του Δημοσιογράφου, Άθου Δημουλά

Δεκαπέντε χρονών η Αλίκη, μπαίνει να κάνει ένα μπάνιο. Σαπουνίζεται στα γρήγορα γιατί δεν έχει πολύ νερό. Ωστόσο το ευχαριστιέται, αν και θα το προτιμούσε λιγάκι πιο ζεστό. Κάνει γαργάρες και φτύνει τον καθρέφτη να ξεθολώσει. Κοιτιέται μετά μήπως και καταλάβει αν είναι όμορφη. Δεν είναι σίγουρη ακόμα. Αλλά μάλλον ναι, αρκετά  όμορφη, πιστεύει. Κάνει γκριμάτσες, δοκιμάζει γέλια, ποιο της πάει περισσότερο. Σπρώχνει τη βρύση τέρμα στο ζεστό αλλά πια βγάζει μόνο κρύο. Δεν το κλείνει μέχρι να παγώσει εντελώς. Βγαίνει βιαστικά και τυλίγεται με μια πετσέτα. Κάνει δυο βήματα και παίρνει άλλη μία, τη βάζει τουρμπάνι στο κεφάλι και πάει προς  την πόρτα. Κανονικά, για να ανοίξει ο σύρτης θέλει λίγη δύναμη, αλλά αυτή τη φορά έχει σφηνώσει για τα καλά. Όσο και αν τον τραβάει η Αλίκη, ο σύρτης εκεί, ακούνητος. Απελπίζεται. Τι ήθελε και κλείδωσε, μόνη της είναι σπίτι. Οι γονείς της δεν έχουν γυρίσει ακόμα από τη δουλειά. Πιάνει ένα ψαλιδάκι και σκαλίζει τις βίδες μήπως και χαλαρώσουν. Αλλά το κόλπο δεν πιάνει. Ίσα ίσα που κόβει και λίγο το μεγάλο της δάχτυλο. Βάζει την πληγή στο στόμα της και τη σαλιώνει.

Δεν έχει τι άλλο να κάνει. Κάθεται στη λεκάνη και πιάνει ένα περιοδικό από δίπλα. Το έχει ξαναδιαβάσει, αλλά δεν πειράζει. Να περάσει η ώρα μέχρι να έρθουν οι γονείς. Κάτι θα σκεφτούν αυτοί. Το πολύ πολύ ο μπαμπάς να σπάσει την πόρτα. Μπορεί να’ χει και πλάκα, σκέφτεται. Κι έτσι χαλαρώνει, διαβάζει το περιοδικό της, χτενίσματα, νύχια, ρούχα, τσάντες. Τσακίζει τις σελίδες σε ό,τι την ενδιαφέρει. Μετά βαριέται, σηκώνεται, κοιτιέται πάλι στον καθρέφτη. Παίρνει τη χτένα και αρχίζει να παίζει με τα μαλλιά της. Δοκιμάζει πώς θα τα κάνει στο πάρτι που έχει το Σάββατο. Παίρνει και το κραγιόν της μαμάς. Της πάει, πιστεύει, αλλά η μαμά λέει ότι είναι ακόμα μικρή για να φοράει τόσο κόκκινο. Δίνει ένα φιλί στον καθρέφτη, έτσι για πλάκα. Βλέπει τα χείλη της στο τζάμι. Γελάει κάπως και μετά παίρνει λίγο χαρτί και καθαρίζει το κόκκινο σημάδι. Απ’ τα χείλη της δεν το ξεβγάζει, θέλει να το κρατήσει λίγο ακόμα. Όταν μεγαλώσει θα φοράει όλη την ώρα κόκκινο κραγιόν, για αυτό είναι σίγουρη. Για την ώρα το ονειρεύεται πολύ ένα φιλί. Μόνο ένα δυο πεταχτά είχε προλάβει να δώσει, κι αυτά στην μπουκάλα. Ήθελε κάτι πιο ρομαντικό. Θα της άρεσε ο Γιώργος, ίσως και ο Λεωνίδας. Και ο Ηλίας, αλλά ο Ηλίας δεν θα ‘ναι το Σάββατο στο πάρτι.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά έχουν περάσει πάνω κάτω είκοσι λεπτά. Δοκιμάζει άλλη μια φορά τον σύρτη με όλη της τη δύναμη. Τίποτα. Κάθεται πάλι στη λεκάνη και ξεφυσάει. Φεύγει το μυαλό της, χάνεται. Γυρνάει δυο μήνες πίσω, στο καλοκαίρι. Στη θάλασσα, Σαββατοκύριακο στο εξοχικό της Λίζας, της κολλητής της. Το βράδυ που έλεγαν μυστικά η μία στην άλλη. Ποιος τους αρέσει και τι θα γίνει φέτος στην πρώτη λυκείου. Για τον Γιώργο και τον Λεωνίδα και τον Ηλία. Και το μυαλό της συνεχίζει, κάνει άλματα, ξεπερνάει το παρόν και φτάνει στο πάρτι του Σαββάτου. Πολύ το ονειρεύεται ένα φιλί. Κλείνει λίγο τα μάτια και το φαντάζεται. Ένα ζευγάρι χείλη την πλησιάζουν κι αυτή περιμένει. Περιμένει, περιμένει, περιμένει, αλλά εκείνη τη στιγμή μέσα στο μπάνιο όλα αρχίζουν να τρίζουν. Η κολόνια του μπαμπά πάνω στο τζαμένιο ραφάκι, το ποτήρι με τις οδοντόβουρτσες, το βαλιτσάκι με τα βαφτικά της μαμάς. Τα σαμπουάν πέφτουν μέσα στην μπανιέρα. Το καλάθι με τα άπλυτα κουνιέται. Το ντουλάπι κάτω απ’ τον νιπτήρα ανοίγει. Η Αλίκη βλέπει μπροστά στα μάτια της τον τοίχο να σκίζεται. Από μακριά φτάνουν στα αφτιά της κραυγές. «Παναγία μου!» φωνάζει υστερικά η από κάτω. Τα πάντα κουνιούνται. Αρχίζει κι η ίδια να φωνάζει και παίρνει φόρα να σπάσει την πόρτα.

Τη βρήκαν πεσμένη, γυμνή πάνω στα πλακάκια του μπάνιου, με κόκκινο κραγιόν στα χείλη, σκεπασμένη με την πετσέτα. Ο γιατρός είπε δεν ήταν τίποτα. Με τη δύναμη που έπεσε στην πόρτα τής είχε βγει λίγο ο ώμος. Μετά λιποθύμησε απ’ τον φόβο της. Το ψυχολογικό, είπε ο γιατρός, να το προσέξουν, μην αφήσει τίποτα στο παιδί. Πέρασαν τόσα χρόνια από εκείνον τον σεισμό εκείνου του Σεπτέμβρη, αλλά ή αλήθεια είναι ότι δυο πράγματα της τα άφησε της Αλίκης. Δεν κλειδώνει ποτέ την πόρτα στο μπάνιο και δεν φοράει ποτέ κόκκινο κραγιόν.

(Από  το «Metropolis»).

(616)