Του Π. Κ. Ενεπεκίδη Καθηγητή Πανεπιστημίου Βιέννης*

O Γέρος του Μοριά δέχεται σε «ακρόαση» τον Γενοβέζο καπετάνιο. Τα περισσότερα παλικάρια του Κολοκοτρώνη βρίσκονται σε συνεχή κίνηση για να προετοιμάσουν το γεύμα τους.  Μια συναρπαστική περιγραφή του γεύματος που ακολούθησε.

Ο Γενοβέζος καπετάνιος του φορτηγού ιστιοφόρου συνεχίζει στην αφήγησή του· είναι καλοκαίρι του 1827.

«Γύρω στις έξι η ώρα το βράδυ κατέβηκα στην ξηρά κι αφού περπάτησα μισή ώρα μέσα από οργωμένα χωράφια όπου έβλεπε κανείς εδώ κι εκεί σκορπισμένα απομεινάρια από έργα γλυπτικής, έφθασα στο στρατόπεδο του αρχιστράτηγου του Μοριά και των πιστών παλικαριών του. Πουθενά δεν έβλεπες μια σκηνή ή κάποιο άλλο είδος κατασκήνωσης. Για στέγαστρα χρησιμοποιούσαν ο Κολοκοτρώνης και οι άνθρωποι του τις σίγουρες κάπες με κουκούλες ή κάποιο ξεμοναχιασμένο λιόδεντρο. Είχαν ανάψει ένα σωρό φωτιές και τα περισσότερα παλικάρια βρίσκονταν σε συνεχή κίνηση για να προετοιμάσουν το γεύμα τους. Ιδιαίτερα μου χτύπησε στο μάτι ένα ζώο που ήταν λίγο μεγαλύτερο από ένα λαγό και το είχαν περάσει σε μια σούβλα στηριγμένη σε δύο κάθετες πέτρες κι ανάμεσα τους να φουντώνει μια δυνατή φωτιά από κλαδιά πεύκου. Καθισμένος με σταυρωτά τα πόδια στην άκρη της ψησταριάς, είχε το καθήκον ένας νεαρός με βρώμικα ρούχα να γυρίζει τη σούβλα. Τα εντόσθια του ζώου και το δέρμα του που άχνιζε ακόμη βρίσκονταν δίπλα του, και απ’ αυτά συμπέραινε κανείς πως αυτό που γύριζε στη σούβλα ήταν ένα αρνάκι του γάλακτος. Ένα άτομο που το επάγγελμα του πρόδιδε η φουστανέλα απ’ όπου έσταζε ακόμη το αίμα, ήταν απασχολημένος να ξεχωρίσει σε κομμάτια τις λιχουδιές των εντοσθίων, που δεν ήταν και πολύ καλά πλυμένα, και να μοιράσει σε έξι ως οχτώ χορταστικές μερίδες που τις έβαλε έπειτα πάνω σε καυτή στάχτη. Το συκώτι του αρνιού μπήκε κάτω από το μπροστινό του πόδι, όπως βάζουμε εμείς το συκώτι του κοτόπουλου κάτω από τα φτερά του.

Μόλις με αντίκρισε ο φίλος μου, ο τσαούσης, έτρεξε καταπάνω μου, με αγκάλιασε και με φίλησε ηχηρότατα και στα δύο μάγουλα, κατά τρόπο που ευχαρίστως να μου έλειπε. Οπότε συμμαζεύτηκε και με χαιρέτησε όπως συνηθίζουν οι Φράγκοι, σφίγγοντας το χέρι μου και λέγοντας:

– Η Εξεχότητά του είναι ανυπόμονη να σας δει…

Αμέσως έπειτα με πήγε χωρίς άλλες τυπικότητες στον στρατηγό του. Ο Κολοκοτρώνης σηκώθηκε από το κάθισμά του καθώς τον πλησίαζα, μου έτεινε το δεξί του χέρι, ενώ με το αριστερό έβγαζε το σκούφο του από το κεφάλι -μια ευγένεια που ένας Έλληνας ποτέ δεν δείχνει σ’ έναν άλλον παρά μόνο σ’ ένα Φράγκο που πάει με πρόθεση να τον καλοπιάσει…

– Καλησπέρα σας! Οι Φράγκοι με φιλικά αισθήματα απέναντί μας είναι πάντα ευπρόσδεκτοι από έναν ταπεινό αρματολό και κλέφτη…

– Η εξοχότητά σας αδικεί τον στρατηγό Κολοκοτρώνη που τα κοπάδια του βόσκουν σ’ όλους τους λόφους της Αργολίδας, όταν του προσδίδει ένα τέτοιο τίτλο.

Ο σινιόρ καπιτάνο ξέρει από παλιά την Ελλάδα, ήταν η απάντηση του στρατηγού, που συνέχισε: Αν έχω όμως παχιά πρόβατα, έχω άλλο τόσο και παλικάρια-πεινάλες, κι έτσι γινόμαστε πάτσι… Λοιπόν, τι νέα έχουμε; Ο μυλόρδος Κόχραν, πού είναι πάλι τούτος; Γιατί δεν περνάει κι από μας;

– Όταν άφησα το Παλέρμο, στρατηγέ, είχε φύγει ο λόρδος Κόχραν από το λιμάνι της Μασσαλίας, όπως άκουσα, και είχα ελπίσει πως θα τον συναντούσα εδώ όταν είχα έρθει.

– Μακάρι να είχε έρθει! Θα είχε κάψει κιόλας τα γένια όλων των τουρκαλάδων.

– Ας ελπίσουμε ότι και σε σας δεν θ’ αφήσει μια τρίχα στο κεφάλι για να πιαστεί από ‘κει ο άγγελος που θα μπορούσε να σας οδηγήσει στον παράδεισο.

– Ο μυλόρδος θα κάνει απ’ όλες τις μάνες σας πουτάνες. Αλλά και μεις οι Πελοποννήσιοι, δεν φανήκαμε κι εμείς άντρες; Τραβήξαμε από την Πάτρα ή την Καλαμάτα χωρίς να τολμήσει ούτε ένας Τούρκος να ξεμυτίσει στο δρόμο μας.

– Η εξοχότητα σας, στρατηγέ μου, είναι αντρειωμένη και οι Μοραϊτες είναι αξεπέραστοι, αλλά το αραπόσκυλο εκείνο, ο Ιμπραήμ, κλείνεται στα κάστρα σας κι ελληνικό μολύβι κι ελληνικό ατσάλι ή κι αυτό ακόμη που είναι πιο αχτύπητο κι από τα δύο, θέλω να πω το ελληνικό θάρρος, δεν είναι πάντα σε θέση να σπάσει ένα πέτρινο τείχος.

– Χα, χα χα! γέλασε ο πρίγκιπας των παλικαριών και είπε: αν σκεφτεί ο σκυλάραπας το τι έπαθε στην Τριπολιτσά, θ’ αρχίσει να τρέμει.

– Η εξοχότητά σας κυρίεψε την πόλη και τα δεινά που έπαθε η Ελλάδα από τον φρικαλέο εχθρό της τα εκδικήθηκε σφάζοντας όλους τους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά της άμοιρης πόλης. Εξοχότατε, είσαστε τουρκοφάγος και πίνετε το αίμα των μωαμεθανών σαν νερό.

Ελάτε! είπε διακόπτοντάς με. Το φαϊ είναι έτοιμο. Πρέπει όμως πρώτα να σας συστήσω στον σοφό Σισίνη, τον πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης.

Έκανα μια βαθιά υπόκλιση μπροστά στον πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης που η φυσιογνωμία του εκτός από το πονηρό βλέμμα, που κι αυτό ήταν με χίλιες ρυτίδες αυλακωμένο, δεν ξεχώριζε με τίποτε το ιδιαίτερο. Ο Κολοκοτρώνης έχει ένα ακόμη πιο παράξενο παρουσιαστικό εν συγκρίσει μ’ εκείνο που μπορεί κανείς να φαντασθεί ανάλογα με όσα έχει ακούσει γι’ αυτόν. Είναι μετρίου αναστήματος, γεροδεμένος και με αρμονικές σωματικές διαστάσεις. Έχει μια αετίσια μύτη και σκοτεινά ανήσυχα μάτια. Η φορεσιά του είναι γενικά βρώμικη και καθόλου λαμπερή από στολίδια όπως συμβαίνει με τους πιο απλούς ανθρώπους του περιβάλλοντος του. Έχει τη συμπεριφορά ενός βάρβαρου που είναι συνηθισμένος να δίνει μόνο διαταγές. Ο Κολοκοτρώνης κατάγεται από μια μοραΐτικη οικογένεια και πέρασε τη νεότητά του πάνω στα βουνά σαν «κλέφτης». Επειδή όμως στην καριέρα του αυτή δεν τον ευνόησε η τύχη, πήγε στη Ζάκυνθο όπου εξάσκησε, όπως λένε, για πολλά χρόνια ήσυχα το επάγγελμα του χασάπη ως την ώρα που ξεσηκώθηκαν τα συντάγματα των αρβανιτάδων οπότε θέλησε να υπηρετήσει υπό τις διαταγές του στρατηγού σερ Ρίτσαρντ Τσορτς και πήρε μέρος στη μάχη της Πάργας.

Ο στρατηγός Κολοκοτρώνης κάθισε σ’ ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι ύψους έξι δακτύλων, που το είχαν φέρει, όπως μου είπαν, από το χωριό προς τιμήν των Φράγκων. Με έβαλαν να καθίσω δεξιά του, στα αριστερά του ο πρόεδρος Σισίνης. Τον υπόλοιπο χώρο τον κατέλαβαν οι πιο δοξασμένοι οπλαρχηγοί της συνοδείας του, ενώ άλλοι μικρότερης σημασίας, περίπου 20 ως 30 άτομα τοποθετήθηκαν γύρω μας σε μικρές ομάδες. Τραπεζομάντιλα, μαχαίρια, πιρούνια, κουτάλια, πιατέλες, πιάτα και άλλα κουζινικά, τόσο απαραίτητα σ’ ένα ευρωπαϊκό γεύμα όλ’ αυτά απουσίαζαν. Στη μέση του τραπεζιού βρισκόταν μια τεράστια ξύλινη γαβάθα διαμέτρου περίπου δυο πόδια, γεμάτη με «σαλάτα», θα έπρεπε να πω μάλλον μ’ ένα ραγκού –τούτι φρούτι αφού το μείγμα το αποτελούσαν σαρδέλες, ένα είδος αντζούγες, μπαχαρικά, κάρδαμο, μαρούλι, πράσα, μαύρες ελιές και υπερβολικά πολύ κρεμμύδι. Το σύνολο ήταν περιχυμένο με σκορδαλιά, λάδι, ξίδι, κρασί και αλάτι, χτυπημένα όλα μαζί μέσα σ’ ένα γουδί για να γίνει μια κρέμα. Υπήρχε στο μείγμα εδώ κι εκεί κομματάκια από κασκαβάλι, ένα τυρί από γάλα κατσίκας, που το παράγουν στην Ανατολία σε «κεφάλια» διαμέτρου τρία ως τέσσερα πόδια και κυμαινόμενο πάχος από ένα τέταρτο ως ένα ολόκληρο δάκτυλο. Ανάμεσα διέκρινε κανείς κομμάτια από χοντροκομμένο μαύρο ψωμί και καραβίσια γαλέτα.

Το γεύμα άρχισε πίνοντας εις υγείαν μια γουλιά ρακή ή ούζο. Αυτό συνηθίζεται σ’ όλη την Ανατολή και γίνεται για να ανοίξει την όρεξη.

– Εβίβα, σινιόρ καπιτάνο, είπε ο στρατηγός κατεβάζοντας μια γουλιά.

«Δεν θα θέλατε να δοκιμάσετε την σαλάτα μας;».

Έκανα μια καταφατική κίνηση της κεφαλής μου αλλά καθυστερούσα ροκανίζοντας σιγά σιγά μια γαλέτα για να διαπιστώσω με ποιο τρόπο θα άρχιζαν οι ομοτράπεζοι μου τη λεηλασία της γαβάθας, προσέχοντας να μην κάνω καμία λάθος κίνηση που θα με κατέβαζε στην εκτίμηση τους. Δεν χρειάσθηκε να περιμένω πολύ και να που ο στρατηγός άπλωσε το χέρι του στην πιατέλα, άρπαξε ένα κομμάτι όσο χωρούσε στη φούχτα του, το βούτηξε στα γερά στο ζουμί και το ΄χωσε στο στόμα του. Κι ότι δεν χωρούσε μέσα, έσταζε πάνω από το πιγούνι και το γυμνό του στήθος προς τα κάτω. Έπειτα ανέσυρε από το ραγκού μια σαρδέλα, της έβγαλε με τα νύχια του επιδέξια το ψαροκόκαλο, έχωσε τη μισή σαρδέλα στο στόμα του και την άλλη μισή –ώ, της αηδίας!– στο δικό μου, λέγοντας:

– Bono per lo stomeicho! Κάνει καλό στο στομάχι!

Την παροιμιώδη αυτή φράση που τη συνηθίζουν οι Ιταλοί, την επαναλάμβανε ο Κολοκοτρώνης συχνά κατά τη διάρκεια του γεύματος.

Με μια απεγνωσμένη προσπάθεια κατάπια τη σαρδέλα και παρακάλεσα να μου δώσουν κρασί. Ένα όμορφο κοριτσόπουλο, με μαύρο μάτι που, όπως έμαθα αργότερα, το είχαν αναγκάσει να κάνει τη δουλειά του οινοχόου, μου έφερε μια χύτρα, ένα στρογγυλό ρηχό από ακατέργαστο μέταλλο κατασκευασμένο δοχείο περίπου ενάμισι λίτρου και από το οποίο δεν μπορεί κανείς να πιει άνετα. Όταν είπα ότι το κοριτσόπουλο το ανάγκασαν να παίξει την Ηβη, σ’ αυτό πρέπει να προσθέσω ότι οι ακόλαστες συμμορίες των «παλικαριών» όταν μπαίνουν σ’ ένα χωριό αναγκάζουν τους χωρικούς χτυπώντας τους με τον κόπανο να τους προμηθεύσουν δωρεάν τρόφιμα, ενώ αναγκάζουν τις θυγατέρες τους να αναλάβουν τις δουλειές του τραπεζιού στα τσιμπούσια τους και τις κρασοκατανύξεις. Πριν αγγίξω με τη χύτρα τα χείλη μου δεν παρέλειψε ν’ αγγίξω με το χέρι το πιγούνι και το μέτωπο μου και αφού το βάλω στην καρδιά μου να πω: – Εις υγείαν σας!»

* Μου το έδωσε -μαζί με τρία τέσσερα άλλα… και με την παρατήρηση “το έχει δημοσιεύσει και η Καθημερινή”- όταν είχε έλθει στην Τρίπολη και του πήρα συνέντευξη…

Ν. Γ.

 

(129)