Αυτό τον καιρό, όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, μόνο για ελιές μιλάνε… Όλοι έχουν ελιές και μόνο, εγώ, υστερώ, που, δεν έχω ούτε γκορτσιά! Ελιές ο ένας στο Άστρος, ελιές ο άλλος στου Παλούμπα, ελιές εκείνος στη Μεγαλόπολη, ελιές ο Κώστας στο Βραχάτι, ελιές η Κλεονίκη στην Κυπαρισσία… Έρχεται, ο Νάσος, στον καφενέ «θα με χάσετε λίγες μέρες, λέει· πηγαίνω στου Σπηλιωτάκη να μαζέψω κάτι ελιές, που έχει η συμβία μου…». «Κι εγώ θα λείψω, λέει, ο Σταύρος· θα πάω καμιά ‘βδομάδα, προς Ολυμπία μεριά, που, πήρα προίκα, από τη μακαρίτισσα Αντιγόνη, κανά 1000δα ρίζες ελιές· φέτος, μου ‘πανε έχει πολύ πράμα… Θα ‘ρθουνε και τα παιδιά μου από την Αθήνα…».
Ειλικρινά, νιώθω τόσο άβολα και τόσο αδικημένος… άλλοι να κατεβάζουνε τόννους ελιές και να μην έχουνε λίμπες για να βάλουνε το λάδι κι εγώ να το αγοράζω μπιτονάκι μπιτονάκι από το σούπερ μάρκετ… εν γνώσει μου ότι είναι νοθευμένο…· τι να γίνει…
Έτσι, αποφάσισα και πήρα μια ελιά, από το φυτώριο, στη γλάστρα…· τι να την κάνω; τίποτα βρ’ αδερφέ· απλώς να την καμαρώνω και να λέω, κι εγώ, έχω μια ρίζα ελιά!

(211)