελληνικού ποδοσφαίρου αφηγείται τη ζωή του στη LiFO

Γεννήθηκα στις 22 Ιανουαρίου του 1942, στο μαιευτήριο «Έλενα», στους Αμπελόκηπους. Ήμουν μοναχοπαίδι και μέναμε σε ένα φτωχικό σπίτι της οδού Τσόχα.

Η μητέρα μου, Ουρανία, ήταν Μικρασιάτισσα και εργαζόταν ως νοσοκόμα στο «Έλενα», ενώ ο πατέρας μου ήταν υπάλληλος του Υγειονομικού με καταγωγή από τη Σάμο. Με τη μητέρα μου είχαμε πολύ καλή σχέση. Υπέφερε και έκανε πολλές θυσίες για να με μεγαλώσει.

Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν στην ηλικία των δέκα ετών. Αργότερα μετακομίσαμε στο σπίτι της αδερφής της μητέρας μου και στη συνέχεια έμεινα μόνος μου.

Γι’ αυτό και τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα αρκετά. Παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα από την Καρδίτσα κι έκτοτε δεν τον είδα ξανά. Ούτε στο γήπεδο ήρθε να με δει, όταν είχα γίνει πλέον ο «Δομάζος». Πιθανόν επειδή δεν του άρεσε το ποδόσφαιρο.

• Σχολείο πήγα στη Σεβαστοπούλειο Τεχνική Σχολή. Θυμάμαι που έπαιζα στις αλάνες, δίπλα ακριβώς από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Κοιμόμουν και ξυπνούσα με τους ήχους από το γήπεδο.

Παίζαμε στους δρόμους και στα αυτοσχέδια χωμάτινα γήπεδα. Ήταν εποχές που δεν κυριαρχούσε το τσιμέντο και τα αυτοκίνητα και μπορούσες να παίζεις στη γειτονιά σου.

Βάζαμε πέτρες και τις σχολικές τσάντες για να φτιάχνουμε το τέρμα και παίζαμε ατελείωτες ώρες ποδόσφαιρο με πάνινες μπάλες.

• Πάντοτε είχα μια ακατανίκητη αγάπη για το ποδόσφαιρο αλλά ήθελα και να καταφέρω να γίνω «κάτι», να φτάσω ψηλά. Δεν ήμουν καλός μαθητής. Κάποτε ο διευθυντής του Σεβαστοπούλειου είπε στη μάνα μου να με κάνει λούστρο, αφού δεν διάβαζα και είχα μείνει σε δύο μαθήματα.

Ο ίδιος άνθρωπος, αφού είχα πάει ήδη στον Παναθηναϊκό, όταν χρειάστηκε να παίξουμε ένα αγώνα με μια άλλη σχολή, μου δήλωσε: «Έλα να δώσεις τα δύο μαθήματα για να πάρεις το πτυχίο, θα σ’ τα γράψουμε εμείς, δεν χρειάζεται να διαβάσεις». Φυσικά, δεν πήγα ποτέ.

Το ωραιότερο γκολ ήταν το ανάποδο ψαλίδι στο ενενηκοστό πρώτο λεπτό στον αγώνα με τον Ολυμπιακό, τον Μάρτιο του 1974, στο Στάδιο Καραϊσκάκη.

• Ήθελα να αποδείξω ότι όσο φτωχός κι αν είσαι, μπορείς, με θέληση και πίστη, να βρεις τον δρόμο σου και να κατακτήσεις την κορυφή. Οι γονείς μου όμως δεν ήθελαν να παίζω μπάλα.

Οι βιοποριστικές ανάγκες και οι δυσκολίες της εποχής δεν σου άφηναν το περιθώριο να ασχοληθείς με τον αθλητισμό. Την περίοδο που άρχισα την ενασχόλησή μου με την μπάλα οι εποχές ήταν διαφορετικές.

Χαρακτηριζόσουν «αλήτης», ενώ το ποδόσφαιρο δεν είχε μπει στα σπίτια, όπως συμβαίνει σήμερα. Τότε δεν ήθελε κανείς η κόρη του να παντρευτεί ποδοσφαιριστή, ενώ τώρα παρακαλάνε κι έχει γίνει όνειρο του καθενός.

Πάντοτε είχα μια ακατανίκητη αγάπη για το ποδόσφαιρο αλλά ήθελα και να καταφέρω να γίνω «κάτι», να φτάσω ψηλά. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Πάντοτε είχα μια ακατανίκητη αγάπη για το ποδόσφαιρο αλλά ήθελα και να καταφέρω να γίνω «κάτι», να φτάσω ψηλά. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

• Ήταν μια περίοδος που δεν υπήρχαν μάνατζερ, όπως σήμερα, αλλά οι επονομαζόμενοι «ψαράδες» που κυκλοφορούσαν στις γειτονιές και αναζητούσαν ταλέντα.

Όταν ήμουν 13 χρονών, πήγα και γράφτηκα στην Άμυνα Αμπελοκήπων, αλλά με δήλωσαν δύο χρόνια μεγαλύτερο, προκειμένου να μπορώ να βγάλω δελτίο και να συμμετέχω.

Στον Παναθηναϊκό ξεκίνησα στην ηλικία των 15 και σταμάτησα στα 36. Όταν έμπαινα στα αποδυτήρια, ως έφηβος, έβλεπα τα μεγαθήρια και τους μιλούσα στον πληθυντικό, επιδεικνύοντας τον απαραίτητο σεβασμό, αφού ήμουν δίπλα στα είδωλά μου.

Όμως μέσα στο γήπεδο δεν σεβόμουν και δεν υπολόγιζα κανέναν.

• Πριν από κάθε παιχνίδι προετοιμαζόμουν. Το ποδόσφαιρο είναι τέχνη. Έπαιζα Κυριακή και ξεκινούσα την προεργασία από τη Δευτέρα. Κανείς προπονητής δεν μου είπε πώς θα παίξω. Καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα είχα μια στρατηγική στον νου μου.

Έπρεπε να ξέρω πώς θα λειτουργήσω ανά πάσα στιγμή. Γι’ αυτό έπαιζα με το μυαλό μου και όχι με τα πόδια μου. Όταν επέστρεφα στο σπίτι μου μετά από κάθε αγώνα χρειαζόμουν μία με δύο ώρες για να καθαρίσει το μυαλό μου. Μέσα σε ενενήντα λεπτά έχανα τέσσερα ολόκληρα κιλά.

Μου άρεσε ο παλμός, η εξέδρα, οι φωνές, αλλά όταν ο διαιτητής σφύριζε την έναρξη, χανόμουν τελείως στις σκέψεις μου. Οι φίλαθλοι επιδίωκαν πολλές φορές να με νευριάσουν, με έβριζαν, αλλά τότε πείσμωνα περισσότερο και γινόμουν καλύτερος.

• Η καλύτερη στιγμή της καριέρας μου ήταν αναμφίβολα το Wembley. Μας έμαθε όλος ο κόσμος. Όχι μόνο εμάς, τους παίκτες, ή τον Παναθηναϊκό αλλά και το ελληνικό ποδόσφαιρο.

Ήταν μια μεγάλη προσπάθεια με Έλληνες παίκτες και μόνο ξένο τον προπονητή. Και θεωρώ ότι όσοι αμφισβητούν την πορεία εκείνης της ομάδας εξαιτίας της δικτατορίας λένε λόγια του καφενείου.

 Η καλύτερη στιγμή της καριέρας μου ήταν αναμφίβολα το Wembley. Μας έμαθε όλος ο κόσμος.

Η καλύτερη στιγμή της καριέρας μου ήταν αναμφίβολα το Wembley. Μας έμαθε όλος ο κόσμος.

• Η χειρότερη στιγμή μου ήταν όταν τσακώθηκα με τον ομοσπονδιακό προπονητή Νταν Γεωργιάδη. Καλός, σκληρός αλλά και ιδιότροπος προπονητής.

Ήμασταν στον Αστέρα Βουλιαγμένης και όταν κατέβηκα για πρωινό φορούσα μια άλλη μπλούζα και όχι τη φόρμα της Εθνικής, επειδή ο φροντιστής δεν μου είχε αφήσει τη φανέλα έξω από την πόρτα του δωματίου.

«Κύριε, πού πάτε» με ρώτησε τότε ο Γεωργιάδης και του εξήγησα ότι δεν μου έφερε τη φανέλα ο φροντιστής. «Να πάτε να τον βρείτε», μου απαντά, κάτι που δεν συνέβη, με αποτέλεσμα να μην παίξω στο Ελλάδα-Ρουμανία, που έληξε ισόπαλο 2-2, και τις εφημερίδες να γράφουν ότι η εθνική ήταν αποκαρδιωτική χωρίς τον γίγαντα Δομάζο. Για ένα γκολ πήγαν οι Ρουμάνοι στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού.

Αν πήγαινε τότε η εθνική στο Μεξικό, πολλά παιδιά από εμάς θα έπαιζαν στο εξωτερικό. Εκείνη η εθνική ήταν η καλύτερη όλων των εποχών, ακόμα και από αυτήν που κατέκτησε το Euro το 2004.

Έπρεπε να είχαν αφήσει τον Κώστα Καραμπατή στη θέση του ομοσπονδιακού, μετά την ήττα με 1-0 στη Βασιλεία.

Όμως, όταν πήγαμε να μπούμε στο πούλμαν, ήταν εκεί η γυναίκα του Ασλανίδη, του τότε γενικού γραμματέα Αθλητισμού, η γυναίκα του προέδρου της ΕΠΟ, του Δέδε, και μια φίλη της και κάπνιζαν.

Ο Καραμπατής τις κατέβασε από το πούλμαν, φωνάζοντας: «Εδώ είναι ιερός ο χώρος. Θα μπουν οι ποδοσφαιριστές». Δεν πρόλαβε να έρθει στην Ελλάδα και η δικτατορία τον είχε ήδη απολύσει.

• Τη θυμάμαι την τελευταία μέρα που έπαιξα στα γήπεδα. Θα μπορούσα να συνεχίσω, αν ήθελα, αλλά νομίζω ότι πρέπει να ξέρεις πότε να αποχωρείς.

Και επιδίωξα να φύγω, ώστε να με θυμούνται όσο ήμουν στην κορυφή. Βέβαια, δεν ανέστειλα την ενασχόλησή μου με το ποδόσφαιρο, αφού ακόμα και σήμερα συμμετέχω στους αγώνες με τους παλαίμαχους και διατηρώ τις Ακαδημίες μου, όπου μαθαίνω τεχνικές της μπάλας σε νέα παιδιά.

• Το ωραιότερο γκολ ήταν το ανάποδο ψαλίδι στο ενενηκοστό πρώτο λεπτό στον αγώνα με τον Ολυμπιακό, τον Μάρτιο του 1974, στο Στάδιο Καραϊσκάκη.

Οι ποδοσφαιριστές ήταν λαϊκά είδωλα, ινδάλματα. Τη δεκαετία του ’70, στα περιοδικά της εποχής είχα αναδειχτεί το δημοφιλέστερο πρόσωπο, ξεπερνώντας ακόμα και τον Αλίκη Βουγιουκλάκη.

Τότε διατηρούσα ένα μαγαζί στην πλατεία Βικτωρίας και η θρυλική σταρ είχε εντυπωσιαστεί τόσο πολύ, που ήρθε στο μαγαζί για να με γνωρίσει και να καθίσουμε παρέα.

1973-74 ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ-ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΚΟΣ 1-1 με το αξεχαστο ψαλιδακι του ΔΟΜΑΖΟΥ

• Κορυφαίο Έλληνα ποδοσφαιριστή θεωρώ τον Τάκη Λουκανίδη. Ήταν ο πιο ολοκληρωμένος παίκτης, αφού έπαιξε και στις έντεκα θέσεις. Η διαφορά μας με τον Λουκανίδη είναι ότι εκείνος δεν είχε διάρκεια.

Μπορεί από τα τριάντα παιχνίδια να έπαιζα καλά στα 28 και στα δύο, που δεν θα είχα καλή απόδοση, να ήμουν καλύτερος από τους υπόλοιπους, ενώ ο Λουκανίδης θα συμμετείχε στα δέκα.

Από ξένους κρίνω ότι ο καλύτερος είναι ο Πελέ. Έπαιζε με τις δικές του δυνάμεις και ήταν πρότυπο για όλους, αντίθετα με τον Μαραντόνα, που, φυσικά, ήταν μεγάλος παίκτης, αλλά, ας μη γελιόμαστε, δεν έπαιζε με τις δικές του δυνάμεις.

• Ο χουλιγκανισμός, η βία και ο παραγοντισμός είναι τα μεγάλα προβλήματα του ποδοσφαίρου στην εποχή μας.

Είναι ρίζες που πρέπει να κοπούν. Πρέπει να μαζευτούν όλοι γύρω από ένα τραπέζι και να τα βρουν.

Στα δικά μου τα χρόνια οι Κυριακές αποτελούσαν μια γιορτή για όλους. Ήταν φίλαθλοι και όχι οπαδοί. Δεν τους απασχολούσε η διαιτησία. Και τότε γίνονταν λανθασμένα σφυρίγματα.

Πήγαιναν για να δουν τους παίκτες από κοντά και να τους θαυμάσουν κι έφευγαν όλοι μαζί, ασχέτως του ποια ομάδα είχε κερδίσει.

Επικρατούσε το αθλητικό ήθος, η αξιοπρέπεια, χωρίς επεισόδια και διαφθορά, όπως συμβαίνει στις μέρες μας, με αποτέλεσμα να έχουν διώξει τον κόσμο από τα γήπεδα.

• Το ποδόσφαιρό ήταν το σπίτι μου. Η ζωή μου ολόκληρη. Όλα τα παιδικά, εφηβικά και νεανικά μου χρόνια τα έχω περάσει σε δωμάτια ξενοδοχείων. Συνειδητοποίησα μετά από τόσα παιχνίδια ότι οι νίκες είναι πιο σημαντικές από τις ήττες.

Στο ποδόσφαιρο, το να χάνεις είναι σκληρό. Την επόμενη μέρα είχες να αντιμετωπίσεις την καζούρα, τον θυμό και την γκρίνια. Προτιμούσες να μη βγαίνεις από το σπίτι. Τοιχοκολλούνταν και αυτοσχέδια κηδειόσημα μετά το τέλος του αγώνα από τη νικήτρια ομάδα. Στις νίκες ήσουν ένας θεός.

Ο Τάκης Λουκανίδης, ο Μίμης Δομάζος και ο Κώστας Τουμπέλης το 1963.

Ο Τάκης Λουκανίδης, ο Μίμης Δομάζος και ο Κώστας Τουμπέλης το 1963.

• Ήμουν, είμαι και θα είμαι Παναθηναϊκός. Πήρα εννιά πρωταθλήματα με αυτή την ομάδα και ένα με την ΑΕΚ. Πηγαίνω ακόμα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και παρακολουθώ όλους τους αγώνες.

Είναι μια ιστορική ομάδα που θα συνεχίσει, παρά τις δυσκολίες, να πρωταγωνιστεί στα γήπεδα. Έχει λαμπρό παρελθόν και σίγουρα θα έχει και εξαιρετικό μέλλον. Περνάει μια μεταβατική περίοδο, αλλά χωρίς τα εμπόδια δεν χτίζονται οι επιτυχίες.

• Το ταλέντο είναι έμφυτο. Αλλά για να ξετυλιχθεί και να γίνει ισχυρό σου σύμμαχος χρειάζεται σκληρή προπόνηση και αφοσίωση. Να είσαι εργατικός και να αγαπάς αυτό που κάνεις. Όταν βγει από το στόμα σου η λέξη «βαρέθηκα», σημαίνει ότι όλα έχουν τελειώσει.

Ποιος ποδοσφαιριστής σήμερα κοιμάται από τις επτά το απόγευμα, όπως κάναμε εμείς, στις δικές μας εποχές; Χωρίς θυσίες δεν προχωράς στη ζωή σου. Οι αθλητικές συνήθειες με ακολουθούν ακόμη και σήμερα. Εξακολουθώ να μην πίνω, να μην καπνίζω και να μην κάνω καταχρήσεις.

• Ο Σωτήρης Νίνης ήταν ένα μεγάλο ταλέντο, αλλά, επειδή είχε αλλού το μυαλό του, χάθηκε. Αν δεν έχεις διάρκεια, εξαφανίζεσαι. Νομίζω ότι ζούμε την εποχή όπου όλα προσφέρονται στους νέους αφειδώς. Πιθανόν γι’ αυτό και να μη βγαίνουν νέα ταλέντα. Για μένα ο δρόμος ήταν ένα μεγάλο σχολείο.

Με τη Βίκυ Μοσχολιού παντρευτήκαμε την πρωτομαγιά του 1967. Το μυστήριο έγινε στη Μητρόπολη των Αθηνών και παρευρέθηκαν πάνω από 30.000 άτομα.

Με τη Βίκυ Μοσχολιού παντρευτήκαμε την πρωτομαγιά του 1967. Το μυστήριο έγινε στη Μητρόπολη των Αθηνών και παρευρέθηκαν πάνω από 30.000 άτομα.

 

• Στα νέα παιδιά που διδάσκω στις Ακαδημίες πάντοτε λέω να μην ακούν τους γονείς τους, γιατί δεν θα γίνουν ποτέ καλοί ποδοσφαιριστές. Τους προτρέπω να μάθουν την πειθαρχία, την ομαδικότητα και να μην απογοητεύονται εύκολα. Να αποκτήσουν την αίσθηση του υγιούς ανταγωνισμού αλλά και της ηθικής του ποδοσφαίρου.

Δυστυχώς, οι γονείς παρασύρουν τα παιδιά, τους φουσκώνουν το μυαλό και θεωρούν ότι το δικό τους παιδί είναι πάντα το καλύτερο. Έτσι, το μόνο που καταφέρνεις είναι να δημιουργήσεις ένα αποτυχημένο μοντέλο.

Ο ταλαντούχος παίκτης γεννιέται, δεν γίνεται. Αλλά με σκληρή δουλειά, ακόμα κι όταν είσαι μέτριος, θα καταφέρεις να κάνεις κάτι. Όχι να αγγίξεις την κορυφή αλλά να πας στο επόμενο βήμα. Όλα κρύβονται στο μυαλό, όχι στο σώμα.

• Η στιγμή που άκουσα για πρώτη φορά «τις πιο ωραίες Κυριακές με λεμονάδες σπιτικές τις είχαμε δροσίσει με τον Δομάζο αρχηγό και τον Σιδέρη κυνηγό», σε στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου και μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη, οφείλω να πω ότι ήταν υπέροχη και μοναδική. Να γίνεται το όνομά σου τραγούδι; Πολύ ξεχωριστό συναίσθημα.

Όπως και η συμμετοχή μου ως λαμπαδηδρόμου, κρατώντας, μετά τον Νίκο Γκάλη, τη δάδα για την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Στιγμές που δεν σβήνουν ποτέ από το μυαλό σου.

• Με τη Βίκυ Μοσχολιού παντρευτήκαμε την πρωτομαγιά του 1967. Το μυστήριο έγινε στη Μητρόπολη των Αθηνών και παρευρέθηκαν πάνω από 30.000 άτομα. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνουν αρκετές ζημιές στον ναό και κληθήκαμε να καταβάλουμε ένα μεγάλο ποσό σε δραχμές προκειμένου να αποκατασταθούν.

Οι μπομπονιέρες είχαμε υπολογίσει ότι ήταν περίπου 7.000, αλλά, τελικά, μάθαμε αργότερα ότι κάποιες πουλήθηκαν στη μαύρη αγορά. Όμως είναι ένα κεφάλαιο που έχει κλείσει για μένα και ανήκει στο παρελθόν.

Διότι στη συνέχεια έκανα μια νέα οικογένεια και παντρεύτηκα την τωρινή μου γυναίκα μου, την Ηώ, με την οποία είμαστε μαζί 35 χρόνια. Έχω τρεις κόρες, δύο από τον πρώτο μου γάμο και την Πόπη από τον δεύτερο, και είμαι πολύ ευτυχισμένος. Αισθάνομαι πλήρης και γεμάτος από αισθήματα κι εμπειρίες.

Τώρα, η δεύτερη κερκίδα μου είναι η οικογένεια. Είναι η πιο σημαντική αξία και είμαι υπερήφανος για αυτήν. Ο σεβασμός και οι αμοιβαίες υποχωρήσεις είναι τα βασικά συστατικά μιας επιτυχημένης σχέσης.

Εκείνη η εθνική ήταν η καλύτερη όλων των εποχών, ακόμα και από αυτήν που κατέκτησε το Euro το 2004.

Εκείνη η εθνική ήταν η καλύτερη όλων των εποχών, ακόμα και από αυτήν που κατέκτησε το Euro το 2004.

• Δεν ασχολούμαι με την πολιτική, παρόλο που μου έγινε πολλές φορές πρόταση να συμμετάσχω σε εκλογικές αναμετρήσεις. Αλλά γεννήθηκα για να ασχολούμαι με το ποδόσφαιρο, όχι με την πολιτική.

• Είμαι ειλικρινής, αυθόρμητος και πολλές αλήθειες που έχω πει και εξακολουθώ να λέω ενοχλούν. Λάθη δεν έχω κάνει, πάντα λέω αυτό που πιστεύω.

Γι’ αυτό και δεν έχω μετανιώσει ποτέ στη ζωή μου για την οποιαδήποτε απόφασή μου. Δεν μετάνιωσα για ό,τι έκανα, μόνο για όσα ήθελα αλλά δεν μπόρεσα να κάνω. Κι αν ξαναγύριζα τον χρόνο πίσω, θα πορευόμουν με τον ίδιο τρόπο.

Ταξίδεψα σε όλο τον κόσμο. Γνώρισα διαφορετικούς ανθρώπους και άλλους ποδοσφαιριστές που δεν πίστευα ποτέ. Έζησα μεγαλεία και έλαβα πολλά βραβεία. Απέκτησα το προσωνύμιο «στρατηγός» των ελληνικών γηπέδων.

Είναι ωραίο να είσαι ο Δομάζος και να ανοίγουν όλες οι πόρτες. Να σε χαιρετάει ο κόσμος, να σου ζητά αυτόγραφα, να είσαι πρωτοσέλιδο στα μεγαλύτερα αθλητικά περιοδικά του κόσμου και να θυμούνται ιστορίες από σένα. Σημαίνει ότι κάτι καλό έχεις κάνει. Όλα αυτά είναι η ευτυχία.

• Οι στόχοι είναι προϋπόθεση μιας ισορροπημένης και καλής ζωής. Ποτέ μου δεν φοβήθηκα. Ούτε ο θάνατος μου δημιουργεί φόβο. Πέρασα καλά και είμαι χορτασμένος. Έμαθα καλά τι σημαίνουν οι τιμές και οι δόξες. Και νομίζω ότι αφήνω καλή υστεροφημία.

Δεν ζήλεψα ποτέ τίποτα από κανέναν. Υπήρχαν άνθρωποι που με πρόδωσαν, αλλά φρόντιζα πάντα να τα ξεχνάω. Δεν αξίζει να θυμάσαι όσους δεν σου φέρθηκαν δίκαια. Δεν είμαι άνθρωπος που κρατάει κακίες.

Υπήρξαν στιγμές που είχα καλούς φίλους και στιγμές με κακούς. Το σημαντικό είναι ότι εγώ παρέμεινα ίδιος, ακέραιος, έντιμος και δεν άλλαξα ποτέ κάτι από τον χαρακτήρα μου.

• Η ζωή με έχει μάθει ότι το να ανέβεις στην κορυφή είναι πάρα πολύ δύσκολο. Θέλει κόπο, προσπάθεια, πείσμα και αγάπη. Αντίθετα, το να κατέβεις απ’ αυτήν είναι ό,τι πιο εύκολο.

Ποτέ μου δεν φοβήθηκα. Ούτε ο θάνατος μου δημιουργεί φόβο. Πέρασα καλά και είμαι χορτασμένος. Έμαθα καλά τι σημαίνουν οι τιμές και οι δόξες. Και νομίζω ότι αφήνω καλή υστεροφημία. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Ποτέ μου δεν φοβήθηκα. Ούτε ο θάνατος μου δημιουργεί φόβο. Πέρασα καλά και είμαι χορτασμένος. Έμαθα καλά τι σημαίνουν οι τιμές και οι δόξες. Και νομίζω ότι αφήνω καλή υστεροφημία. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Στα βιβλιοπωλεία κυκλοφορεί η αυτοβιογραφία του μεγάλου ποδοσφαιριστή με τίτλο «Μίμης Δομάζος – Μυστικά και… άλλες αποκαλύψεις» (εκδόσεις Welcome).

Πηγή: www.lifo.gr

(120)