Του περιοδεύοντος συνεργάτου μας κ. Πολ. Παπαϊωάννου

(“Ακρόπολις” 6-6-1941)!

ΤΡΙΠΟΛΙΣ, Μάιος: Πόλις κατ’ εξοχήν του πρασίνου και του καλοκαιριού η Τρίπολις. Και εν τούτοις την βρήκαμε τέλη Μαΐου, που φθάσαμε εδώ εντελώς χειμωνιάτικη. Εφύγαμε από το Ναύπλιο καλοκαίρι, βρήκαμε τον ίδιο καιρό στο Άργος, και φθάσαμε στην Τρίπολι, έπειτα από ένα περιπετειώδες ταξίδι που εστοίχισε άλλες 5 ώρες αναμονής στον σταθμό του Άργους, χειμώνα. Πάντως εφύγαμε από το Ναύπλιο στις 4 το απόγευμα και φθάσαμε στην Τρίπολι στη μία μετά τα μεσάνυχτα.

Με την συντροφιά ενός γιατρού που ταξίδευε οικογενειακώς και δύο άλλων καλών φίλων, ξεκινήσαμε από τον σταθμό εκείνη την ώρα, ενώ ψιλή βροχούλα που λίγο-λίγο δυνάμωνε, άρχισε να πέφτη και το κρύο ήταν παραπάνω από αισθητό. Μας είχαν αφήσει τα εισιτήριά μας για να μας χρησιμεύσουν σαν άδειες ελευθέρας κυκλοφορίας. Αλλά πού να πάμε; Χτυπήσαμε κάμποσες πόρτες ξενοδοχείων. Παντού γεμάτα. Και εχρειάστηκε να μας παραλάβη καταμουσκεμένους η αστυνομία, η οποία μας ωδήγησε σ’ ένα ξενοδοχείο… 8ης τάξεως όπου υποχρεωθήκαμε να περάσωμε το υπόλοιπον της νύχτας, καθισμένοι σε μια παλιοκαρέκλα.

Πρωί, Πρωί, μια και δεν κοιμηθήκαμε, βρέθηκα στους δρόμους. Σαββατιάτικο πρωϊνό και ο κόσμος της δουλειάς βρίσκεται σε πυρετώδη κίνησι. Σήμερα είνε και παζάρι, είνε η ημέρα που η Τρίπολις συγκεντρώνει τους παραγωγούς από τα γύρω χωριά για να πουλήσουν τα προϊόντα τους. Ας επωφεληθούμε, λοιπόν της ευκαιρίας που μας δίδεται για να κάνουμε ένα περίπατο έως εκεί. Είνε χαρακτηριστικό της παλαιάς ζωηρής κινήσεως που άρχισε πάλι να δημιουργήται εδώ. Κόσμος άφθονος κυκλοφορεί και γεμίζει τα δίχτυα και τα καλάθια του με τα εκλεκτά λαχανικά που έφεραν οι χωριάτες και που είνε επίσης άφθονα. Στοίβες ολόκληρες από κουκιά, κολοκυθάκια και φασολάκια. Και τι περίεργο δεν υπάρχει καμία ουρά αγοραστών, όπως στις δικές μας αγορές. Το αντίθετο μάλιστα, οι έμποροι είναι υποχρεωμένοι να διαλαλούν το εμπόρευμα τους για να προσελκύσουν αγοραστάς.

Καλή αθηναϊκή λαϊκή αγορά των παλαιών ευτυχισμένων ημερών. Να η Σαββατιάτικη αγορά της Τριπόλεως. Και δεν της λείπουν ούτε τα υπαίθρια πρόχειρα μαγειρεία που ένα από αυτά μας έχει χαλάσει τη μύτη με τα εκλεκτά μεζεδάκια που τηγανίζει.

Δεν επέρασε λοιπόν από εδώ ο πόλεμος ή γιατρεύτηκαν έτσι γρήγορα οι πληγές που άφησε; Αυτή είναι η πρώτη εντύπωσις που σχηματίζει κανείς. Όμως και πέρασε και δεν έκλεισαν ακόμη ολότελα οι πληγές του, όπως η ζωτικότης των κατοίκων και η επανάληψις μιας κανονικής ζωής θέλουν σώνει και καλά να σε κάνουν να πιστεύσης.

Εις τας 25, 26 και 27 Απριλίου, ένα ολόκληρο και συνεχές τριήμερο η πόλις εδοκίμασε τα δεινά του πολέμου. Και οι κάτοικοι της ξεχύθηκαν στα βουνά από πολύ πρωί της πρώτης ημέρας των βομβαρδισμών, γιατί είχαν ανησυχήσει και εξ αφορμής ανησυχητικών πληροφοριών που κυκλοφορούσαν επίμονα ότι οι Άγγλοι ετοίμαζαν οδομαχίες. Οι ανησυχίες ενετάθησαν και εκ του γεγονότος, ότι ενώ οι γερμανοί είχαν φθάσει εις το Άργος και ανεμένοντο από στιγμή σε στιγμή στην Τρίπολη, τα αγγλικά στρατεύματα που ήσαν εδώ, δεν εννοούσαν να εγκαταλείψουν την πόλη.

Οπωσδήποτε έπεσαν στην πόλη περί τις 200 βόμβες, αλλά οι ζημιές είναι ευτυχώς πολύ ασήμαντες. Επτά σπίτια όλα – όλα κατέρρευσαν και τα θύματα του τριημέρου βομβαρδισμού δεν υπερβαίνουν τα τέσσερα. Αυτός είναι ο φόρος του αίματος και ζημιών που πλήρωσε για μερτικό της η Τρίπολις.

Τα Γερμανικά στρατεύματα εισήλθον στην πόλι εις τας 9.20 το πρωί της 28ης Απριλίου από την οδόν Ναυπλίου. Ένα τεράστιο λευκό σεντόνι είχε υψωθεί στο κωδωνοστάσιο του καθεδρικού ναού του Αγίου Βασιλείου και ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται εις τα σπίτια του, αφού κανείς κίνδυνος δεν υπήρχε πλέον.

Τάξις και ηρεμία άρχισε να βασιλεύει από την ημέρα αυτή στην πόλη. Και η ζωή της και η κίνησίς της άρχισαν δειλά – δειλά στην αρχή, πιο θαρρετά κατόπιν, να ξαναστρώνουν. Τα κλειστά καταστήματα ξανάνοιξαν, μια κίνησης εμπορική άρχισε να δημιουργείται και ο κόσμος άρχισε να κυκλοφορεί άφοβα.

Σήμερα όλα αυτά ανήκουν πλέον εις το παρελθόν. Η Τρίπολις έχει ξανάβρει ολότελα τον παληό ευατό της και τα μικρά τραύματα που της εδημιούργησαν αι τελευταίαι ηπουλωθεί, τουλάχιστον στον τομέα της αποκαταστάσεως μιας ομαλής και ζωηρής ζωής και κινήσεως, χωρίς να σημαίνει βέβαια αυτό, ότι δεν αντιμετωπίζει η πόλις και γενικώτερα η Αρκαδία ζητήματα και ανάγκες που τις εδημιούργησε ο πόλεμος και που πρέπει να ικανοποιηθούν. Υπάρχουν ανάγκες του πληθυσμού και ζητήματα που χρήζουν αμέσου επιλύσεως, όπως το ζήτημα του ψωμιού και άλλα, για τα οποία θα μας δοθεί η ευκαιρία κάπως εκτενέστερα να μιλήσωμε σε μια δεύτερη ανταπόκριση.

Είναι παρήγορο πάντως και δείχνει πως όλα τα εμπόδια θα υπερπηδηθούν, ότι το πρώτο βήμα έγινε. Η Τρίπολις ξαναβρήκε την γνώριμη όψι, την τόσο ζωηρή κατά την θερινή μάλιστα περίοδο.

Τα εξοχικά κέντρα του Παπαχρόνη, του Λάχανη στην μαγική δενδροστοιχία επί της οδού Καλαβρύτων, βρίθουν κάθε βράδυ από κόσμο. Τα ραδιόφωνα και τα γραμμόφωνα σκορπούν πάλι τους ήχους των και τα δύο κινηματοθέατρα της πόλεως το «Μαλλιαροπούλειον» και η «Αύρα» ξανάνοιξαν τας πύλας των και κάνουν χρυσές δουλειές. Στο πρώτο μάλιστα, το «Μαλλιαροπούλειον» τραγουδάει στα διαλείμματα ή γνωστή Αθηαναία ντιζέζ Σούλα Καραγιώργη.

Η μοναδική και αξιοσημείωτη στέρησις που δοκιμάζει η Τρίπολις από απόψεως ψυχαγωγίας είναι της τεραστίας πλατείας Άρεως με το ονομαστό πάρκο στο βάθος και δύο επιβλητικά κτίρια δεξιά και αριστερά, το Δικαστικό Μέγαρο από το ένα μέρος και το λαμπρό ξενοδοχείο «Μαίναλον» από το άλλο. Άλλοτε αυτή την εποχή έβριθε τα βραδάκια από κόσμο η πλατεία Άρεως με τα άφθονα καλά κέντρα, που όλο το χώρο τους κατελάμβανον οι καρέκλες. Σήμερα είνε για την ώρα νεκρή, εξ αιτίας κυρίως ελλείψεως φωτισμού. Πώς να λειτουργήση με τη συσκότισι των φώτων που είνε επιβεβλημένη και τον περιορισμό της κυκλοφορίας ως τις 10,30 το βράδυ; Έχουν όμως την ενδόμυχη ελπίδα οι Τριπολιτσιώτες, ότι ούτε της πλατείας των δεν θα στερηθούν ολότελα. Θα επωφεληθούν των φεγγαρολούστων βραδυών για να την καταλάβουν, μιά που το φως του φεγγαριού δεν εμπίπτει στις απαγορευτικές διατάξεις περί συσκοτίσεως!

Ανάλογη κίνησι βλέπει κανείς και στους κεντρικούς δρόμους και στις άλλες πλατείες. Η πλατεία Κολοκοτρώνη και η πλατεία Βαλτετσίου, όπου γίνεται το παζάρι, έχουν την δική τους ζωηρή κίνησι, όπως επίσης ζωηρή κίνηση βρίσκει κανείς στους κεντρικούς δρόμους Βασιλέως Κωνσταντίνου, Μαντινείας, Γεωργίου Α’, Παλαντίου, Γορτυνίας και τόσους άλλους.

Εννοείται ότι το ρεκόρ το έχει η κεντρική πλατεία του Αγίου Βασιλείου με τα άφθονα καλά κέντρα και καφενεία, τον ιστορικό γεροπλάτανο, και τον ολόλευκο μαρμάρινο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Βασιλείου. Βρίθουν από κόσμο ντόπιο και κινούμενο τα κέντρα της πλατείας, τώρα μάλιστα που στον πληθυσμό της πόλεως έχουν προστεθή και αρκετοί Κρήτες έφεδροι αξιωματικοί και στρατιώται που φιλοξενούνται εδώ.

Τα καφενεία «Αττικόν» του Δέμου, «Εθνικόν» του Αθ.Τσαρουχά. «Κοσμικόν του Γ. Σόσολη», «Μεγάλο» του κ. Παθη και τόσα άλλα συγκεντρώνουν ζωηρή κίνησι. Τα εστιατόρια της πόλεως είνε επίσης κατάμεστα τις ώρες του φαγητού και προσφέρουν στους πελάτες τους κάθε μέρα άφθονα φαγητά παρασκευασμένα από κρέας. Το «Πανελλήνιον» του κ. Μαρκοπούλου, του Παν. Μητσάνα, του Δημ. Πολίτη, το «Σεμίραμις» και ένα σωρό άλλες λαϊκές ταβέρνες, ικανοποιούν και τον πλέον ιδιότροπο πελάτη, με τα παντός είδους εδέσματα που προσφέρουν.

Εξ άλλου και τα εμπορικά καταστήματα δεν έχασαν την γυναικεία πελατεία των. Τα καταστήματα των Κ. Καμαριώτη, Πασσιά, Τσαούση, Μαμάκου, Καρλή, Χριστοπούλου, το «Βιεννέζικον» του κ. Νικολοπούλου και άλλα συγκεντρώνουν γυναικόκοσμο, που ψωνίζει. Την γυναικεία φιλαρέσκεια βλέπετε τίποτε, ούτε και ο πόλεμος δεν ημπορεί να την ανακόψη. Και η γυναίκα προτιμάει να μείνη θεονήστικη, παρά να στερηθή μιας μοντέρνας ρόμπας.

(175)